Μάρτυρες της γοητείας ή της ομορφιάς της δεν υπάρχουν. Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα η φωτογραφία είναι ακόμα τέχνη προς εξιχνίασιν, μερικά σχέδια ερασιτεχνών σκιτσογράφων για τις ανάγκες του Τύπου κάθε άλλο παρά αξιόπιστα ντοκουμέντα αποτελούν και, ασφαλώς, όσοι ζουν αυτήν την εποχή και τη γνωρίζουν, ύστερα από αιώνες θα είναι μία αχνή «μουγκή» κουκίδα στην Ιστορία. Ωστόσο, θα σωθούν γραπτές καταγραφές, από τις οποίες ο ιστορικός του μέλλοντος θα πεισθεί πως αυτή η γυναίκα κάποτε πήρε τα μυαλά του ανδρικού πληθυσμού της Αθήνας.

«Ο χρονικογράφος της εποχής εκείνης δεν αναφέρει αν η Μπάσσο ήταν ωραία, αλλά αν κανένας βασιστεί στο γεγονός ότι είχε ξετρελλάνει όλους τους Αθηναίους τότε, πρέπει να παραδεχτεί ότι η Ρίττα ήτανε ωραιοτάτη…» θα δημοσίευε υπό τον τίτλο «Ρίττα Μπάσσο, η γόησσα» στις 11 Οκτωβρίου του 1928, στη στήλη θεατρικών παρασκηνίων του, το έντυπο «Μπουκέτο» του Κωνσταντίνου Θεοδωρόπουλου.

Εμφύλιος ανάμεσα σε «Ριτικούς» και «Αντιριτικούς»

«Λουτσία του Λαμερμούρου» διαφημίζει τον Νοέμβριο του 1840 ο τοπικός Τύπος το μελόδραμα του Ντονιτσέτι, με το οποίο θα εγκαινιαστεί το πρώτο χειμερινό λιθόκτιστο θέατρο της ελεύθερης Αθήνας, το θέατρο «Μπούκουρα» στην οδό Μενάνδρου. Κι αυτές τις 35 μέρες και νύχτες που θα μείνει στην πρωτεύουσα η πρωταγωνίστριά του, η πριμαντόνα Ρίτα Μπάσσο, ο πληθυσμός της πόλης θα χωριστεί σε δύο στρατόπεδα: Στους παθιασμένους θαυμαστές της, που καταθέτουν περιουσίες στα πόδια της, και στους άλλους, τους ορκισμένους πολεμίους της -«αντι-ριτικούς» τους αποκαλούν- που στο δικό της πρόσωπο μάχονται το ιταλικό θέατρο ως υπαίτιο για «διαφθορά των ηθών των χρηστών και εντίμων πολιτών».

Η αλήθεια είναι πως αυτήν την πρώτη 10ετία της βασιλείας του Όθωνα στο νεότευκτο ελληνικό κράτος, το ντόπιο θέατρο είναι στα σπάργανα. Μερικά περιφερόμενα μπουλούκια παρουσιάζουν ερασιτεχνικά θεάματα, όπου μάλιστα επικρατεί το ανδρικό φύλο, καθώς η συμμετοχή των γυναικών και σε αυτόν τον τομέα είναι απαγορευμένη. Την εποχή που στην Ελλάδα τους γυναικείους ρόλους αποδίδουν άνδρες, που καμώνονται τις γυναίκες, στην Ιταλία, το ήδη φτασμένο ιταλικό μελόδραμα αναδεικνύει πρωταγωνίστριες, που λατρεύονται ως θεές ανά την Ευρώπη. Έτσι, ο Όθωνας έχει επιλέξει να επιδοτεί τις ιταλικές δημιουργίες, οδηγώντας στου Μπούκουρα παραστάσεις που συγκεντρώνουν κοινό απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η δε Μπάσσο είναι η πρώτη γυναίκα που θα δουν οι Αθηναίοι στη σκηνή και οι ντελάληδες φροντίζουν να τονίσουν αυτήν ακριβώς την… πρωτοτυπία: «τρέξατε, τρέξατε… απόψε στο θέατρο τη γυναίκα θα παίξει αληθινή γυναίκα»!

