Σαν σήμερα στις 20 Δεκεμβρίου 2009, έφυγε από τη ζωή ο ζωγράφος και σκηνογράφος Γιάννης Μόραλης, ο οποίος υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες με πλήθος διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενταγμένος στη λεγόμενη «γενιά του ’30».

«Ένα έργο μου πρέπει πρώτα να ικανοποιεί τα δικά μου μάτια. Πολλές φορές βασανίζομαι με έναν πίνακα. Ψάχνω αυτό που μου λείπει και δεν το βρίσκω. Και ξαφνικά, ακόμη και ύστερα από καιρό συνειδητοποιώ ότι έλειπε μία και μόνη γραμμή, τη βάζω και τότε ησυχάζω» είχε αναφέρει ο σπουδαίος καλλιτέχνης.

 

Ο τελευταίος ευπατρίδης της ελληνικής ζωγραφικής, όπως τον είχε αποκαλέσει ο Μάνος Χατζιδάκις, πέτυχε τη σύζευξη του κλασικού με το μοντέρνο, επηρέασε καθοριστικά το τοπίο της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα, τόσο με το έργο του όσο και με τη διδασκαλία του.

«Ένα έργο μου πρέπει πρώτα να ικανοποιεί τα δικά μου μάτια. Πολλές φορές βασανίζομαι με έναν πίνακα. Ψάχνω αυτό που μου λείπει και δεν το βρίσκω. Και ξαφνικά, ακόμη και ύστερα από καιρό συνειδητοποιώ ότι έλειπε μία και μόνη γραμμή, τη βάζω και τότε ησυχάζω» είχε αναφέρει ο σπουδαίος καλλιτέχνης.

 

Τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα του Γιάννη Μόραλη

Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στην Άρτα στις 23 Απριλίου 1916. Το 1922 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Πρέβεζα και από το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα.

Σε ηλικία 15 ετών έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική με δασκάλους τους Ουμβέρτο Αργυρό, Δημήτριο Γερανιώτη, Κωνσταντίνο Παρθένη και Γιάννη Κεφαλληνό. Με υποτροφία, το 1936, συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη και στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου διδάχτηκε νωπογραφία (τοιχογραφία) και ψηφιδωτό.

Στα εικαστικά πράγματα της Ελλάδας, πρωτοεμφανίστηκε το 1933 στο «Στούντιο» της Νίνας Ρωκ. Το 1936 πήρε μέρος στην Έκθεση Ελληνικής Χαρακτικής στο Κόζιτσε της Τσεχοσλοβακίας και το 1940 στην Πανελλήνια Έκθεση Ζωγραφικής, όπου τιμήθηκε με το βραβείο ζωγραφικής. Το 1947 εξελέγη καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, από την οποία αποχώρησε το 1983, ως ομότιμος καθηγητής.

Το 1949 με αρκετούς Έλληνες ζωγράφους μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ίδρυσαν την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός» και διοργάνωσαν την πρώτη κοινή έκθεση στο Ζάππειο τον επόμενο χρόνο.

Έκτοτε συμμετείχε σε πλήθος εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη παρουσίασε μεγάλη αναδρομική έκθεση, ενώ η Εμπορική Τράπεζα κυκλοφόρησε σε μνημειώδη έκδοση το σύνολο των έργων του. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη στο Museo Civico του Τορίνο, στην Εθνική Βιβλιοθήκη τής Νέας Υόρκης, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, στη Δημοτική Πινακοθήκη Αμμοχώστου και σε ιδιωτικές συλλογές, ελληνικές και ξένες.

Το 1959, ο Μόραλης ανέλαβε να διακοσμήσει τους εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας και τον επόμενο χρόνο φιλοτέχνησε συνθέσεις για το «Ξενία» της Φλώρινας και το Μον Παρνές της Πάρνηθας.

Από το 1940 άρχισε να φιλοτεχνεί τουριστικές αφίσες, εξώφυλλα δίσκων μουσικής και εικονογραφήσεις βιβλίων (Μυριβήλη, Ελύτη, Καραπάνου κ.ά.), σκηνογραφίες και κοστούμια για θεατρικές παραστάσεις και χοροδράματα. Συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το Εθνικό Θέατρο και με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου.

