«Είναι λυπηρόν να αναλογισθή κανείς ότι οι πολιτισμένοι λαοί της Ευρώπης επροξένησαν περισσότερη ζημία στα μνημεία των Αθηνών σε διάστημα εκατόν πενήντα ετών, παρά οι βάρβαροι σε ολόκληρους αιώνας…».
Πάνε χρόνια πολλά από εκείνο το δραματικό ξημέρωμα στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1687, όταν η ενετική λουμπάρδα έπληξε τον Παρθενώνα, και μόλις τρία από την υφαρπαγή των γλυπτών του μνημείου από τον λόρδο Έλγιν, και ο Σατωβριάνδος επισκέπτεται την Ακρόπολη. Σε ένα παραληρηματικό κείμενο, στο έργο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ και από την Ιερουσαλήμ στο Παρίσι περνώντας από την Ελλάδα και επιστρέφοντας από την Αίγυπτο, την ακτή των Βερβέρων και την Ισπανία», ο μέγας φιλλέλην λόγιος και πολιτικός Φρανσουά-Ωγκύστ-Ρενέ, υποκόμης του Σατωμπριάν (François-Auguste-René, vicomte de Chateaubrian), αυτός που μπόλιασε με την αγάπη του για την Ελλάδα τον Μπάιρον και τον Ουγκώ, κατακεραυνώνει πρώτα τον Μοροζίνι και κατόπιν τον Έλγιν. Με την επίσκεψή του στον βράχο της Ακροπόλεως νιώθει «την τελειότητα της αρμονίας με την πληρότητα της ψυχικής ανατάσεώς του».
Η περιγραφή και οι εντυπώσεις του είναι εκτεταμένες, εξαντλεί δε όλο το ψυχικό του απόθεμα σε μία αληθινή αποθέωση της αρχαίας ελληνικής σκέψης, του αρχαίου πνεύματος. Χαίρεται σαν παιδί επειδή ζει μέσα στο ολοκληρωμένο περιβάλλον της τέχνης, που σε όλη του τη ζωή ονειρεύεται, και ταυτόχρονα είναι αδυσώπητος και ανηλεής με τους καταστροφείς των μνημείων του βράχου.
Είναι αυτός ο ίδιος που, ως μη Έλλην, θα γράψει: «Ό,τι και αν συμβή, εγώ θ΄ αποθάνω Έλλην»! Είναι Γάλλος και απευθύνεται σε Έλληνα συγγραφέα με την επιστολή του που έχει γραφτεί στη Λοζάνη και φέρει ημερομηνία 28 Μαΐου 1826. Η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση έχει ξεκινήσει. Τι κι αν εκείνος έχει αφήσει την Ελλάδα 20 χρόνια τώρα… Την κουβαλά ζωντανή στην ψυχή του. Πενήντα μέρες στα εδάφη της ήταν υπέρ αρκετές για να την καταπιεί και να την αφομοιώσει… Μεθώνη, Τρίπολη, Μυστράς, Σπάρτη, Άργος, Αθήνα, Σούνιο, Τζια, Χίος εν έτει 1806. Ένα οδοιπορικό κοπιαστικό και επίπονο. Με άλογα και μουλάρια, πολλές φορές με τα πόδια σε δύσβατους και επισφαλείς δρόμους, σε ερημιές. Κι άλλοτε, με ιστιοφόρα αφημένα στα καπρίτσια των ανέμων, σε θαλάσσιες διαδρομές που ξοδεύουν χρόνο πιότερο κι από την παραμονή του στον προορισμό. Μία μέρα έμεινε στη Σπάρτη και τέσσερις στην Αθήνα. «… Από τα ερείπια της Σπάρτης εις τα ερείπια των Αθηνών, αισθάνθηκα ότι είχα επιθυμίαν να πεθάνω με τον Λεωνίδα και να ζήσω με τον Περικλή…» θα ξεστομίσει στα μισά του ταξιδιού του στον «αρχαιοελληνικό παράδεισο»! Πενήντα μέρες ολόκληρη η ζωή του κι αυτές οι πέντε στη Σπάρτη και την Αθήνα αρκούν για μια δεύτερη…
Επιτέλους Ελλάδα!