Ανεκπαίδευτοι στην πλειονότητά τους περί την όπερα, οι άνδρες θεατές προτιμούν να απολαμβάνουν επί σκηνής τις γυναικείες παρουσίες, οι οποίες μάλιστα όταν είναι και ευειδείς προκαλούν σκάνδαλα με πρώτη και καλύτερη ασφαλώς τη σοπράνο της Λουτσίας, Μπάσσο. Κάθε βράδυ, μετά την παράσταση, μεταξύ ξέφρενων επιδοκιμασιών, στα πόδια της πρωταγωνίστριας «προσγειώνονται» από λουλούδια και κοσμήματα έως ζαρζαβατικά και κοτόπουλα! Λέγεται μάλιστα πως σε μία από αυτές τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των θεατών, κάποιος Αθηναίος κτηματίας κραυγάζει από τη γαλαρία «για σένα, κυρά μου, ας πάει και το παλιάμπελο», ομολογώντας ότι εκείνο το αμπέλι που με κόπο και με όχι και τόσο νόμιμα μέσα πήρε στην κατοχή του προτίθεται να το «σκοτώσει» στην ποδιά της… Ουδείς θα μείνει να πιστοποιήσει αν όντως το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο «κατατέθηκε» στην πριμαντόνα. Το σίγουρο είναι ότι η φράση του θα μπει και θα εμπλουτίσει τη φαρέτρα της λεκτικής λαϊκής θυμοσοφίας…

…«Μπράβο, Ρίτα»…

Ως ερωτοχτυπηθέντες από τη νεαρή πρωταγωνίστρια φέρονται, μεταξύ άλλων πολλών, ο δήμαρχος Αθηναίων Καλλιφρονάς, ο Άγγλος πρέσβης στην Αθήνα, Λάιονς, αλλά και ο επικεφαλής του αγγλικού κόμματος, οπλαρχηγός της επαναστάσεως Λόντος, ορκισμένος εργένης και φανατικός λάτρης του γυναικείου φύλου, ο οποίος μάλιστα γι αυτήν του την αδυναμία θα κατακεραυνωθεί από τον στρατηγό Μακρυγιάννη στα περίφημα Απομνημονεύματά του.

«Το 1840 περίπου νέοι και γέροι έχουν χάσει τα χρηστά ήδη και η Ελλάς καταστρέφεται. Το έθνος αφανίσθη όλως διόλου […] φθιάσατε το θέατρο διά να μας μάθει παραλυσία και τα παιδιά όπου τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι αρετή φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου και πουλούν τα βιβλία τους οι μαθηταί να πάνε να ακούσουν τη Rita Basso την τραγουδίστρια του θεάτρου […] παλαβώσανε οι γέροντες […] τον γέρο Λόντο όπου δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Rita Basso του θεάτρου και τον αφάνισε τόσα τάλιρα δίνοντας και άλλα πεσκέσια…» θα καταθέσει ο Μακρυγιάννης.

Πράγματι, φαίνεται πως ο γλεντζές κοτζάμπασης παγιδεύεται στον έρωτα της Ιταλίδας αοιδού και σπαταλά για χάρη της το βιός του, φτάνοντας κάποτε στο σημείο να επαιτεί βοήθεια από τα αδέλφια του Αναστάση και Λουκά. Και δώστου να ζητωκραυγάζει τη Ρίτα στη σκηνή, «Μπλάβο, Λίτα», γιατί, βλέπεις, είναι πράγματι φαφούτης και δεν μπορεί να αρθρώσει ένα στοιχειώδες «ρ». Ο άρχοντας της Βοστίτσας, επιφανής προεστός, γίνεται περίγελος στην κοσμική Αθήνα… Μόνο όταν η Ρίτα φεύγει για την πατρίδα της, μένει μονάχος να προσπαθεί ανεπιτυχώς να τα φέρει βόλτα με μία σύνταξη 220 δραχμών.

Ανδρέας Λόντος

Αλλά και οι έτεροι δύο μεγάλοι θαυμαστές της πριμαντόνας, Καλλιφρονάς και Λάιονς, θα εμπλακούν για τα μάτια της σε ένα παιδαριώδες σκάνδαλο, που λίγο έλειψε να προκαλέσει ελληνοαγγλικό διπλωματικό επεισόδιο… Το θέμα αποκαλύπτει χρόνια μετά η εφημερίδα «Ακρόπολη». Σε δεξίωση, που είχε οργανώσει ο Λάιονς προς τιμήν της Μπάσσο, εκδήλωση στην οποία θα παρίστατο και η ίδια, ο πρέσβης… απέφυγε να καλέσει τον «αντεραστή» του δήμαρχο κι εκείνος δεν παρέλειψε να του δείξει τη δυσαρέσκειά του. Λίγες μέρες μετά, άφησε σβησμένο το φανάρι έξω από την πρεσβεία (εξ αυτού, ο γραμματέας του πρέσβη έπεσε κι έσπασε το πόδι του), έκοψε την υδροδότηση του κτηρίου και έδωσε εντολή να μη γίνει αποκομιδή των σκουπιδιών του. Όταν ο Λάιονς έστειλε άνθρωπό του να διαμαρτυρηθεί στον δήμαρχο, εκείνος εισέπραξε το δηκτικό σχόλιο του Καλλιφρονά: «Περίεργο! Γνωρίζει ο εξοχότατος ότι υπάρχει δήμαρχος εις τας Αθήνας;».

