Στις 4 Ιουλίου 1822 το εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων και φιλελλήνων υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο υπέστη δεινή ήττα στο Πέτα της Άρτας από τους Τουρκαλβανούς του Κιουταχή. Ήταν μία από τις καταστροφικότερες ήττες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, η οποία προέκυψε από το έλλειμμα ηγεσίας, τα λάθη τακτικής, αλλά και από το υπέρτερο και το αξιόμαχο των δυνάμεων του εχθρού.
Η εκστρατεία Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο
Μετά την εξολόθρευση του αποστάτη Αλή Πασά, τον Ιανουάριο του 1822, ο Χουρσίτ Πασάς στράφηκε κατά των Σουλιωτών, που στο μεταξύ είχαν επιστρέψει στις πατρογονικές τους εστίες. Έχοντας στη διάθεσή του 14.000 Τουρκαλβανούς, ο απεσταλμένος του Σουλτάνου άρχισε να τους πολιορκεί στην Κιάφα, όπου οι αμυνόμενοι δεν ξεπερνούσαν τους 1.000 άνδρες.
Συμφέρον για τον Αγώνα ήταν η διατήρηση της επαναστατικής εστίας στην Ήπειρο, καθότι στην ξηρά η κατάσταση δεν ήταν ευχάριστη. Η επανάσταση είχε καταπνιγεί στη Μακεδονία, τον Όλυμπο και την Εύβοια, το δε ενδιαφέρον των Τούρκων στρεφόταν πλέον στη Δυτική Ελλάδα, αλλά και στην Πελοπόννησο με την επικείμενη εκστρατεία του Δράμαλη.
Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε τότε την αποστολή βοήθειας, την οποία ανέλαβε να φέρει εις πέρας αυτοπροσώπως ο πρόεδρος του Εκτελεστικού (πρωθυπουργός) Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καίτοι ήταν άκαπνος και δεν διέθετε την παραμικρή πολεμική πείρα. Κύριος σύμβουλός του ήταν ο γερμανός φιλέλληνας στρατιωτικός Κάρολος Νόρμαν (Καρλ φον Νόρμαν-Έρενφελς).
Το εκστρατευτικό σώμα που συγκροτήθηκε αρχικά στην Κόρινθο αποτελείτο από 1.000 Πελοποννήσιους, 500 Μανιάτες υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, 300 Επτανήσιους υπό τον Σπύρο Πανά, 300 άνδρες του τακτικού στρατού υπό τον συνταγματάρχη Πιέτρο Ταρέλα (Πέτρος Ταρέλας για τους Έλληνες) και μία διλοχία φιλελλήνων υπό τον ιταλό συνταγματάρχη Αντρέα Ντάνια (Ανδρέας Δάνιας για τους Έλληνες).
Το εκστρατευτικό σώμα διεκπεραιώθηκε από την Πελοπόννησο στο Μεσολόγγι κι εκεί ο Μαυροκορδάτος αποφάσισε λανθασμένα να διασπάσει τις ισχνές δυνάμεις του. Καταρχάς έστειλε τους Μανιάτες υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη στο Φανάρι (στο βόρειο τμήμα του Αμβρακικού) με σκοπό να βοηθήσουν τους πολιορκούμενους Σουλιώτες και για τον ίδιο λόγο τον Μάρκο Μπότσαρη μέσω των Πέντε Πηγαδίων.
Στις 4 Ιουνίου, ο Μαυροκορδάτος με το υπόλοιπο στράτευμα προέλασε βραδέως μέσω της κοιλάδας του Αχελώου για να δώσει καιρό τους στερεοελλαδίτες οπλαρχηγούς (Μπακόλας, Βαρνακιώτης, Ίσκος, Βλαχόπουλος κ.ά.) να οργανωθούν και να τον ακολουθήσουν. Στις 10 Ιουνίου, ο Νόρμαν σημείωσε μία απρόσμενη επιτυχία κατά του τουρκικού ιππικού στο Κομπότι της Άρτας, δημιουργώντας ελπίδες για την αίσια έκβαση της επιχείρησης. Στις 29 Ιουνίου, όμως, οι Τούρκοι νίκησαν τα ελληνικά σώματα στην Πλάκα και ο Μάρκος Μπότσαρης μόλις διασώθηκε.