Είναι 5 Αυγούστου του 1806 όταν πρωτοαντικρίζει από το πλοίο ελληνική γη, την Κέρκυρα, κι όπως διηγείται στο «Οδοιπορικό» του καταλαμβάνεται από ανεξήγητη νευρικότητα και από άφωνη συγκίνηση. Μέσα του νιώθει πως επισκέπτεται τόπους γνωστούς, χώρα φιλική. Αγαλλιάζει. «Περίμενα με ανυπομονησία τη στιγμή που θα αντίκρυζα τις στεριές τής Ελλάδας. Τις έψαχνα με τα μάτια μου στον ορίζοντα και τις έβλεπα μέσα σ΄ όλα τα σύννεφα…» γράφει.
Φιλόξενοι κατά κανόνα οι άνεμοι του Ιονίου, αλλά στον Σατωβριάνδο δεν χαρίζονται. Μέρες διαρκεί το θαλάσσιο ταξίδι από το νησί των Φαιάκων ίσαμε την Ηλεία. Ώσπου…
«Στις δέκα του Αύγουστου, το πρωί, βρέθηκα στη γέφυρα, πριν ακόμα βγει ο ήλιος. Κι όταν ο ήλιος άρχισε να βγαίνει από τη θάλασσα, ξεχώρισα στο μάκρος κάτι βουνά ψηλά και σαν αβέβαια ήταν τα βουνά τής Ηλείας. Το κλέος πρέπει να ΄ναι κάτι το πραγματικό, αφού κάνει τόσο να καρδιοχτυπά εκείνον που το σχολιάζει. Στις δέκα, περάσαμε μπροστά από το Ναυαρίνο, την αρχαία Πύλο, που την κρύβει το νησί τής Σφακτηρίας: ονόματα το ίδιο κοσμοξάκουστα, το ένα μέσα στον μύθο, το άλλο μέσα στην ιστορία. Το μεσημέρι, ρίξαμε άγκυρα μπροστά στη Μουντόν, άλλοτε Μεθώνη τής Μεσσηνίας. Στη μία, είχα βγει στη στεριά, πατούσα το χώμα τής Ελλάδας, ήμουνα δέκα λεύγες μακρυά από την Ολυμπία, τριάντα από τη Σπάρτη, βρισκόμουν στον δρόμο που ακολούθησε ο Τηλέμαχος πηγαίνοντας στον Μενέλαο να πληροφορηθή νέα για τον Οδυσσέα!».
Μιλά για το «κλέος» με την ακρίβεια της ελληνικής γλώσσας. Γιατί άλλο η δόξα κι άλλο το κλέος. «Δόξα ο παρά των πολλών έπαινος, κλέος δε ο παρά των σπουδαίων» διαχωρίζει στο λεξικό του, του 1ου αι. μ.Χ. ο Αμμώνιος ο γραμματικός και λεξικογράφος.
«ΛΕΩΝΙΔΑ, ΦΩΝΑΖΩ ΔΥΝΑΤΑ. ΑΛΛΑ ΚΑΝΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΔΕΝ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟ ΜΕΓΑ ΤΟΥΤΟ ΟΝΟΜΑ»
Ο Σατωβριάνδος είναι σχολαστικός μελετητής και βαθύς γνώστης της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Έχει γνωρίσει και μετουσιώσει το ελληνικό πνεύμα πολύ πριν επισκεφθεί την Ελλάδα και συναντήσει τους ανθρώπους της. Γοητεύεται από την καθαρότητα της ελληνικής σκέψης, ενθουσιάζεται με τη λεπτότητα της διαλεκτικής. Κι όταν πια επισκέπτεται την Ελλάδα γίνεται ένα με τον υπόδουλο λαό της. «Άθλιο ανθρωπάκο» αποκαλεί τον Αγά της Μεθώνης, τον οποίο συναντά σε μια τυπική επίσκεψη και από κει… καρφί για Τρίπολη, Μυστρά και Σπάρτη, όπου αναζητεί με επιμονή τα βήματα του Λεωνίδα. Στη θέα του Ευρώτα πάλλεται η ψυχή του, θαρρεί πως ζει την εποχή που μάχεται στο πλευρό τού σπουδαίου πολεμιστή κατά των βαρβάρων. «Λεωνίδα, Λεωνίδα» φωνάζει δυνατά -διηγείται ο ίδιος- «επιθυμώ ν΄ ακούσω τουλάχιστον τη φωνή της ηχούς στην χώραν αυτή, όπου η φωνή του ανθρώπου δεν ακούγεται πλέον. Αλλά κανένα από τα ερείπια δεν επαναλαμβάνει το μέγα τούτο όνομα· και αυτή ακόμη η Σπάρτη φαίνεται να τον έχει λησμονήσει…».
