Ένα σκληρό ρομάντζο ανάμεσα σε δύο νέους ανθρώπους, μία καταστροφολογική ιστορία σχέσεων και μια αλληγορική αντανάκλαση της Αθήνας του σήμερα, είναι οι θεματικές στις οποίες εστιάζουν οι τρεις ελληνικές ταινίες μικρού μήκους που συμμετέχουν στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 42ου Φεστιβάλ Δράμας (15-21/9).
Το «νέο αίμα» κινηματογραφιστών εδώ και χρόνια δίνει ραντεβού στη Δράμα για να καταθέσει τα πρώτα δείγματα γραφής του. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από το ρεκόρ συμμετοχών στη διοργάνωση, όσο και από την προσέλευση κοινού και δημιουργών. Και στη φετινή διοργάνωση που πλέον μετρά αντίστροφα προς το μεγάλο της φινάλε, είδαμε νέους σκηνοθέτες να κάνουν με δημιουργικό αυθορμητισμό ταινίες που μιλούν για το σήμερα με διεισδυτική ματιά.
Στο διεθνές τμήμα του φεστιβάλ που φέτος συμπληρώνει 25 χρόνια, διαγωνίζονται 67 μικρού μήκους ταινίες από 60 χώρες του κόσμου. Από την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Ν. Αφρική και την Ανδόρα, μέχρι το Κατάρ, το Βιετνάμ, το Αζερμπαϊτζάν και το Αφγανιστάν. Ανάμεσα τους βρίσκονται και τρεις παραγωγές από την Ελλάδα: «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς» του Βασίλη Κεκάτου που πριν μερικούς μήνες κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, οι «Καρτ Ποστάλ από το Τέλος του Κόσμου» του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου και το «Cloud» του Mιχάλη Δημητρίου. Οι τρεις σκηνοθέτες που συμμετέχουν τόσο στο Εθνικό όσο και στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Δράμας μίλησαν στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τις ταινίες τους.
Βασίλης Κεκάτος- «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό και εμάς»
Μετά τη βράβευσή της με το Χρυσό Φοίνικα καλύτερης μικρού μήκους ταινίας στο Φεστιβάλ των Καννών, η ταινία του Βασίλη Κεκάτου κάνει την πανελλαδική της πρεμιέρα στη Δράμα. «Είναι μία μικρή ιστορία για τον έρωτα που μπορεί να προκύψει στο πιο ανέλπιστο μέρος» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Κεκάτος.
Η ανοδική πορεία του 28χρονου σκηνοθέτη ξεκίνησε με τον «Ανάδρομο» στο Φεστιβάλ Δράμας, και συνεχίστηκε με το «Zero Star Hotel» το οποίο διακρίθηκε στο διαγωνισμό Sundance Ignite και με τη «Σιγή των Ψαριών Όταν Πεθαίνουν» που συμμετείχε, μεταξύ άλλων, στα Διαγωνιστικά Τμήματα των Φεστιβάλ Σάντανς και Λοκάρνο.
Μετά τη διάκριση στις Κάννες, ο ίδιος αισθάνεται ότι μπορεί να καταφέρει αυτά που θέλει στο σινεμά. «Και πριν το πίστευα, αλλά τώρα νιώθω ότι πήρα μία τεράστια επιβεβαίωση με αυτό το βραβείο. Νιώθω ότι πήρα το σωστό δρόμο. Και αυτό σημαίνει μάλλον ότι αυτό που κάνω, ίσως αρέσει και σε παραπάνω άτομα, από αυτά που πίστευα αρχικά. Νόμιζα δηλαδή, ότι το κοινό μου είναι πολύ πιο περιορισμένο και με το Χρυσό Φοίνικα συνειδητοποίησα ότι μπορεί να είναι πιο ευρύ και να μιλάει οποιαδήποτε γλώσσα. Παράλληλα και στο πρακτικό κομμάτι της δουλειάς εντοπίζω διαφορές, καθώς πολλοί άνθρωποι ενδιαφέρονται να επενδύσουν σε αυτό που κάνω. Φυσικά δεν ενθουσιάζομαι τρομερά διότι ακόμα βρισκόμαστε στον απόηχο των Καννών, έτσι λοιπόν είμαι συγκρατημένος. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι πρώτες ενδείξεις είναι φοβερά ενθαρρυντικές και μακάρι να καταφέρω να κάνω την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου με τους όρους που θέλω».