Κερδισμένη και … Παντρεμένη

Λίγο πριν λήξουν οι εμφανίσεις της Ρίτας στην Αθήνα, γίνεται γνωστό ότι θα δοθούν δύο τελευταίες παραστάσεις της Λουτσίας ντι Λάμερμουρ, προς τιμήν της πριμαντόνας, που «τόσο πολύ εγοήτευσε το αθηναϊκό κοινό», και τμήμα των εισπράξεων θα διατεθεί στο νοσοκομείο και το πτωχοκομείο της πόλης.

Οι θεατές, εκτός από το εισιτήριο εισόδου, καλούνται να προσφέρουν στην καλλιτέχνιδα ό,τι εκείνοι επιθυμούν (χρυσά νομίσματα, κοσμήματα κ.λπ.).

Μετά τη λήξη και της δεύτερης παράστασης, ρεπορτάζ του περιοδικού «Τοξότης», που εκδίδει ο αντιβασιλικός ποιητής και κατοπινός καθηγητής Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Θεόδωρος Ορφανίδης, προβαίνει σε γαργαλιστικές αποκαλύψεις: «Έλλειψις χρυσών νομισμάτων εις Αθήνας! Μίαν δραχμήν περιπλέον της αξίας των εζήτουν οι αργυραμοιβοί διά κάθε νόμισμα. Θέλετε να μάθετε την αιτίαν της τοιαύτης ελλείψεως; Ιδού: η κυρία Ρίτα Μπάσσο, πρωταγωνίστρια εις το ενταύθα ιταλικόν θέατρον, έδωκε την ευεργετικήν της εσπέραν. Έτρεχον, λοιπόν, συνάζοντες το χρυσίον με προθυμίαν, διά να το αναθέσωσιν εις τον βωμόν της μαγευτικής σειρήνος. Διά την σειρήνα αυτήν πολλοί “άκριτοι” νέοι επούλησαν τα βιβλία των, “υπαλληλίσκοι” εδανείσθησαν με τόκον 30% εκ του μηνιαίου μισθού των και αστείοι τινές διηγούνται ότι εδόθησαν και ομολογίαι»! Ο δε Γάλλος περιηγητής Ζαν Μπισόν, που βρέθηκε στη συγκεκριμένη παράσταση, ανάμεσα στις εντυπώσεις του από την επίσκεψη στην Αθήνα, θα γράψει ότι «κατά την τιμητική εσπερινή τα εξαπολυόμενα περιστέρια φτερούγιζαν πάνω από τα κεφάλια ηθοποιών και θεατών και μαζί με χρήματα και δώρα προσφέρθηκαν στην καλλιτέχνιδα και πολλά ποιήματα».

Καιρό μετά τις δύο τιμητικές παραστάσεις, τα έσοδα των οποίων προορίζονταν για φιλανθρωπικούς σκοπούς, και την αναχώρηση της Ιταλίδας ντίβας από την Αθήνα, έγινε γνωστό ότι οι εισπράξεις εκείνες είχαν ανέλθει στο εντυπωσιακό ποσό των 30.500 δραχμών. Πλην όμως ουδέν ίδρυμα είδε στο ταμείο του έστω και μια δραχμή…

Αφήνοντας την Αθήνα, πάντως, φαίνεται πως η θελκτική αοιδός δεν αποκόμισε μόνο καρδιές και ουκ ευκαταφρόνητα έσοδα από τις εμφανίσεις της στου Μπούκουρα, αλλά κι έναν σύζυγο, ο οποίος ουδέποτε θα αναφερθεί από τον ελληνικό Τύπο της εποχής.

Η πληροφορία για τον γάμο της, και μάλιστα στην Αθήνα, θα δημοσιευτεί σε αγγλικό έντυπο, που θα εκθειάζει την ερμηνεία της στην όπερα «Ερνάνης» του Βέρντι, τον χειμώνα του 1845 στο θέατρο Her Majesty΄s του Λονδίνου.

Προς απογοήτευσιν των απανταχού θαυμαστών της, η κυρία Μπάσσο, κατά τη διάρκεια των εμφανίσεών της στην Αθήνα, γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Joseph Borio, πολιτικό μηχανικό, εκ των επιστημόνων που έφερε ο Όθων από το εξωτερικό για να στήσουν την ελληνική πρωτεύουσα. Ως εκ τούτου, η σκανδαλιστική πριμαντόνα, την οποία οι ελληνικές εφημερίδες αποκαλούσαν κάποτε «Μαγευτική Σειρήν» θα ονομάζεται στο εξής Rita Basso – Borio και θα αφιερώνει τα τραγούδια της στον σύζυγό της…

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