Ο Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γνωστός ακόμα και για το δημοσιογραφικό του έργο, με ζωή περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο αποτυπώνεται στα βιβλία του. Αποτέλεσε μέλος της αποκαλούμενης «Χαμένης Γενιάς» (Lost Generation) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Αγάπησε με πάθος τις ταυρομαχίες, το κυνήγι, τα ταξίδια (εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής) και τις γυναίκες (έκανε τέσσερις γάμους). Κάλυψε δημοσιογραφικά την μικρασιατική εκστρατεία με σημαντικές ανταποκρίσεις για την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη.
Πρώτα λογοτεχνικά έργα
Με τη λήξη του Α παγκοσμίου πολέμου , ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Όουκ Παρκ. Το 1920 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Star Weekly του Τορόντο. Τον επόμενο χρόνο νυμφεύθηκε τη Χάντλι Ρίτσαρντσον και για ένα διάστημα έζησαν στο Παρίσι, όπου ο Χέμινγουεϊ γνώρισε αρκετούς λογοτέχνες, ενώ συνδέθηκε φιλικά με τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Έζρα Πάουντ και τον Τζέιμς Τζόυς.
Κάλυψε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο με σημαντικές ανταποκρίσεις για την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη. Παράλληλα, το 1923 ολοκλήρωσε και το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Τρία διηγήματα και δέκα ποιήματα (Three Stories and Ten Poems), το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Ρόμπερτ Μακάλμον (Robert McAlmon). Την ίδια χρονιά ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αμερική λόγω της εγκυμοσύνης της συζύγου του και προκειμένου να γεννηθεί εκεί ο γιος τους υπό καλύτερες συνθήκες. Την περίοδο αυτή εργάστηκε στην εφημερίδα Toronto Daily Star ενώ παραιτήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1924 προκειμένου να επιστρέψει οικογενειακώς στο Παρίσι.
Μετά από σχετική σύσταση του Έζρα Πάουντ, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ δημοσίευσε διηγήματα του Χέμινγουεϊ στο λογοτεχνικό περιοδικό Transatlantic Review. Την περίοδο 1925-1929 ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων η συλλογή διηγημάτων του Στον καιρό μας (In Our Time), το μυθιστόρημα Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά (The Sun Also Rises), η συλλογή Άνδρες χωρίς γυναίκες (Men Without Women) και ο Αποχαιρετισμός στα όπλα (A Farewell to Arms, 1929), έργο με το οποίο γνώρισε και σημαντική αναγνώριση και εμπορική επιτυχία. Γνωρίστηκε επίσης με την Γερτρούδη Στάιν, η οποία τον εισήγαγε στον κύκλο των καλλιτεχνών με επίκεντρο την Μονμάρτρη και ειδικότερα τη λογοτεχνική «Χαμένη γενιά» (Lost Generation) των εξόριστων Αμερικανών συγγραφέων του Παρισιού.
Το μπαρ El Floridita
Στην Αβάνα βρίσκεται και το αγαπημένο του μπαράκι El Floridita, που θεωρείται ως το λίκνο του daiquiri. Μέσα στο μπαρ μπορεί να δει κανείς το επιβλητικό γλυπτό του συγγραφέα. Η ιστορία θέλει τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ που εκείνη την εποχή διέμενε στο ξενοδοχείο Ambos Mundos να μπαίνει για πρώτη φορά στο El Floridita κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου του στην πόλη, προς αναζήτηση τουαλέτας.
Ο Constante bartender της εποχής, δεν έχασε την ευκαιρία και αναγνωρίζοντας τον σπουδαίο Χέμινγουεϊ, του έδωσε να δοκιμάσει το περίφημο Νταϊκιρί του. «Είναι αρκετά καλό», αποκρίθηκε ο συγγραφέας «αλλά θα το προτιμούσα χωρίς ζάχαρη και με διπλάσια ποσότητα ρουμιού». Και εγένετο ‘’Papa Doble’’ ή ‘’Hemingway Daiquiri’’, όπως στα επόμενα χρόνια το διαμόρφωσε ο Antonio Meilan, ιδιοκτήτης του περίφημου μπαρ.
Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος
Την άνοιξη του 1944, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη για τη δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου, με πρώτο σταθμό το Λονδίνο. Στο διάστημα αυτό, επήλθε ρήξη στη σχέση με τη σύζυγό του ενώ παράλληλα γνώρισε τη δημοσιογράφο του περιοδικού Time Μαίρη Γουέλς, με την οποία παντρεύτηκαν τελικά (συνολικά για τέταρτη φορά) το 1946. Ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στην Αμερική τον Μάρτιο του ίδιου έτους, μετά τη λήξη του πολέμου.
Τελευταία χρόνια
Το 1950 εκδόθηκε το πρώτο μυθιστόρημα από την εποχή του Για ποιον χτυπά η καμπάνα, με τον τίτλο Across the River and Into the Trees, το οποίο πραγματεύεται μία ρομαντική ιστορία που εκτυλίσσεται στην μεταπολεμική Βενετία. Το μυθιστόρημα έλαβε κακές κριτικές ενταγμένες σε μία γενικότερη αμφισβήτηση της ικανότητάς του να συνεχίσει να δημιουργεί σημαντικά έργα. Η θεώρηση αυτή ανατράπηκε δύο χρόνια αργότερα, με την ολοκλήρωση της νουβέλας Ο γέρος και η θάλασσα, το 1951 και την έκδοσή της τον Σεπτέμβριο του 1952. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Life και προκάλεσε πολύ θετικά σχόλια, οδηγώντας τελικά στη βράβευση του Χέμινγουεϊ με το Βραβείο Πούλιτζερ (1953) και το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954).
Αμέσως μετά τη θερμή υποδοχή της νουβέλας, ταξίδεψε αρχικά στην Ισπανία και αργότερα στην Αφρική. Επί αφρικανικού εδάφους, συμμετείχε σε δύο αεροπορικά ατυχήματα τα οποία τού προκάλεσαν σοβαρούς τραυματισμούς. Ενδεικτικό της σοβαρότητάς τους είναι το γεγονός πως αφού επέστρεψε στην Κούβα, του στάθηκε αδύνατο να παραστεί στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου του 1954. Αντ’ αυτού, απέστειλε ένα γράμμα, το οποίο διάβασε ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Σουηδία, Τζον Κάμποτ, ανακοινώνοντας την αποδοχή του βραβείου εκ μέρους του συγγραφέα.
«Γεννήθηκα για να απολαμβάνω τη ζωή, απλό ο θεός ξέχασε το ζήτημα των χρημάτων». Έρνεστ Χέμινγουεϊ