Ο Νίκος Κούρκουλος, ηθοποιός και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου του 1934 και μεγάλωσε στη συνοικία του Ζωγράφου.
Ο γοητευτικός Έλληνας και ζεν πρεμιέ του σινεμά ξεκίνησε ως ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού και στη συνέχεια σπούδασε υποκριτική στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Από τη Σχολή αποφοίτησε το 1958 και εμφανίστηκε την επόμενη χρονιά με τον θίασο της Έλλης Λαμπέτη και του Δημήτρη Χορν στην παράσταση «H κυρία με τις καμέλιες». Την ίδια χρονιά έπαιξε και στη «Μήδεια» με το θίασο της M. Ανουσάκη. Αγάπησε με πάθος το θέατρο, υπηρέτησε σχεδόν όλα τα είδη και ξεχώρισε: «Μικρή μας πόλη» (1960), «Ιούλιος Καίσαρ» (1964), «Να ντύσουμε τους γυμνούς» (1964), «Λούλου» (1965), «O Πύργος» (1971) είναι μόνο μερικές από τις παραστάσεις που πρωταγωνίστησε ο Νίκος Κούρκουλος, ενώ το 1967 εμφανίστηκε στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη στο «Ποτέ την Κυριακή» (Ιλια Ντάρλινγκ), σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν, παράσταση η οποία απέσπασε υποψηφιότητα για το Tony Αward.
Το 1974 ο Νίκος Κούρκουλος ίδρυσε το θέατρο «Κάππα» όπου στέγασε το θίασό του, αναλαμβάνοντας τον, ρόλο του σκηνοθέτη αλλά και συνεργαζόμενος με κορυφαίους θεατράνθρωπους όπως τον Μίνωα Βολανάκη και τον Ζυλ Ντασσέν. Μεταξύ των έργων που ανέβασε τότε ήταν η «Οπερα της πεντάρας» (1975), «O γλάρος» (1976), «Επιστροφή» (1977), «Ψηλά από τη γέφυρα» (1986), «Στη φωλιά του κούκου» (1987) κ. ά. H τελευταία του εμφάνιση ήταν με τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή, στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου.
Όμως, εκτός από σπουδαίος πρωταγωνιστής του θεάτρου, ο Νίκος Κούρκουλος υπήρξε κι ένας από τους μεγαλύτερους ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου.
Πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 30 ταινίες, μεταξύ των οποίων «Ο κατήφορος», «Κοινωνία ώρα μηδέν», «Η κυρία δήμαρχος», «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», «Αδίστακτοι», «Ορατότης μηδέν», «Ο Αστραπόγιαννος» ,«Γυμνοί στο δρόμο» κ.ά.
Τιμήθηκε δύο φορές με το Α’ Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: το 1965 για τους «Αδίστακτους» και το 1970 για τον «Αστραπόγιαννο». Για πολλά χρόνια υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης των θιασαρχών του Ελληνικού Θεάτρου, (ΠΕΕΘ), ενώ από το 1994 μέχρι το θάνατό του διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.
Από τη θέση αυτή οραματίστηκε και δημιούργησε το Παιδικό Στέκι, την Πειραματική Σκηνή, τον Άδειο Χώρο, το Εργαστήρι Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας, τη Διεθνή Σκηνή και τη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου, ενώ αναβάθμισε δραστικά τη Δραματική Σχολή του Εθνικού.
Έφυγε από τη ζωή στις 30 Ιανουαρίου του 2007, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.