Η Μάχη του Πέτα
Η κύρια δύναμη του εκστρατευτικού σώματος Μαυροκορδάτου, αποτελούμενη από 2.000 άνδρες και δύο κανόνια, κατευθύνθηκε προς το χωριό Πέτα, βορειοανατολικά της Άρτας. Η τοποθεσία ήταν κατάλληλη για την αντιμετώπιση του εχθρού, καθώς περιβαλλόταν από αλλεπάλληλες σειρές υψωμάτων. Η ελληνική παράταξη είχε την ακόλουθη διάταξη: Στην πρώτη γραμμή άμυνας, τον δεξιό τομέα κατείχαν οι Επτανήσιοι του Πανά, το κέντρο οι άνδρες του τακτικού στρατού υπό τον Ταρέλα και τον αριστερό η διλοχία των φιλελλήνων υπό τον Αντρέα Ντάνια. Στη δεύτερη σειρά άμυνας, τη δεξιά πλευρά κατείχε ο ανδρείος οπλαρχηγός Γώγος Μπακόλας, το κέντρο ο Γεώργιος Βαρνακιώτης και την αριστερά ο Μάρκος Μπότσαρης. Οι οπλαρχηγοί Ανδρέας Ίσκος και Αγγελής Γάτσος ήταν επικεφαλής των εφεδρικών δυνάμεων.
Ο Μαυροκορδάτος στρατοπέδευσε στη Λαγκάδα του Μακρυνόρους, έχοντας ως φρουρά τους άνδρες των οπλαρχηγών Θεοδωράκη Γρίβα και Γιαννάκη Ράγκου. Στο μεταξύ το ελληνικό στράτευμα αντί να αυξάνει, μειωνόταν. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με τον Παναγιώτη Γιατράκο αποχώρησαν με τους Πελοποννήσιους, διαμαρτυρόμενοι για την απροθυμία των ντόπιων να ενταχθούν στο ελληνικό στρατόπεδο, όπως και αρκετοί από τους Μανιάτες του Μαυρομιχάλη, επειδή δεν τους καταβάλλονταν οι μισθοί.
Ιδιαίτερη αμυντική οργάνωση της τοποθεσίας δεν είχε γίνει. Οι φιλέλληνες στηριγμένοι στη στρατιωτική τους εμπειρία, δεν δέχτηκαν τις υποδείξεις των ελλήνων οπλαρχηγών για την κατασκευή ταμπουριών και γενικά τους αντιμετώπιζαν περιφρονητικά. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο Ντάνια φέρεται να είπε στον Μπακόλα «Ημείς έχομεν τα στήθη μας για προμαχώνα» και ο Ταρέλα στον Αλεξάκη Βλαχόπουλο «Ηξεύρομεν και ημείς να πολεμώμεν».
Την αυγή της 4ης Ιουλίου 1822, ο Ρεσίτ Πασάς, γνωστότερος ως Κιουταχής, μαζί με τον πασά της Άρτας Ισμαήλ Πλιάσα με 6.000 έως 8.000 άνδρες επιτέθηκε κατά των Ελλήνων στο Πέτα. Οι πρώτες κατά μέτωπο επιθέσεις των Τουρκαλβανών αποκρούστηκαν από τους Έλληνες και τους φιλέλληνες της πρώτης γραμμής άμυνας μολονότι ήσαν λιγότεροι και πολεμούσαν χωρίς να είναι ταμπουρωμένοι. Οι επιτιθέμενοι όμως, καθώς διέθεταν υπέρτερες δυνάμεις, ενήργησαν κυκλωτική κίνηση σε όλες τις πλευρές της ελληνικής παράταξης. Ιδιαίτερα άστοχη θεωρήθηκε η κίνηση του Μπακόλα ν’ αφήσει να διέλθει μέσα από τις ελληνικές γραμμές η τουρκική εμπροσθοφυλακή, προκειμένου να την κυκλώσει και να την αφανίσει. Οι αμυνόμενοι αιφνιδιάστηκαν και προκλήθηκε σύγχυση και ταραχή, όταν κάποιοι άρχισαν να κραυγάζουν «Προδοσία! Προδοσία!». Οι Τούρκοι αναθάρρησαν, επιτέθηκαν με μεγαλύτερη ορμή και με την καθοριστική συμβολή του ιππικού κατόρθωσαν να συντρίψουν τους Έλληνες.
Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί η γενναιότητα των φιλελλήνων και του τακτικού στρατού. Αυτοί σχημάτισαν το περίφημο «τετράγωνο» της Ναπολεοντείου τακτικής («Bataillon Carré») και έπεσαν μέχρις ενός (Ντάνια, Ταρέλα, Μιρζέφσκι, Μινιάκ κ.ά.). Σοβαρά τραυματίστηκε ο Κάρολος Νόρμαν, ο οποίος ανήγγειλε τη μεγάλη συμφορά στον Μαυροκορδάτο με την περίφημο φράση «Πρίγκιψ!, τα πάντα απωλέσαμεν πλην της τιμής!». Συνολικά στη μάχη του Πέτα σκοτώθηκαν τα ⅔ των φιλελλήνων, οι μισοί Επτανήσιοι με τον αρχηγό τους Σπύρο Πανά ήμισυ και το ⅓ των τακτικών δυνάμεων. Μεγάλος αριθμός αιχμαλώτων υπέστη απάνθρωπα βασανιστήρια στην Άρτα και όσοι επέζησαν εκτελέστηκαν. Οι νεκροί αριθμητικά ξεπέρασαν τους 400 για την ελληνική πλευρά και για τον εχθρό τους 600. Μπορεί να ήταν περισσότεροι οι νεκροί του εχθρού, αλλά ο Κιουταχής είχε πετύχει τον σκοπό του, να εκμηδενίσει τον στρατό του Μαυροκορδάτου.
Την ίδια ημέρα με τη μάχη του Πέτα, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με τους λιγοστούς άνδρες του δέχθηκε επίθεση από 3.000 Τουρκαλβανούς στη Σπλάντζα Φαναρίου (σημερινή Αμμουδιά Πρεβέζης) κι έπεσε ηρωικά μαχόμενος.
Τα επακόλουθα της ήττας
Μετά την καταστροφή στο Πέτα χάθηκε κάθε ελπίδα για τους Σουλιώτες. Οι υπερασπιστές της Κιάφας αντέστησαν μέχρι τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, οπότε αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Ο Ομέρ Βρυώνης τους επέτρεψε να αναχωρήσουν με τις οικογένειές τους και να εγκατασταθούν στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα.
Μετά την πτώση του Σουλίου, μοναδικός προμαχώνας της Επανάστασης έμεινε το Μεσολόγγι, στο οποίο κατέφυγε ο Μαυροκορδάτος μετά του Μάρκου Μπότσαρη και των άλλων λειψάνων του Πέτα. Ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης θα ενώσουν τις δυνάμεις τους και θα πολιορκήσουν το Μεσολόγγι για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου.
Ο Γώγος Μπακόλας κατηγορήθηκε από κάποιους κύκλους ως προδότης για τα τακτικά του λάθη κατά τη διάρκεια της μάχης του Πέτα, επειδή ήταν γνωστές οι σχέσεις του με τους Τούρκους, αλλά τόσο ο Μαυροκορδάτος όσο και ο Μακρυγιάννης αργότερα φρόντισαν να τον απαλλάξουν από κάθε υποψία. Κύριος υπεύθυνος για την ήττα στο Πέτα θεωρείται ο Αλέξανδρος Μευροκοδάτος.
Πηγή: sansimera.gr