Σαν σήμερα στις 19 Μαρτίου 1933 γεννήθηκε ο Φίλιπ Ροθ, ένας από τους «γίγαντες» της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας.
Διεισδυτικός και διαυγής παρατηρητής της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά και των νευρώσεων και των εμμονών της κοινότητας των Αμερικανών Εβραίων, ο Ροθ, γεννημένος στο Νούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, ήταν ένας από τους συγγραφείς το όνομα του οποίου ακουγόταν πολύ συχνά στις συζητήσεις για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά δεν του απονεμήθηκε ποτέ.
 

Ο Φίλιπ Ροθ έφυγε από τη ζωή  στις 22 Μαΐου 2018 σε ηλικία 85 ετών.

Τα τελευταία χρόνια ο Ροθ στράφηκε στην εξέταση των υπαρξιακών και σεξουαλικών κρίσεων της μέσης ηλικίας, χωρίς όμως να πάψει ποτέ να εξερευνά την ντροπή και τα ένοχα μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, πάντα με μια γερή δόση χιούμορ.

Γεννημένος στο Νούαρκ, γιος πωλητή ασφαλειών, σπούδασε αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο Μπακλ και στο πανεπιστήμιο του Σικάγου. Δίδασκε για χρόνια συγκριτική λογοτεχνία, κυρίως στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνιας.

Έπειτα από 50 και πλέον χρόνια συγγραφής, ο Ροθ αποφάσισε ότι το Nemesis (2010• στα ελληνικά Νέμεσις, μτφ. Κατερίνας Σχινά, εκδόσεις Πόλις, 2011), στο οποίο φαντάζεται μια επιδημία στο Νούαρκ, όπου μεγάλωσε, θα ήταν το τελευταίο του μυθιστόρημα. Κατόπιν αποφάσισε να ξαναδιαβάσει όλα του τα κείμενα με σκοπό «να δω αν απλώς έχανα τον χρόνο μου», είχε πει το 2014, σε μια συνέντευξή του στο New York Times Book Review. Για το συμπέρασμά του, επανέλαβε μια ατάκα του Τζο Λούις, του πυγμάχου βαρέων βαρών τη δεκαετία του 1930 και του 1940: «Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα με ό,τι είχα».

Ο Ροθ, δηλωμένος άθεος, απέρριπτε την ταμπέλα του Εβραιοαμερικανού συγγραφέα και τις επικρίσεις σε βάρος του, ότι ήταν ένας «Εβραίος που μισεί τον εαυτό του»: Όλο αυτό «δεν είναι κάτι που να μου προξενεί το ενδιαφέρον. Ξέρω ακριβώς τι σημαίνει το να είσαι Εβραίος και στ’ αλήθεια δεν έχει ενδιαφέρον. Είμαι Αμερικανός», είχε πει στην εφημερίδα «The Guardian» το 1995.

Για αρκετούς, το βιβλίο του Ροθ «The Plot Against America» (2004• στα ελληνικά «Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής», μτφ. Ηλία Μαγκλίνη, εκδ. Πόλις, 2007), που διαπερνά συνεχώς τα όρια της πραγματικότητας και της μυθοπλασίας, είναι εξαιρετικά επίκαιρο, καθώς είδαν σε αυτό πολλές αντιστοιχίες με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική προεδρία. Ο ίδιος ο συγγραφέας πάντως έσπευσε να απορρίψει δημόσια αυτήν τη συσχέτιση.

Πολυγραφότατος, με περισσότερα από 30 βιβλία να φέρουν την υπογραφή του, ο Ροθ έλαβε πάντως κατά τη διάρκεια της ζωής του ένα Βραβείο Πούλιτζερ, για το βιβλίο του «American Pastoral» (1998, στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τίτλο «Αμερικανικό ειδύλλιο» από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Τρισεύγενης Παπαϊωάννου, το 2010).

«Βασικά χαίρομαι που είμαι ακόμη ζωντανός. Είναι σαν να παίζεις ένα παιχνίδι, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, μήνα με τον μήνα, ένα παιχνίδι με υψηλό ρίσκο, κόντρα στις πιθανότητες και απλώς συνεχίζω να κερδίζω, γνωρίζοντας φυσικά ότι μπορεί να χάσω ανά πάσα στιγμή. Θα δούμε για πόσο καιρό θα διαρκέσει αυτή μου η τύχη» είχε απαντήσει ο Φίλιπ Ροθ όταν σε μία μεγάλη, αυτοβιογραφική συνέντευξη στους New York Times, τον ρώτησαν αν αισθάνεται ηλικιωμένος στα 85.

Και ναι, αυτός ο σπουδαίος και ανατρεπτικός συγγραφέας είχε κατανοήσει την αξία του ανθρώπινου χρόνου στη Γη και πραγματικά έπαιξε με πάθος το παιχνίδι της ζωής και παρέδωσε τεράστιο συγγραφικό έργο δικαιολογώντας έτσι και την αναπάντεχη απόφασή του, το 2012, να σταματήσει το γράψιμο, λέγοντας: «Έφθασα στο τέρμα. Δεν υπάρχει πια τίποτε για να γράψω…έφθασα πιο μακριά από όσο μπορούσα. Φτάνει».

Ο συγγραφέας του Ανθρώπινου Στίγματος, του Σύνδρομου Πόρτνοϊ και της σειράς μυθιστορημάτων με αφηγητή το alter ego του Νέιθαν Ζούκερμαν θα μείνει για πάντα ανεξίτηλος στον χρόνο. Οι ερωτικές σκηνές στα έργα του και η ασυμβίβαστη απεικόνιση των χαρακτήρων, ανάστατοι, ερεθισμένοι, πεινασμένοι για σάρκα και αντιμέτωποι με τις ψυχολογικές και ηθικές συνέπειες των επιθυμιών τους θα δεσπόζουν για πάντα και θα παρουσιάζουν την ανθρώπινη ύπαρξη σε όλες της τις εκφάνσεις.