Η συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Δράμας σημαίνει για τον ίδιο επιστροφή στην αφετηρία. «Έχει ενδιαφέρον να επιστρέφω σήμερα, έχοντας κατακτήσει κάποια πράγματα, εκεί απ’ όπου ξεκίνησα. Για μένα ήταν ένα σκληρό βάπτισμα η Δράμα. Εκεί είχα την πρώτη μου επαφή με φεστιβαλικό κοινό και κριτικές επιτροπές. Για τον “Ανάδρομο” (την πρώτη μου ταινία) είχαν γραφτεί τότε ωραίες κριτικές και υπήρχε γενικά ένας ενθουσιασμός γύρω από την ταινία. Θυμάμαι στην τελετή λήξης, όπου εκείνη την εποχή συνήθιζαν να αναφέρουν εκτός από τους νικητές και τα ονόματα των ταινιών που απασχόλησαν την επιτροπή για το κάθε βραβείο, το όνομά μου δεν ειπώθηκε ποτέ σε καμία κατηγορία για τίποτα. Αυτό για μένα τότε ήταν πολύ σκληρό. Πέρα όμως από την προσωπική αφετηρία της δικής μου πορείας, το Φεστιβάλ Δράμας είναι και η αφετηρία κάθε ελληνικής ταινίας για να ταξιδέψει στην επαρχία. Και για μένα που έχω μεγαλώσει στην επαρχία, αυτό σημαίνει πολλά. Μ’ ενδιαφέρει δηλαδή η ταινία μου να παίξει στη Φλώρινα και στην ‘Αμφισσα και να τη δει ο κόσμος εκεί μέσα από τις λέσχες. Γιατί αυτό είναι το κοινό του κινηματογράφου, δεν είναι μόνο το κοινό των φεστιβάλ».
Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος- «Καρτ ποστάλ από το τέλος του κόσμου»
Μία ηλιόλουστη, καταστροφολογική ταινία σχέσεων. Έτσι περιγράφει ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος τις «Καρτ Ποστάλ από το Τέλος του Κόσμου» που έκαναν την παγκόσμια πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο. Ήρωες είναι ένα ζευγάρι σε συναισθηματικό τέλμα, υποχρεωμένο να υπομείνει τις οικογενειακές διακοπές με τα δύο του παιδιά. Τον γολγοθά τους έρχεται να συμπληρώσει το απρόσμενο τέλος του κόσμου.
Η πρώτη ιδέα της ταινίας γεννήθηκε τον Ιούνιο του 2015. «Η εβδομάδα του τότε δημοψηφίσματος με βρήκε στη Σύρο. Ο πανικός, οι απελπισμένες εικασίες για το τι πρόκειται να ακολουθήσει και οι ουρές στα ΑΤΜ βρίσκονταν σε μία παράλογη συνύπαρξη με το ονειρικό τοπίο, τα καλοκαιρινά κοκτέιλ και τους αδιάφορους γυμνιστές που συνέχιζαν την ηλιοθεραπεία τους. Όσο πιο τραγική είναι μία κατάσταση, τόσο πιο κωμική μοιάζει αν κάνεις ένα βήμα πίσω και κοιτάξεις πάλι. Νομίζω ότι η αλήθεια αποκαλύπτεται στις αντιφάσεις της» αναφέρει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο σκηνοθέτης. Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στη Σύρο, «όχι επειδή από εκεί ξεκίνησε η ιδέα (παρότι αυτό ήταν καρμικά υπέροχο), αλλά επειδή είναι ένα νησί πολύ φιλόξενο και συνεργάσιμο στην οδύσσεια που ονομάζουμε κινηματογραφική παραγωγή».
