Τι κοινό μπορούν να έχουν ο παλαιός αστέρας του ιταλικού ποδοσφαίρου Ρομπέρτο Μπάτζιο και ο νικητής του εφετινού Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο αμφιλεγόμενος Αυστριακός συγγραφέας Πέτερ Χάντκε; Για να λύσουμε τον γρίφο: το πέναλτι.
Ο Μπάτζιο είναι το θέμα μίας αυτοβιογραφικής ταινίας στο Netflix με τίτλο «Η θεϊκή αλογοουρά» (Il divin codino), που αναβιώνει τα συναισθήματα που συνήθιζε να ξυπνά στους φιλάθλους ο μοναδικός τούτος ποδοσφαιριστής, εντός κι εκτός των γηπέδων.
Κεντρική στιγμή στην ταινία, η αποφράδα εξέλιξη που σημάδεψε την τύχη της εθνικής Ιταλίας και την ίδια τη σταδιοδρομία του Μπάτζιο. Το χαμένο, κρίσιμο, πέναλτι στον τελικό με την Βραζιλία στο στάδιο Rose Bowl της Πασαντίνα στο Μουντιάλ των ΗΠΑ.
Ήταν τότε που ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της διοργάνωσης, μαζί με τον Βραζιλιάνο Ρομάριο, ο ήρωας ενός έθνους, έστησε την μπάλα στη λευκή βούλα και παρ’ όλο που ξεγέλασε τον τερματοφύλακα απέτυχε να στείλει την μπάλα στα δίκτυα. Η σκηνή όπου όλος ο κόσμος –στο γήπεδο και στις τηλεοράσεις – κοιτάζει χωρίς να πιστεύει στα μάτια του και μ’ ανοικτό το στόμα την κατάληξη, τον αντίπαλο τερματοφύλακα Κλάουντιο Ταφαρέλ να πέφτει στα γόνατα και να ευχαριστεί τον Θεό κι όλους τους αγίους για το χαμένο πέναλτι του «ιταλού Αχιλλέα». Μια σκηνή που έμεινε χαραγμένη στην παγκόσμια μνήμη. Όπως κι η εικόνα του Μπάτζιο να κλαίει απαρηγόρητος στην αγκαλιά του παλαίμαχου κανονιέρη των «Ατζούρι» Τζίτζι Ρίβα.
Ο ίδιος ο Μπάτζιο διηγείται πως συχνά προτού αποκοιμηθεί ξαναφέρνει στον νου του την αποφράδα εκείνη στιγμή, το μνημειώδες χαμένο πέναλτι. Είναι γι’ αυτόν μία εμμονή, ένα γινάτι, ένα βασανιστήριο. Ποτέ του, τονίζει, δεν είχε κτυπήσει ένα πέναλτι ψηλά: του συνέβη εκείνην την ημέρα, τη συγκεκριμένη στιγμή. Σε αυτόν, έναν από τους πιο μεγάλους ποδοσφαιριστές που αναδείχθηκαν σε διεθνές επίπεδο, σε ένα 10άρι με ασύγκριτη τεχνική, εμπνεύσεις, μπρίο και φαντασία. Σε μία προσωπικότητα με τεράστιο ηθικό ανάστημα και καλλιέργεια διανοητική. Παρηγοριά του μοναδική: το επεισόδιο στην Πασαντίνα, δεν πρόκειται ποτέ να ακυρώσει τους αναρίθμητους άθλους του μέσα στο γήπεδο, τις αναμφισβήτητες επιτυχίες του σε συλλογικό κι εθνικό επίπεδο, τη φήμη του σαν έναν από τους μεγαλύτερους αστέρες της στρογγυλής θεάς.
Ο Μπάτζιο κι η περιπέτειά του ανέδειξε με τον πιο συγκινητικό κι εύγλωττο τρόπο την αγωνία του πέναλτι, τον τρόμο του πριν και την κατάρρευση του μετά, την πιθανή χαρά που μετατρέπεται σε βασανιστικό εφιάλτη. Έναν εφιάλτη που δε μέλλει να σταματήσει ποτέ να επανέρχεται (κι ουδέποτε να ξεπληρωθεί).
