Σε διεθνή φεστιβάλ αναμένεται να «ταξιδέψουν» οι ανθισμένες ροδακινιές της Ημαθίας, μέσα από κινηματογραφική ταινία μικρού μήκους που γυρίστηκε στην εύφορη γη της Βέροιας και της Νάουσας, αποτυπώνοντας στον κινηματογραφικό φακό ένα εντυπωσιακό τοπίο. Τα γυρίσματα στη συγκεκριμένη περιοχή ολοκληρώθηκαν κι εκτιμάται ότι η ταινία θα είναι έτοιμη στα τέλη του καλοκαιριού. Αμέσως μετά θα σταλεί σε κινηματογραφικά φεστιβάλ του εξωτερικού, ενώ θα ακολουθήσουν και άλλες προβολές της.
«Μας ενδιαφέρει πολύ να συστηθούμε σε κινηματογραφικά φεστιβάλ του εξωτερικού. Έχω την αίσθηση ότι το κοινό στο εξωτερικό δεν θα περιμένει κάτι τέτοιο, όπως αυτό το ροζ – μοβ πέπλο που συνθέτει μια πολύ κινηματογραφική εικόνα και μας έχει εμπνεύσει όλους», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Νεφέλη Σαρρή, σκηνοθέτρια της ταινίας «Ισβόρια».
Η ίδια επισημαίνει ότι από συζητήσεις που έχει κάνει με ανθρώπους της περιοχής γνωρίζει ότι οι ανθισμένες ροδακινιές κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον για να γυριστούν ντοκιμαντέρ, όπως αυτό του National Geographic. Ωστόσο αναφέρει ότι «το τοπίο αυτό δεν έχει ξανακινηματογραφηθεί σε ιστορία μυθοπλασίας στην Ελλάδα» και θεωρεί ότι «το φαινόμενο θα προκαλέσει εντύπωση σε όσους δεν το γνωρίζουν, ενώ ενδεχομένως θα φανεί οικείο σε κάποιους που το έχουν ξαναδεί».
Δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τις ανθισμένες κερασιές της Ιαπωνίας
Μεταφέροντας την εμπειρία της από την κινηματογραφική καταγραφή του κάμπου της Ημαθίας, εκτιμά ότι «η περιοχή δεν έχει κάτι να ζηλέψει από τις ανθισμένες κερασιές της Ιαπωνίας που θεωρούνται σημείο αναφοράς και σαν εικόνα αλλά και σαν αποτύπωση στην ιαπωνική ζωγραφική». «Κινηματογράφησα τις ροδακινιές και από μακριά, σαν σύνολο, αλλά και από πάρα πολύ κοντά. Κάθε βράδυ αφού γυρίζαμε έβλεπα τα πλάνα μου, ήταν πάρα πολύ κινηματογραφικά. Τα τοπία στην κάμερα ήταν πάρα πολύ ωραία και το αποτέλεσμα καταπληκτικό», σημειώνει.
Θεωρεί ότι ένα ακόμη στοιχείο που μπορεί να ξαφνιάσει το κοινό του εξωτερικού είναι και τα επιβλητικά βουνά της περιοχής: ο Όλυμπος, το Βέρμιο και το Πάικο. «Αυτό το ορεινό τοπίο ως φόντο δεν το έχουν συνδυάσει στο εξωτερικό με την Ελλάδα, για την οποία σκέφτονται περισσότερο τα νησιά, τη θάλασσα και τις παραλίες. Γι αυτό πιστεύω ότι θα κάνουν αίσθηση τα πλάνα που τραβήξαμε από τον δρόμο και στα οποία εμφανίζονται αυτά τα βουνά ως φόντο», προσθέτει.
«Οι ανθισμένες ροδακινιές μας έφεραν εδώ»
Από την πλευρά της, η παραγωγός της ταινίας Ιωάννα Μπολομύτη επισημαίνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι οι ανθισμένες ροδακινιές έφεραν την παραγωγή στην περιοχή καθώς, όπως λέει, «αυτό το φαινόμενο δεν το συναντάς πουθενά αλλού». «Θέλαμε ακριβώς αυτό: να βλέπει το μάτι μας ροζ. Όταν πρωτοαντικρίσαμε τις ροδακινιές από κοντά, η πρώτη αίσθησή μας ήταν η έκπληξη. Μας εντυπωσίασε πολύ η μοναδικότητα του τοπίου. Δεν έχω δει κάτι τέτοιο κάπου αλλού», σχολιάζει.
