Ο Όσιος Παΐσιος, γνωστός στους πιστούς με το κοσμικό του όνομα (Παναγής Μπασιάς) είναι νεοφανής Άγιος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, ιδιαίτερα δημοφιλής μέχρι σήμερα στην Κεφαλονιά, από όπου καταγόταν. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 7 Ιουνίου.

Ο Παναγιώτης Τυπάλδος – Μπασιάς, γεννήθηκε στο Ληξούρι το 1801 και ήταν γιος επιφανών και ευσεβών γονέων, του Μιχαήλ Τυπάλδου -Μπασιά και της Ρεγγίνας Δελαπόρτα. Λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, έλαβε εξαιρετική θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση, ομιλούσε δε ιταλικά, γαλλικά και λατινικά.

Σε πολύ μικρή ηλικία χειροτονήθηκε αναγνώστης και στη συνεχεία υπηρέτησε ως γραμματοδιδάσκαλος σε δημοτικό σχολείο του νησιού. Εμπνεόμενος όμως από τα ριζοσπαστικά κηρύγματα του Κοσμά Φλαμιάτου και του Ευσεβίου Πανά, εκκλησιαστικών αναστημάτων της εποχής του, οι οποίοι βροντοφώναζαν ότι οι Άγγλοι κυρίαρχοι της Επτανήσου επιβουλεύονται το ορθόδοξο φρόνημα των κατοίκων, άφησε το δημόσιο σχολείο και άρχισε να παραδίδει μαθήματα κατ’ οίκον. Το 1836 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και έλαβε το όνομα Παΐσιος από τον τότε Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Παρθένιο.

Δεν ανέλαβε ποτέ θέση εφημερίου, αλλά λειτουργούσε στο εξωκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνος στον Πλατύ Γιαλό, όπου συνέρρεε πλήθος πιστών για να λειτουργηθεί, να ακούσει τα θερμά και υψηλού θεολογικού επιπέδου κηρύγματά του και να κοινωνήσει από τα χέρια του. Επιδόθηκε σε όλη του τη ζωή σε έργα φιλανθρωπίας και διακονίας των πασχόντων και αδυνάτων.

Όσιος Παΐσιος (Παναγής Μπασιάς)

Το 1846 αρρώστησε από κάποια νευρική ασθένεια και μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1867 τόν περιποιούταν ο εξάδελφός του Ιωάννης Γερουλάνος. Στις 21 Μαΐου 1864, γεύτηκε τη χαρά της ενσωμάτωσης της Επτανήσου στην Ελλάδα, για την οποία εργάσθηκε από το δικό του μετερίζι, διατηρώντας και καλλιεργώντας την ορθόδοξη παράδοση σε δύσκολους καιρούς. Αν και για μια πενταετία ήταν κατάκοιτος (1882-1887) εν τούτοις πλήθος χριστιανών πήγαινε να τον συμβουλευθεί, να εξομολογηθεί και να πάρει την συμβουλή και την ευχή του.

Ο Παΐσιος (Παναγής Μπασιάς) εκοιμήθη ειρηνικά, στις 7 Ιουνίου 1888. Στις 7 Ιουνίου 1976 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, τα οποία, σύμφωνα με μαρτυρίες, «εξέπεμπαν άρρητη ευωδία». Σύμφωνα με τους βιογράφους του «ηυλογήθη υπό του Θεού και απέκτησε το χάρισμα της διορατικότητας δια του οποίου γνώριζε τα εις τρίτους άγνωστα και το χάρισμα της προφητείας». Μαρτυρούνται πολλά θαύματά του πριν και μετά την κοίμησή του.

Ανακηρύχθηκε Όσιος, στις 4 Φεβρουαρίου 1986, με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Δημητρίου Α’, η δε μνήμη του ορίστηκε να εορτάζεται στις 7 Ιουνίου, ημερομηνία της κοίμησής του. Τα λείψανά του φυλάσσονται εντός αργυρής θήκης στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, όπου και ο τάφος του.