Αφήνει τη Σπάρτη μελαγχολικός. Ταξιδεύει για Άργος, Μυκήνες, Νεμέα, Κόρινθο. Κι από κει, για Μέγαρα και Ελευσίνα. Με βιάση, με σπουδή να φτάσει στην Αθήνα. Και καθώς πλησιάζει την πόλη της θεάς… «η φύσις γίνεται ολιγώτερον σκυθρωπή». Ώσπου… «ανέτειλεν η μεγάλη ημέρα της εισόδου στας Αθήνας. Ιππεύσαντες την επομένην ημέραν 23 Αυγούστου περί τις 3 το πρωί, αρχίσαμεν σιωπηρά την πορείαν δια της Ιεράς Οδού. […] Ημπορώ να βεβαιώσω ότι ουδέ ο ευσεβέστερος των μεμυημένων στα μυστήρια της Δήμητρος ησθάνθη ζωηροτέραν συγκίνησιν από την ιδικήν μου».
Όσο πλησιάζει προς την πόλη συναντώντας τα λαμπρά ερείπια του παρελθόντος της, νιώθει έναν έρωτα βαθύ, αλλιώτικο, σα να ξεπήδησε μέσα του ένας άλλος εαυτός που κάποτε ζούσε εδώ, σε τούτα τα χώματα, που φεγγοβολούν ό,τι αγνό, παρθένο, ελεύθερο κρύβει μέσα του και σε λίγα χρόνια τον καθιστά εκπρόσωπο και γνήσιο εκφραστή του ρομαντικού λογοτεχνικού κινήματος.
Καθώς το άλογο τριποδίζει προς την καρδιά της τραυματισμένης -από τη χρόνια πολιορκία της- πόλης, η ματιά του πέφτει σε απόσταση… βολής από τον λαμπρό βράχο της Ακροπόλεως. Οι παλμοί της καρδιάς φτάνουν στ΄ αφτιά του.
Ο Αλέξανδρος Ζαγκούρογλου μεταφράζει από το έργο του Σατωβριάνδου το κομμάτι που αφορά τις εντυπώσεις του από την Αθήνα: «Το πρώτο πράγμα που χτύπησε στα μάτια μου ήταν η Ακρόπολη λουσμένη στο φως της ανατολής. Βρισκόταν εκεί μπροστά μου, στην άλλη πλευρά της πεδιάδας, με φόντο τον Υμηττό, λες και στηριζόταν πάνω του. Μέσα σ’ ένα συγκεχυμένο σύνολο πρόβαλλαν τα κιονόκρανα των Προπυλαίων, οι κολόνες του Παρθενώνα και του Ερεχθείου, ένα τμήμα τείχους με τα κανόνια και τις πολεμίστρες του, γοτθικά ερείπια χριστιανών και χαμόσπιτα μουσουλμάνων.
Δύο μικροί λόφοι, ο Άγχεσμος (Λυκαβηττός) και το Μουσείο (Φιλιπάππου), υψώνονται βόρεια και νότια της Ακρόπολης. Ανάμεσά τους, στα ριζά του κάστρου, μου φανερώθηκε η Αθήνα. Οι επίπεδες στέγες της, ανακατωμένες με μιναρέδες, κυπαρίσσια, ερείπια, μοναχικές κολόνες και τρούλους από τζαμιά στεφανωμένα από μεγάλες φωλιές πελαργών συνέθεταν ένα ευχάριστο θέαμα κάτω απ’ τις αχτίδες του ήλιου.
Αν και η Αθήνα είναι ακόμη αναγνωρίσιμη μέσα από τ’ απομεινάρια της, από το αρχιτεκτονικό σύνολο και τη γενική όψη των ερειπίων της διαπιστώνει κανείς πως η πόλη της Αθηνάς δεν κατοικείται πλέον από τον λαόν της».
