Σαν σήμερα, στις 17 Μαρτίου 1988, αυτοκτόνησε ο Νικόλας Άσιμος, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της ελληνικής rock σκηνής, με πλήθος συνθέσεων που συνεχίζουν να συγκινούν σε κάθε ακρόαση.

Το 1987 οδηγήθηκε βιαίως σε ψυχοθεραπευτική κλινική και λίγο αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού, με την κατηγορία της σεξουαλικής κακοποίησης. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, ωστόσο δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα γι’ αυτή την κατηγορία, η οποία δεν αποδείχτηκε ποτέ. Η εκκρεμούσα δίκη, μαζί με τα άλλα προβλήματα, που ήταν πολλά, συσσωρεύτηκαν μέσα του… Έπειτα από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας, στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του.

Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το «Άσιμος» με γιώτα. Ουχί Ασίμος ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμοφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το «Άσιμος» με γιώτα. Γιατί όταν λέμε «ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής. . .», η λέξη «άσημος» παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη «τραγουδιστής» και γράφεται με ήτα. Ενώ το «Άσιμος» είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί ο επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου».

«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα ‘μαι πια εγώ. Θα ‘ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τη χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γελοίο. Κι ας μου φαινόταν γελοίο».

«Όταν πλακώσει ο θάνατος αρχίζει η καταγραφή της ζωής. Κι έτσι κυκλοφορούν τα βιβλία. Το καλό με μένα αλλά και το ζόρι είναι που ξέρω συνειδητά το θάνατό μου και μαζί με την καταγραφή της πεθαμένης ζωής μπορώ να καταγράφω και το θάνατο. Ενώ οι πιο πολλοί, που καταγράφουν τη ζωή στο θάνατό της, δεν το ξέρουν και τον νομίζουν αυτό ζωή».

Αυτό γράφει το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» του Νικόλα Άσιμου, του αντισυμβατικού, υπερβατικού καλλιτέχνη από τη Θεσσαλονίκη που έκανε τα Εξάρχεια δεύτερο σπίτι του.

Το τελευταίο του τηλεφώνημα

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Άσιμος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη ψυχολογική κατάσταση. Έπαθε νευρική κρίση και χρειαζόταν νοσηλεία. Χάρη στην κινητοποίηση και τη φροντίδα φίλων και συνεργατών του, ο εγκλεισμός του σε ίδρυμα αποφεύχθηκε.

Ο ψυχισμός του όμως, είχε τραυματιστεί ανεπανόρθωτα. Λίγα χρόνια μετά, η είδηση ότι ο Άσιμος κατηγορήθηκε από νεαρή φοιτήτρια για βιασμό, συγκλόνισε τον καλλιτεχνικό κόσμο και την κοινή γνώμη. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ της καταγγελίας η οποία δεν αποδείχθηκε ποτέ, καθώς η δίκη δεν πρόλαβε να γίνει.

Το περιστατικό στιγμάτισε τον Νικόλα και αποτέλεσε την αρχή του τέλους. Η κατηγορία του βιαστή ήταν ασήκωτο βάρος για τον Άσιμο. Όταν αφέθηκε ελεύθερος και γύρισε στο σπίτι του στα Εξάρχεια, άρχισε να παλεύει με τους δαίμονές του. Δεν είχε πια πολλούς φίλους και συνεργάτες, αφού οι περισσότεροι τον είχαν εγκαταλείψει.

Ένας από τους ανθρώπους που εμπιστευόταν μέχρι το τέλος, ήταν ο σκηνοθέτης και παραγωγός Νίκος Ζερβός. Όταν ο Άσιμος πήρε την απόφαση να βάλει τέλος στη ζωή του, τηλεφώνησε στον φίλο του και τον προειδοποίησε για την πράξη του, με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.

Ο Ζερβός δεν τον πίστεψε, παρά μόνο την επόμενη μέρα, όταν ήρθαν στα αυτιά του τα δυσάρεστα νέα. Ο Άσιμος είχε κρεμαστεί. Ήταν 17 Μαρτίου του 1988.

Μετά θάνατον, κυκλοφόρησαν ακόμη δύο δίσκοι του: «Το φανάρι του Διογένη», με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου, και το «Γιουσουρούμ – Στο φαλιμέντο του κόσμου», με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Ο Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Αυγούστου του 1949. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος. Οι γονείς του ήταν από την Κοζάνη και εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το σχολείο. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965, καθώς και στο ποδόσφαιρο. Μάλιστα, υπήρξε επίσημη πρόταση από την ομάδα της Κοζάνης, ωστόσο η συμφωνία δεν έκλεισε ποτέ.

Στα 18 έφυγε για τη Θεσσαλονίκη προκειμένου να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής. Αρχικός στόχος του ήταν να περάσει στο τμήμα δημοσιογραφίας, την οποία άσκησε ερασιτεχνικά παράλληλα με τις σπουδές του. Σε κάποιο άρθρο του σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «Άσιμος» και έκτοτε το καθιέρωσε. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έφτιαξε ένα φοιτητικό θεατρικό εργαστήρι, παίζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο, Μολιέρο.

Το Μουσικό Καφενείο «Σούσουρο»

Το 1975 σημειώθηκε η πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α΄ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β΄ πλευρά) σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Τον έβγαλε η εταιρεία Λύρα του Αλέκου Πατσιφά και έπεσε θύμα λογοκρισίας, δηλαδή επιτράπηκε η πώλησή του στα δισκοπωλεία, αλλά απαγορευόταν η μετάδοσή του από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση.

Την ίδια χρονιά ο Άσιμος συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο» (υπόγειο στην οδό Αδριανού 134 στην Πλάκα), ενός, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης.

Το 1976 απέκτησε μία κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη. Τον Οκτώβριο του 1977, λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 20ης Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (τέσσερις αναρχικούς και έναν αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων, με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) στα διαβόητα λευκά κελιά των φυλακών Στάμχαϊμ στη Δυτική Γερμανία. Μετά από λίγες εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος.

Το σκληρό τέλος του σημαντικού καλλιτέχνη

Τον Απρίλιο του 1987, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε στον δίσκο του Χαιρετίσματα πέντε τραγούδια του Άσιμου : «Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας», «Αγαπάω κι αδιαφορώ», «Θα ‘ρθω να σε βρω», «Θα νικήσουμε (Venceremos)», «Καταρρέω».

Το 1987 ο Άσιμος κατηγορήθηκε για βιασμό μίας γυναίκας και κρατήθηκε στη φυλακή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Η επικείμενη δίκη είχε συνέπειες στην ψυχοσωματική του κατάσταση. Τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988 έδωσε τέλος στη ζωή του, πριν δικαστεί.

Κρεμάστηκε από σωλήνα ύδρευσης στον «Χώρο Προετοιμασίας», όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια. Κηδεύτηκε την επομένη στη Νέα Σμύρνη, με παρόντες την οικογένειά του, φίλους του και πλήθος κόσμου.

Μετά τον θάνατό του

Το 1995 ο Στέλιος Καζαντζίδης περιέλαβε ένα τραγούδι με τίτλο «Ο φίλος μας» στο δίσκο Τα βιώματά μου, σε στίχους Λευτέρη Χαψιάδη και μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη. Το τραγούδι αυτό, όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου «είναι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο. Τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας».

Νικόλας Άσιμος – Μπαγάσας

Νικόλας Άσιμος – Γιουσουρούμ

Το παπάκι – Αλεξίου – Άσιμος