Γεννημένος στην Αθήνα, ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος σπούδασε πληροφορική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και σκηνοθεσία στο Columbia University της Νέας Υόρκης με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση. Η μικρού μήκους ταινία του, «Lea» (2013), απέσπασε Τιμητική Διάκριση στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας και το «Without Glasses» (2009) κέρδισε το Ειδικό Βραβείο Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης στο Φεστιβάλ Δράμας. Σενάριά του έχουν συμμετάσχει σε διεθνή εργαστήρια όπως το Torino Film Lab και το CineLink του Sarajevo Film Festival. Είναι υπότροφος της ARTWORKS του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για το διάστημα Σεπτέμβριος 2019 – Μάιος 2020.
Μιχάλης Δημητρίου- «Cloud»
Εμπνευσμένος από τη γενιά που μεγαλώνει με το ίντερνετ σαν δεδομένο εργαλείο επικοινωνίας και από τα παιδιά που δημιουργούν διαδικτυακές περσόνες, ο Μιχάλης Δημητρίου αποφάσισε να γυρίσει το «Cloud». Ήρωες της ταινίας o Παύλος, ένας βετεράνος μουσικός της ροκ, παγιδευμένος στις εξαρτήσεις του και η έφηβη κόρη του, ‘Αννα, που εν αγνοία του δουλεύει ως cam girl. Όλα θα εξελιχθούν στο ξενοδοχείο όπου θα παίξει live ο Παύλος. Η ‘Αννα καταφθάνει με δυο νεαρούς που μόλις γνώρισε, ενώ ο πατέρας της καταρρέει στην τουαλέτα από καταχρήσεις.
«Η ταινία αποτελεί μια αλληγορική αντανάκλαση της Αθήνας του σήμερα και μια ωμή αποτύπωση της δυστοπικής πραγματικότητας. Εξαρτήσεις, σχέσεις εφήμερες, ζωές χωρίς συνοχή και εξέλιξη είναι κάποιοι από τους βασικούς άξονες, πάνω στους οποίους ξεδιπλώνονται τα γεγονότα» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο σκηνοθέτης, ο οποίος στο παρελθόν έχει ξαναβρεθεί στο Φεστιβάλ Δράμας ως διαγωνιζόμενος αλλά και ως επισκέπτης. Για τον ίδιο, το φεστιβάλ είναι «ένας διαχρονικός θεσμός που φέρνει κινηματογραφιστές πιο κοντά στην αγάπη τους για το σινεμά».
Ο Μιχάλης Δημητρίου αποφοίτησε από το τμήμα Film & TV Department του NewYorkCollege, Athens Campus το 2012, ενώ τον Ιούνιο του 2019 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές με τίτλο «Directing & Acting» στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Πρώτη του ταινία μικρού μήκους είναι το «Μέρες με Βροχή», η οποία συμμετείχε σε διεθνή φεστιβάλ. Ακολούθησαν το fashion film «Cocoon», το οποίο προβλήθηκε στο Athens Exclusive Week για τα Storydrops (2015) και το «The Bust», που συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Δράμας (2015) και προβλήθηκε στο 21ο Διεθνές φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας. Στο φεστιβάλ μικρού μήκους Δράμας το 2016 το ντοκιμαντέρ «Ευριπίδου 14» απέσπασε το βραβείο ΚΙΝΗΤΡΟ, ενώ το 2017 τα 16 επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς ντοκιμαντέρ «Χωρίς Ερώτηση» που σκηνοθέτησε προβλήθηκαν στην ΕΡΤ 2 . Το «Cloud» είναι η τελευταία μικρού μήκους ταινία του, η οποία πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