Στην Αθήνα φιλοξενείται από τον Γάλλο πρόξενο αρχαιολόγο Λουί Φρανσουά Σεμπαστιάν Φοβέλ (Louis-François-Sébastien Fauvel), μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, για το ποιόν της οποίας χρονικογράφοι της εποχής αποφεύγουν να τοποθετηθούν. Στην πραγματικότητα, η σκοτεινή δράση τόσο του Φοβέλ, ως προξένου της Γαλλίας στην Αθήνα όσο και του μέντορά του και αφεντικού του, Μαρί Γκαμπριέλ Φλοράν Ογκύστ ντε Σουαζέλ – Γκουφιέ (Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier) ως πρέσβη της Γαλλίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποκαλύπτεται μετά τη λήξη της θητείας τους και όταν πια αρκετές από τις ελληνικές αρχαιότητες έχουν κάνει φτερά για το εξωτερικό… Το πλιάτσικο των ξένων αφεντάδων στο κουρασμένο από την τυραννία σώμα της Ελλάδας είναι το χαρακτηριστικό των χρόνων πριν το ξέσπασμα του λαού για την απελευθέρωσή του. Αυτή την εποχή, Άγγλοι και Γάλλοι επιδίδονται σε μια χυδαία διελκυστίνδα αρπαγής πολύτιμων δειγμάτων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Διάσπαρτες μαρτυρίες χρονικογράφων αποκαλύπτουν πως ακόμη και οι Τούρκοι, που αγνοούν την ακριβή αξία των μνημείων της χώρας, ενίοτε δυσανασχετούν με το πάθος των κατά τα λοιπά πολιτισμένων λαών να αρπάξουν ό,τι προλαβαίνουν. Γλυπτά, αρχαία μάρμαρα, κιονόκρανα, αγάλματα, αμφορείς, νομίσματα θα βρεθούν δεκαετίες μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Οθωμανούς σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές…
Πάντως, είναι μάλλον σίγουρο πως ο Σατωβριάνδος -εκείνη τουλάχιστον τη χρονική περίοδο- δεν γνωρίζει τη συστηματική αποψίλωση του ελληνικού πλούτου από τον Γάλλο πρόξενο. Αποδίδει στην αρχαιολατρία του και το πάθος του για μελέτη το πλήθος των εκμαγείων, των αγγείων και των αρχαίων νομισμάτων που πλημμυρίζουν την κατοικία του Φοβέλ, στα ριζά του βράχου. «Ό,τι είναι αυθεντικό και αφαιρέθηκε από το θέση του, μετά την ολοκλήρωση της μελέτης, θα επιστραφεί», λέει. Άλλωστε, και ο ίδιος ένας λάτρης των αρχαιοτήτων της Ελλάδας είναι και μακαρίζει την τύχη του, επειδή θεωρεί πως δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη στέγη στην Αθήνα από αυτή που του προσφέρει ο συμπατριώτης του. Χαρακτηρίζει δε αυτή την κατοικία ως προσομοιάζουσα περισσότερο με σπουδαστήριο αρχαιολόγου παρά ως οίκημα του προξένου της Γαλλίας. Είναι δε τόσο ευτυχισμένος που αναφέρει: «…εκαθάρισαν προς μεγάλην μου λύπην την σεβασμίαν κόνιν αυτών (των λειψάνων) και έστρωσαν κλίνην στο μέσον αυτών των κειμηλίων· εγώ όμως αισθανόμουν σαν νεοσύλλεκτος, ο οποίος φθάνει στον στρατό την παραμονή της μάχης».
Πράγματι, σύμφωνα με τις κοινές περιγραφές ξένων περιηγητών, που κατά καιρούς φιλοξενήθηκαν από τον πρόξενο, η οικία του θύμιζε μικρό μουσείο, καθώς εκεί μέσα είχε συγκεντρώσει γύψινα αποτυπώματα του Παρθενώνα, σχέδια των Προπυλαίων, χάρτες της Αττικής και ιδιαίτερα του Μαραθώνα, μάρμαρα αρχαία και νομίσματα, αγγεία και εκμαγεία από πηλό.
«ΑΝ ΕΜΕΝΑ ΣΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΘΑ ΑΠΕΘΑΙΝΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΕΧΩΝ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ ΜΟΥ ΠΡΟΣΗΛΩΜΕΝΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ!»
