Σαν σήμερα στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983 έφυγε από τη ζωή η σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου Έλλη Λαμπέτη.
Η κορυφαία ηθοποιός πέθανε πρόωρα, πριν 41 χρόνια, σε ηλικία μόλις 57 ετών, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.
Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1926 στα Βίλια Αττικής. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου. Πατέρας της ήταν ο Κώστας Λούκος, ιδιοκτήτης ταβέρνας, και μητέρα της η Αναστασία Σταμάτη. Είχε 6 αδέρφια, εκ των οποίων ένα δίδυμο αδελφό, που πέθανε από φυματίωση το 1941. Ο παππούς της, γνωστός ως Καπετάν-Σταμάτης, είχε πολεμήσει στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, κατά την επανάσταση του 1821. Το 1928 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα.
Οι απορρίψεις και η Μαρίκα Κοτοπούλη
Το 1941, η 15χρονη Έλλη θα βρεθεί αντιμέτωπη με δυο σκληρές αποτυχίες. Θα την απορρίψουν παμψηφεί από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού και από τη Σχολή της Κοτοπούλη, με τον νεαρό ζεν πρεμιέ της εποχής Δημήτρη Χορν, να αποφαίνεται ότι «δεν τα λέει», «σκοτώνοντας» τα όνειρα τής μετέπειτα συμπρωταγωνίστριάς και μεγάλου του έρωτα.
Ωστόσο, θα της δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία, όταν ο Σπύρος Μελάς, θείος της Έλλης, πείσει τη Μαρίκα Κοτοπούλη να τη δεχθεί στη σχολή της.
Όταν η Μαρίκα Κοτοπούλη άκουσε τη μικρή Έλλη να απαγγέλει τους πρώτους στίχους από την «Αντιγόνη» θα της πει, με τον γνώριμο τρόπο της, «μπράβο, πουλάκι μου», εξασφαλίζοντας το καλύτερο διαβατήριο για το ταξίδι στο θεατρικό σύμπαν.
Μάλιστα, της είχε τόση εμπιστοσύνη, ώστε της επέτρεψε να διαβάσει ακόμη και τις ερωτικές επιστολές που είχε λάβει από τον Ίωνα Δραγούμη, στις αρχές του 20ού αιώνα. Εκείνη τη χρονιά απέκτησε και το νέο της επώνυμο, το οποίο το επέλεξε από το βιβλίο «Αστραπόγιανος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Οι έρωτες της και η μεγάλη καριέρα της
Πολύ σύντομα, το 1942, έκανε την πρώτη επίσημη θεατρική της εμφάνιση, στο έργο «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν. Τέσσερα χρόνια αργότερα καθιερώθηκε ως ηθοποιός εξαιρετικής εσωτερικότητας, με τον «Γυάλινο Κόσμο» στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Την ίδια χρονιά έκανε και το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, στην ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι». Από το 1948 συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Κώστα Μουσούρη, τον μεγάλο αντίπαλο του Κουν.
Το 1949 θα ερωτευθεί τον Αλέκο Αλεξανδράκη, με τον οποίο εκείνη την εποχή συμπρωταγωνίστησαν στο θέατρο. Ο έρωτάς τους θα λήξει άδοξα σε λίγους μήνες, λόγω της καλλιτεχνικής αντιζηλίας τους.
Σχεδόν άμεσα, το 1950, η Λαμπέτη θα παντρευτεί τον Μάριο Πλωρίτη. Θα ζήσουν μαζί με την οικογένειά της στο σπίτι στην οδό Ασκληπιού. Ο γάμος τους, όμως, δεν άντεξε για πολύ… Χώρισαν τρία χρόνια αργότερα, όταν η Έλλη γνώρισε τον Δημήτρη Χορν. Μαζί έγραψαν μία από τις πιο αστραφτερές σελίδες στην υποκριτική τέχνη. Συγκρότησαν δικό τους θίασο, μαζί με τον Γιώργο Παππά, ανεβάζοντας έργα όπως: «Ο βροχοποιός», «Νυφικό Κρεβάτι», «Το παιχνίδι της Μοναξιάς», κ.α. Στη μεγάλη οθόνη, υπήρξαν συμπρωταγωνιστές στην «Κάλπικη Λίρα» (1956) του Γιώργου Τζαβέλα. Άλλες κινηματογραφικές επιτυχίες της Έλλης Λαμπέτη, αυτής της περιόδου, είναι το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (1954), «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956) και «Το τελευταίο ψέμα» (1957) του Μιχάλη Κακογιάννη.
Παρότι η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν υπήρξαν αγαπημένο ζευγάρι στη ζωή και στο σανίδι, η σχέση τους έφτασε στο τέλος της το 1959. Δήλωσαν ότι θα ξανασυνεργαστούν σύντομα, κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ. Έως τότε η Έλλη είχε χάσει τη μητέρα της, τρία αδέρφια κι ένα μωρό που θα αποκτούσε με τον Χορν. Η μόνη αχτίδα σ’ αυτά τα τραγικά χρόνια ήταν η γνωριμία της με τον Αμερικανό συγγραφέα Γουέικμαν, ο οποίος υπήρξε ο επόμενος σύζυγός της έως το 1976.
Η δεκαετία του ’70 ήταν εξίσου σκληρή για την Έλλη Λαμπέτη. Εξαιτίας της λαχτάρας της για την απόκτηση ενός παιδιού, ενεπλάκη σε μία δικαστική περιπέτεια, που κράτησε τέσσερα χρόνια. Οι φυσικοί γονείς τής μικρής Ελίζας, που είχε υιοθετήσει, διεκδίκησαν και πήραν την κηδεμονία του παιδιού το 1974.
Τα επόμενα χρόνια ήταν μία μάχη με την επάρατο νόσο, από την οποία είχε προσβληθεί από το 1967. Δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε να παίζει στο θέατρο, αποσπώντας εντυπωσιακές κριτικές. Η τελευταία της εμφάνιση ήταν το 1981, στο έργο «Σάρα – Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού», όπου έπαιξε θαυμαστά τον ρόλο της κωφάλαλης Σάρας. Λίγο αργότερα, η υγεία της επιδεινώθηκε. Έχασε τη φωνή της και τελικά άφησε την τελευταίας της πνοή στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983, στο αμερικάνικο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν.
Η ζωή της γράφτηκε σε βιβλίο από τον καλό της φίλο Φρέντυ Γερμανό κι έγινε μπεστ σέλερ, 13 χρόνια μετά τον θάνατό της.