Σαν σήμερα στις 17 Φεβρουαρίου γεννήθηκε η ηθοποιός Νίτσα Τσαγανέα, η οποία υπηρέτησε το θέατρο και τον κινηματογράφο για σχεδόν εξήντα χρόνια.
Η Νίτσα (Ελένη) Λάσκαρη, όπως ήταν το πατρικό της όνομα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1902 και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1924 με το «Θίασο Νέων», ερμηνεύοντας τον ρόλο της «Φανής» στους «Φοιτητές» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με σπουδαίους πρωταγωνιστές, όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Βάσω Μανωλίδου, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος.
Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1933 στην ελληνοτουρκική συμπαραγωγή «Ο κακός δρόμος» («Fena Yol»), που σκηνοθέτησε ο Ερτογρούλ Μουχσίν σε σενάριο Γρηγορίου Ξενόπουλου και στην οποία πρωταγωνιστούσαν η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Γιώργος Παππάς και ο Βασίλης Λογοθετίδης.
Στη συνέχεια ερμήνευσε χαρακτηριστικούς ρόλους σε ταινίες που άφησαν εποχή, όπως «Ένας ήρωας με παντούφλες», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Ο Θόδωρος και το δίκανο» και «Δόκτωρ ΖΙ Βέγγος».
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπηρέτησε την Εθνική Αντίσταση μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ.
Η προσωπική ζωή της και ο γάμος της με τον Χρήστο Τσαγανέα
Την ίδια περίοδο γνώρισε τον γιατρό Γιώργο Βιτσώρη, ο οποίος την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Για χάρη της εγκατέλειψε την επιστήμη και έγινε κι εκείνος ηθοποιός. Το ζευγάρι παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη, τη Λιάνα.
Η ηθοποιός για όσον καιρό ήταν παντρεμένη, στο θέατρο χρησιμοποιούσε το επίθετο του συζύγου της. Στα μέσα της δεκαετίας του ’20 γνώρισε έναν νεαρό αριστοκρατικής καταγωγής από τη Ρουμανία, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα για να σπουδάσει επίσης, ιατρική. Ήταν ο Χρήστος Τσαγανέας ο μετέπειτα «Βεβαίως, βεβαίως» του ελληνικού κινηματογράφου. Η Νίτσα και ο Τσαγανέας ερωτεύτηκαν και η ιστορία επαναλήφθηκε. Ο νεαρός παράτησε τις σπουδές του και τη μελλοντική καριέρα γιατρού για να γίνει ηθοποιός. Η Νίτσα Βιτσώρη χώρισε από τον πρώτο σύζυγό της, παντρεύτηκε τον Τσαγανέα και καταξιώθηκε στον καλλιτεχνικό χώρο με το επίθετό του, το οποίο διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής της. Ο Τσαγανέας πλήρωσε το τίμημα της επιλογής του, καθώς οι γονείς του τον αποκλήρωσαν. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά, αλλά παρέμεινε αχώριστο μέχρι το 1977, οπότε ο ηθοποιός έφυγε από τη ζωή….
Η Νίτσα Τσαγανέα πέθανε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2002 και κηδεύτηκε από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών στις 4 Μαΐου.
Χρήστος Τσαγανέας: Ο αριστοκράτης που έμενε σε πλοιάριο επειδή δεν είχε χρήματα!
Ο ηθοποιός Χρήστος Τσαγανέας ερμήνευε κυρίως δεύτερους ρόλους στις κινηματογραφικές ταινίες που συμμετείχε. Ωστόσο, είναι πολύ γνωστός στο ευρύ κοινό με το προσωνύμιο, «βεβαίως, βεβαίως», από τον ρόλο του στην ταινία, «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, όπου ενσάρκωσε τον διευθυντή του κολεγίου με τις ατίθασες μαθήτριες. Η Βουγιουκλάκη ήταν «η Παπασταύρου… του Θεμιστοκλέους βεβαίως, βεβαίως». Εξίσου γνωστός είναι και ο ρόλος του τρόφιμου του τρελοκομείου στην ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», όπου φώναζε το αλησμόνητο «Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός». Αυτή η ερμηνεία ήταν από τις πρώτες του στον κινηματογράφο. Ακολούθησαν περισσότερες από 65 ταινίες και αρκετές θεατρικές παραστάσεις, που σημάδεψαν την καριέρα του….