Με ξεναγό τον Φοβέλ, ο Σατωβριάνδος «οργώνει» την Αθήνα. Παρατηρεί τους ντόπιους, σχολιάζει τη συνύπαρξή τους με τους Τούρκους, επισκέπτεται τον Άρειο Πάγο, το Θησείο, την Πνύκα… «από αυτού του βήματος ο Σωκράτης και ο Φωκίων ωμίλησαν στον κουφότερον αλλά ευφυέστερον λαό της γης… (εδώ) διεπράχθησαν τόσες αδικίες και εψηφίσθησαν τόσα σκληρά και παράνομα ψηφίσματα· (από εδώ) ίσως εξωρίσθη ο Αριστείδης και (εδώ) εθριάμβευσε ο Μέλιτος (εις εκ των κατηγόρων του Σωκράτη), κατεδικάσθη εις θάνατον ολόκληρος πόλις και ολόκληρος λαός υπέκυψεν στη δουλεία. Αλλά και (εδώ) πολλοί ενάρετοι πολίτες ύψωσαν την γενναία φωνήν τους κατά των τυράννων της πατρίδος… (εδώ), στην Πνύκα, πολλές φορές εθριάμβευσεν η δικαιοσύνη και ήχησεν η αλήθεια» θα γράψει και αμέσως θα διερωτηθεί με θλίψη: «Ο λαός αυτός τι απέγινε; Πού να τον εύρω εν μέσω των ερειπίων των Αθηνών, όπου παρατηρώ μιναρέδες Τούρκων και ακούω φωνή χριστιανών;»
Η επίσκεψη στην Ακρόπολη προκαλεί στον Σατωβριάνδο την αμηχανία της συγκίνησης, που δεν μπορεί να περιγραφεί, ακόμη και από τη γραφίδα αυτού του λόγιου άνδρα, που εγκαινίασε την εποχή του ρομαντισμού. Κάποιοι μάλιστα εκτιμούν πως ήταν αυτή η επίσκεψη στην Αθήνα και ειδικά στον βράχο της Ακροπόλεως, που ξεκλείδωσε την ρομαντική έκφραση του Σατωβριάνδου.
Στο μεγάλο οδοιπορικό του θα σχολιάσει με κυνισμό την αφαίρεση και κλοπή των γλυπτών του μνημείου από το λόρδο του Έλγιν, μόλις τρία χρόνια πριν. Μιλά για μια «αστόχαστη αγάπη των Άγγλων για τις τέχνες, αγάπη που έχει προκαλέσει καταστροφή»: «… Είναι σκληρό να συλλογίζεται κανείς ότι ο Αλάριχος και ο Μωάμεθ Β΄, δύο βάρβαροι, εσεβάσθησαν τον Παρθενώνα και ότι τον συνέτριψαν οι πολιτισμένοι Μοροζίνι και Έλγιν […] Οι Άγγλοι, οι οποίοι επεσκέφθησαν τας Αθήνας μετά από την διάβασιν του λόρδου Έλγιν, οι ίδιοι εθρήνησαν αυτά τα θλιβερά γεγονότα από μίαν αγάπην προν την τέχνην, ολίγον σκεπτικιστική. Διατείνονται ότι ο λόρδος Έλγιν, υπό τύπον συγγνώμης, ισχυρίσθη ότι δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να μας μιμηθεί. Είναι αληθές ότι οι Γάλλοι εσήκωσαν στην Ιταλίαν αγάλματα και ζωγραφικούς πίνακες, δεν ακρωτηρίασαν όμως ποσώς τους Ναούς δια να ξερριζώσουν τα ανάγλυφα…».
Πάντως, εκείνος τώρα, επάνω στον βράχο, έχει την αίσθηση του ανθρώπου, που αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι πραγματοποιεί το όνειρο της ζωής του και με το θάρρος τού σχεδόν κτήτορος του μεγάλου αρχαιοελληνικού πολιτισμού, από τη μια πνίγεται από οργή τόσο για τις καταστροφές των Ενετών, όσο και για τον μιναρέ, που βλέπει να δεσπόζει πάνω από την γκρεμισμένη σκεπή του Παρθενώνα και από την άλλη νιώθει να παραλύει από τη θέα προς τη διάσπαρτη με αρχαία ερείπια Αθήνα.
Ανάμεικτα τα συναισθήματα, λοιπόν: «Την λαμπρήν αυτήν εικόνα της Αττικής, το θαυμάσιον αυτό θέαμα είχαν ήδη αντικρύσει άνθρωποι και προ δύο χιλιάδων ετών. Κι εγώ θέλω παρέλθει και άλλοι, όπως εγώ… Θνητοί θα απέλθουν από αυτόν τον κόσμον, σκεπτόμενοι τα ίδια επάνω σε τούτα τα ερείπια […] Κατοικεί ο Τούρκος δισδάρης (φρούραρχος) στα αριστουργήματα του Φειδίου και του Ικτίνου. Ποτέ όμως δεν ηρώτησε ποιος λαός εδημιούργησε και κατέλιπεν τα ερείπια αυτά… ».