Από την πλευρά του ο Χάντκε περιγράφει –έστω και μεταφορικά – την «Αγωνία του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι» (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg). Μία νουβέλα, που από το 1970 που κυκλοφόρησε έγινε κλασική – ενοφθαλμίζοντας στην καθημερινή γλώσσα την γνωστή σε όλους έκφραση και σημασία του τίτλου του – κι έγινε η αφορμή για να γίνει παγκοσμίως γνωστός ο σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς.
Το βιβλίο αποτέλεσε το θέμα της πρώτης του μεγάλου μήκους ταινία. Με την επιτυχία και της κινηματογραφικής μεταφοράς του άρχισε η μακροχρόνια συνεργασία του Χάντκε με τον Βέντερς που οδήγησε σε ταινίες όπως «Λάθος κίνηση», «Οι όμορφες μέρες στο Αρανχουέθ» και «Τα φτερά του έρωτα».
Σε τούτο το ψυχολογικό μυθιστόρημα με την αστυνομική και μακάβρια πλοκή, ο πρωταγωνιστής του Γιόζεφ Μπλοχ, ηλεκτρολόγος τώρα, αλλά πρώην τερματοφύλακας «με κάποια φήμη» έχει σκοτώσει—χωρίς να συντρέχει κανένας προφανής λόγος– μία γυναίκα που μόλις έχει συναντήσει. Στη συνέχεια αρχίζει να περιπλανάται, αλλόφρων και χωρίς προσανατολισμό, στους δρόμους της Βιέννης, νοιώθοντας αποστροφή για όλες τις εικόνες και τους ανθρώπους που συναντά. Μέχρι που τα βήματά του να τον φέρουν σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, τη στιγμή ακριβώς που θα έπρεπε να εκτελεσθεί ένα πέναλτι.
«Ο τερματοφύλακας αναρωτιέται σε ποια γωνία θα το κτυπήσει ο αντίπαλος», αφηγείται με τα δικά του λόγια ο Μπλοχ. «Εάν γνωρίζει τον παίκτη που θα το εκτελέσει, γνωρίζει καλά ποια γωνία επιλέγει συνήθως. Μπορεί όμως κι εκείνος που έχει επιλεγεί να εκτελέσει το πέναλτι να υπολογίζει πως ο τερματοφύλακας σκέφτεται αυτό ακριβώς το πράγμα. Συνεπώς, ο τερματοφύλακας σκέφτεται πως, σήμερα, για μία μόνη φορά, η μπάλα θα πάει από την άλλη πλευρά. Αλλά εάν ο εκτελεστής εξακολουθεί να σκέφτεται όμοια με τον τερματοφύλακα κι επιλέξει να κτυπήσει στην συνηθισμένη γωνία; Και ούτω καθεξής, και ούτω καθεξής».
Ο Μπλοχ παρατηρεί πώς οι άλλοι παίκτες αρχίζουν να αποχωρούν από τη μεγάλη περιοχή. Ο παίκτης που επιλέχθηκε να κτυπήσει το πέναλτι στήνει με προσοχή την μπάλα στη βούλα και στη συνέχεια απομακρύνεται, βγαίνοντας έξω από την περιοχή, για να πάρει φόρα.
«Όταν, προτού ο παίκτης ξεκινήσει, ο τερματοφύλακας υποδεικνύει άθελά του με το σώμα, λίγο προτού χτυπηθεί η μπάλα, την κατεύθυνση προς την οποία θα πέσει, τότε ο εκτελεστής μπορεί κάλλιστα να τη στείλει στην άλλη γωνία», διηγείται ο Μπλοχ. «Ο τερματοφύλακας θα είχε τις ίδιες πιθανότητες να κλείσει το τέρμα με το αν θα αντέτασσε ένα σπιρτόξυλο», τονίζει κυνικά.
Τότε, «σε μία στιγμή ο παίκτης που πρέπει να εκτελέσει αρχίζει να τρέχει, ο τερματοφύλακας που φορούσε μία εκτυφλωτική κίτρινη εμφάνιση παρέμεινε απολύτως ακίνητος και ο εκτελεστής του πέναλτι του στέλνει την μπάλα στα χέρια».
Ένα χαμένο πέναλτι, είτε στην πραγματικότητα, είτε στον υποθετικό κόσμο της τέχνης, αποδεικνύεται με την αδήριτη κι αμείλικτη σημασία του, σε μία αναπάντεχη μεταφορά, μία μεταφυσική αναγκαιότητα της ίδιας της ζωής.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