Ο Τσαγανέας είχε μια αρχοντική εμφάνιση, αφού ήταν και αριστοκρατικής καταγωγής. Έτσι συνήθως έκανε τον κύριο της υψηλής κοινωνίας ή τον πλούσιο και υπερόπτη. Αντίθετα, στο θέατρο οι ρόλοι του κάλυπταν όλο το ρεπερτόριο. Ξεκίνησε από το κλασικό θέατρο, πέρασε στην κωμωδία και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, συμμετείχε σε επιθεωρήσεις με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, του οποίου ήταν μέλος. Η καριέρα του θεωρείται άκρως επιτυχημένη, ωστόσο το ξεκίνημά της δεν ήταν εύκολο.
Ο Χρήστος Τσαγανέας γεννήθηκε στη Βράιλα της Ρουμανίας στις 2 Ιουλίου του 1906. Εκεί τελείωσε το ελληνικό γυμνάσιο και το 1923 ο πατέρας του τον έστειλε στην Ελλάδα για ανώτερες σπουδές.
Για πολύ καιρό αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και ζούσε σ’ ένα μικρό πλοιάριο στο λιμάνι του Πειραιά. Για τον επιούσιο βρέθηκε να παίζει διάφορους ρόλους σε θιάσους-μπουλούκια. «Λίγα τα θέατρα, λίγες οι θεατρικές πιάτσες, πολλοί οι ασκούντες το επάγγελμα», όπως έλεγε.
Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ο μεγάλος του έρωτας ήταν το θέατρο. Δεν δίστασε να έλθει σε ρήξη με τον εύπορο πατέρα του, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Νομική και να εγγραφεί στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Για πολύ καιρό αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και ζούσε σ’ ένα μικρό πλοιάριο στο λιμάνι του Πειραιά. Για τον επιούσιο βρέθηκε να παίζει διάφορους ρόλους σε θιάσους-μπουλούκια. «Λίγα τα θέατρα, λίγες οι θεατρικές πιάτσες, πολλοί οι ασκούντες το επάγγελμα», όπως έλεγε.
Στο θέατρο ξεκίνησε το 1929 με το αποδιδόμενο στον Βιτσέντζο Κορνάρο θρησκευτικό δράμα «Η Θυσία του Αβραάμ», όπου ξεδίπλωσε το υποκριτικό του ταλέντο κι έγινε γνωστός στη θεατρική πιάτσα. Για τριάντα χρόνια συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους αθηναϊκούς θιάσους, παίζοντας κυρίως σε κλασικά έργα, ενώ τη δεκαετία του ’60 στράφηκε στην κωμωδία, συνεργαζόμενος με τον Μίμη Φωτόπουλο. Για αρκετά χρόνια υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου, σε σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο θίασος της Κατερίνας, του οποίου ο Τσαγανέας ήταν βασικό στέλεχος. από θίασος πρόζας έγινε επιθεωρησιακός και ανέβασε την πρώτη πολεμική σατιρική επιθεώρηση των Γιαλαμά – Οικονομίδη – Θίσβιου Πολεμικές Καντρίλιες. Στην περίοδο της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών και προσέφερε τις υπηρεσίες του ως καλλιτέχνης και ως πατριώτης. Μετά την απελευθέρωση πρωταγωνίστησε στη δημιουργία του θιάσου Ενωμένοι Καλλιτέχνες, μαζί με τους Αιμίλιο Βεάκη, Αντώνη Γιαννίδη, Θόδωρο Μορίδη, Γιώργο Παππά, Γιώργο Σεβαστίκογλου και Τζόλυ Γαρμπή, που υπηρετούσε το λαϊκό θέατρο.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1933 στην ταινία του Ερτογρούλ Μουχσίν μπέη «Ο Κακός Δρόμος», που βασιζόταν στο ομώνυμο διήγημα του Γρηγορίου Ξενοπούλου. Στην ταινία του Τούρκου σκηνοθέτη πρωταγωνιστούσαν η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Βασίλης Λογοθετίδης. Έγινε γνωστός με την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανού Ξανάρχονται» (1948). Ερμήνευσε τον τρόφιμο του τρελοκομείου, που μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου φώναζε: «Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός». Το 1959 υποδύθηκε τον διευθυντή του Κολεγίου στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο και ξεχώρισε με την ατάκα «βεβαίως – βεβαίως».
Ο Χρήστος Τσαγανέας τιμήθηκε από την πολιτεία με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’. Ήταν νυμφευμένος με την ηθοποιό Νίτσα Τσαγανέα (1899-2002). Πέθανε στην Αθήνα, ανήμερα των εβδομηκοστών γενεθλίων του, στις 2 Ιουλίου του 1976.