Αναφέρει, άλλωστε, ότι καθώς το σενάριο της ταινίας σχετίζεται με τον κορονοϊό, την πανδημία και τον εγκλεισμό κατά την περίοδο της καραντίνας, είναι σημαντικό ότι μεταφέρεται στον θεατή ένα τοπίο πολύ όμορφο: μια ανάσα, αυτή η ιδιαιτερότητα του τόπου… «Η φύση λειτουργεί θεραπευτικά, απελευθερωτικά μέσα από την ταινία, αφού το τοπίο είναι πλήρως ενσωματωμένο σε αυτήν», προσθέτει.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ιστορία, μια οικογένεια ξεκινάει από την Αθήνα για να έρθει στη Νάουσα και να πάρει τον παππού ώστε να τον φέρει πίσω στην πρωτεύουσα. Ήδη, η πανδημία έχει ξεκινήσει και η καραντίνα βρίσκει την οικογένεια στη Νάουσα. Έτσι μένει εκεί για μερικές μέρες, ενώ κάποια στιγμή επιθυμεί να επισκεφθεί και την Ισβόρια, την τοποθεσία της Σχολής του Αριστοτέλη που έδωσε και το όνομά της στην ταινία.
Τα γυρίσματα έγιναν στον κάμπο της Ημαθίας, το άλσος του Αγίου Νικολάου καθώς και σε τοποθεσίες με άγριες ροδακινιές που υπέδειξε στην παραγωγή ο Τουριστικός Όμιλος Βέροιας. Η κ. Μπολομύτη δηλώνει εντυπωσιασμένη από την προθυμία των φορέων της περιοχής, του Film Office της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, του Δήμου Νάουσας και του Τουριστικού Ομίλου Βέροιας να βοηθήσουν και τονίζει ότι και ο τοπικός πληθυσμός έδειξε κατανόηση κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Οι ελληνικές παραγωγές δεν σταμάτησαν στην πανδημία
Η παραγωγός σημειώνει, παράλληλα, ότι οι ελληνικές παραγωγές και τα γυρίσματα δεν σταμάτησαν ακόμη και εν μέσω κορονοϊού, αναφέρει ότι τηρήθηκαν όλα τα μέτρα και τα πρωτόκολλα που προβλέπονται και υπογραμμίζει ότι ο ελληνικός κινηματογράφος τα πηγαίνει πολύ καλά στο εξωτερικό.
Ο αντιπεριφερειάρχης Τουρισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Αλέξανδρος Θάνος επισημαίνει, από την πλευρά του, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι «η Περιφέρεια επενδύει και στο κομμάτι των ελληνικών παραγωγών μικρού μήκους, για το οποίο υπάρχει ένα αυξημένο, αυτή τη στιγμή, ενδιαφέρον. Πολλές και διαφορετικές παραγωγές από την Αθήνα επιλέγουν πλέον τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας για να κάνουν γυρίσματα, γιατί έχουν δει μια φιλικότητα, μια διασύνδεση μεταξύ των Film Offices της περιφέρειας αλλά και των τοπικών δήμων και της Περιφέρειας».
«Μας ενδιαφέρει να γίνουμε και hub μικρών ταινιών, όχι μόνο μεγάλων παραγωγών. Είχαμε την παραγωγή στη Ημαθία με τις ροδακινιές, ενώ παραγωγές πήγαν στο Κιλκίς, την Πιερία και τον Όλυμπο. Εδώ στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, στο Δήμο Θερμαϊκού, στην Επανομή έχουμε κάποιες κρούσεις οπότε βλέπουμε ότι αποκτάει μια δυναμική και το κομμάτι των ταινιών μικρού μήκους» προσθέτει. Εκτιμά, επίσης, ότι η περιοχή γίνεται γνωστή και για τα εναλλακτικά τοπία που διαθέτει, στοιχείο που είναι και ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Τονίζει, τέλος, τα οφέλη των παραγωγών αυτών για τον τοπικό πληθυσμό και την τοπική οικονομία και κάνει λόγο για μια συνολική τάση, μια δυναμική εξωστρέφειας.
Σύμφωνα με το Film Office της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, παραγωγές μικρού προϋπολογισμού επιλέγουν πλέον την Κεντρική Μακεδονία ως μια περιοχή κινηματογραφικά φιλική, γνωρίζοντας ότι ο προϋπολογισμός μπορεί να αυξηθεί, εκτιμώντας ωστόσο τα πλεονεκτήματα του τόπου και τις διευκολύνσεις που παρέχονται. Τέτοιες ταινίες εκτιμάται ότι είναι η βάση για τη μελλοντική κινηματογραφική παραγωγή. Η συμμετοχή τους, άλλωστε, σε φεστιβάλ του εξωτερικού και η ένταξή τους στο πρόγραμμα προβολών, σε διαγωνιστικές διαδικασίες και αφιερώματα, όταν μάλιστα υπάρχει ισχυρή στήριξη από τοπικούς φορείς, ενισχύει την εξωστρέφεια και των νέων δημιουργών και του ελληνικού σινεμά.