Το 1965 η ελληνική πολιτεία του απένειμε το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα και το 1999, το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής.

Ο Γιάννης Μόραλης πέθανε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2009, σε ηλικία 93 ετών.

Κρίσεις για το έργο και την προσωπικότητά του

«Ο Μόραλης και ως δημιουργός και ως δάσκαλος σημάδεψε βαθύτατα τη μεταπολεμική μας ζωγραφική δημιουργώντας αισθητική. Το έργο του τηρεί ίσες αποστάσεις τόσο από την αδιέξοδη εμμονή στη γραφική λεπτομέρεια και το ηθογραφικό στοιχείο της γενιάς του 1930 όσο και από την εκζήτηση του μοντερνισμού. Ανέλιξε αργά ένα προσωπικό ιδίωμα που βασιζόταν στο άψογο σχέδιο, στην άρτια οργανωμένη σύνθεση και τη βαθιά μελέτη των χρωματικών συσχετισμών. Στα νεανικά του έργα παρουσιάζεται συνειδητός κλασικιστής, δίνοντας έμφαση στην άρτια τεχνική επεξεργασία των έργων. Αργότερα απλοποιεί τις μορφές του επιμένοντας σ’ ένα στοιχείο περισσότερο ονειρικό και συγκινησιακό. Στη δεκαετία του 1960 η εικονογραφία του παρουσιάζεται σχηματοποιημένη και επιδιώκει την εξισορρόπηση τού παραστατικού με το ανεικονικό στοιχείο.

»Η τελευταία περίοδος της εργασίας του περιλάμβανε πίνακες με έντονα γεωμετρικό λεξιλόγιο, με τους οποίους ανιχνεύεται η μουσικότητα τού χρώματος και η ποιητική τού χώρου […] Στη σκηνογραφική του δουλειά, πάλι, επέμεινε στην ανάδειξη εκείνων των πλαστικών χαρακτηριστικών που είναι απαραίτητα για την αρτιότερη αξιοποίηση του θεατρικού λόγου. Στα σκηνικά του είναι οπαδός τής αισθητικής τής «ελληνικότητας», χωρίς όμως ποτέ να καταλήγει στο φολκλόρ» (Μάνος Στεφανίδης, τεχνοκριτικός).

«Το έργο του χαρακτηρίζεται από μια σοβαρότητα· είναι υπερχρονικό και οι συνθέσεις του έχουν μια στοχαστικότητα και μιαν υπόγεια μελαγχολία. Οι μορφές του χαίρονται τη ζωή αλλά βλέπουν και μακριά» (Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, τεχνοκριτικός).

«Κάθε καλλιτέχνης δεν κρίνεται με έργα αλλά με τη συνολική του παρουσία. Και η παρουσία του Μόραλη έχει μια μοναδική συνέπεια. Κάθε έργο του συμπληρώνει την πορεία του. Για μένα όλα του τα έργα είναι ισάξια. Ο Μόραλης έχει μια συνέπεια προς το μορφικό του πεπρωμένο. Για μένα είναι ένας ζωγράφος που έχει παραμείνει αταλάντευτα προσηλωμένος στο προσωπικό του όραμα για την τέχνη. Και πρέπει να πω ότι κάθε φορά που ξένοι βλέπουν έργα του μένουν άναυδοι» (Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, τεχνοκριτικός).

«Ο Μόραλης διαισθανόταν τη ματαιότητα της προσπάθειας να βγει προς τα έξω γιατί είναι σοφός. Και ένας αληθινά σοφός καλλιτέχνης θέλει να ξέρει σε ποιον απευθύνεται. Η πραγματικά μεγάλη τέχνη ριζώνει κάπου. Για να γίνεις διεθνής πρέπει πρώτα να είσαι εθνικός. Γι’ αυτό και τον ικανοποιούσε η αποδοχή που είχε μέσα στο ελληνικό πλαίσιο» (Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, τεχνοκριτικός).

«Είναι ο μόνος καλλιτέχνης, στον οποίον η γκαλερί προτείνει τιμές και εκείνος προσπαθεί να τις… προσγειώσει» (Πέγκυ Ζουμπουλάκη, ιδιοκτήτρια γκαλερί).