Στην ιστορική πραγματεία του υπό τον τίτλο «Ο Λόρδος Έλγιν και οι προ αυτού ανά την Ελλάδα και τας Αθήνας ιδίως αρχαιολογήσαντες επιδρομείς 1440-1837»ο λόγιος Ιωάννης Γεννάδιος μεταφέρει τον λόγο του Σατωβριάνδου: «Τα μνημεία των Αθηνών ξερριζωμένα από τους τόπους δια τους οποίους κατασκευάσθησαν, θα χάσουν όχι μόνον ένα μέρος της ομορφιάς τους, αλλά και υλικώς θα μειωθούν στην ωραιότητα. Δεν είναι παρά το φως που κάνει ν΄ αναφαίνεται η χάρις μερικών γραμμών και μερικών χρωμάτων. Λοιπόν, αυτό το φως λείπει στον ουρανόν της Αγγλίας… αυτές οι γραμμές και αυτά τα χρώματα θα εξαφανιστούν ή θα μείνουν κρυμμένα».
Ο Γάλλος φιλέλλην πολιτικός θα εγκαταλείψει την Αθήνα με προορισμό την Κερατέα, απ΄ όπου θα φορτωθεί σε πλοιάριο που θα τον μεταφέρει στη Χίο κι από κει στη Σμύρνη. Έφτασε στην Αθήνα ξημέρωμα και φεύγει νύχτα… «θα με καταλάμβανε άφατη λύπη εάν εγκατέλειπα τα ερείπια των Αθηνών ενώ αυτά θα τα εφώτιζεν ο ήλιος…» θα γράψει, αλλά στην Κερατέα αρρωσταίνει με υψηλό πυρετό και σχεδόν σίγουρος πως θα πεθάνει, καταφέρνει να συντάξει επιστολή προς τον Φοβέλ: «Αν έμενα στας Αθήνας, θα απέθαινα τουλάχιστον σε τόπον ένδοξον, έχων τους οφθαλμούς μου προσηλωμένους προς τον Παρθενώνα»!
Ωστόσο, ο Σατωβριάνδος ζει και συνεχίζει το ταξίδι του. Δεκαπέντε χρόνια μετά την επίσκεψή του στην ελληνική γη, ξεσπά η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση και είναι αυτός ο πρώτος που στέκεται με πάθος στο πλευρό των ξεσηκωμένων Ελλήνων. Σύμφωνα με το έργο του ιστορικού Δ. Γέροντα, «άλλοτε παρακαλεί, άλλοτε απειλεί και πολλές φορές κατακεραυνώνει τους πολεμίους της απελευθερώσεως με λόγια πικρά και κατηγορητήριον δριμύ. Υποβάλλει υπομνήματα, τρέχει παντού, συλλέγει χρήματα δια τον ελληνικόν αγώνα […] μετέχει του Φιλελληνικού Κομιτάτου της Γαλλίας, γίνεται ο κήρυξ και ο πρόδρομος του γαλλικού φιλελληνισμού».
Σε τρία χρόνια από το ταξίδι του Σατωβριάνδρου, το 1809, μία άλλη σπουδαία μορφή των γραμμάτων, Άγγλος αυτή τη φορά, ο λόρδος Βύρων, θα επισκεφθεί για πρώτη φορά την Αθήνα και θα ταχθεί με όλες του τις δυνάμεις στο πλευρό της Ελλάδας.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Πηγή Φωτογραφιών:
Ευρωπαϊκή Βιβλιοθήκη Πληροφοριών και Πολιτισμού (Biblioteca Eutropa di Informatione e Cultura)
Ιστορία των Αθηναίων – Δ. Γεροντα
(ΣΣ: Ο δημιουργός του πίνακα που αναπαριστά τον Φοβέλ στο μπαλκόνι του σπιτιού του με φόντο την Ακρόπολη πλάι σε καλούπι μετόπης της ζωφόρου του Παρθενώνα που απεικονίζει τη μάχη Λαπίθη και Κένταυρου, είναι ο Γάλλος ζωγράφος Λουί Ντιπρέ (Louis Dupré), ο οποίος επίσης φιλοξενήθηκε στο συγκεκριμένο σπίτι, το 1819. Σε δημοπρασία των Σόθμπις στο Παρίσι το καλοκαίρι του 2014, αυτός ο πίνακας πουλήθηκε αντί 289.500 ευρώ).