Ο Άγιος Μάμας ήταν μάρτυρας της Χριστιανοσύνης, ο οποίος έζησε στα μέσα του 3ου αιώνα (μ.Χ.). Το όνομά του φέρουν σήμερα χωριά στην Ελλάδα, ενώ θεωρείται και ένας από τους μεγαλύτερους Αγίους στην Κύπρο και τη Σκύρο. Η μνήμη του τιμάται από την Καθολική Εκκλησία στις 17 Αυγούστου και από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 2 Σεπτεμβρίου.

Γεννήθηκε στην Παφλαγονία της Μικράς Ασίας το 260 μ.Χ. από γονείς Χριστιανούς , οι οποίοι συνελήφθησαν για τη χριστιανική τους δράση και φυλακίστηκαν. Ο Άγιος γεννήθηκε στη φυλακή και επειδή οι γονείς του, ο Θεόδοτος και η Ρουφίνα, πέθαναν εκεί , ανέλαβε να τον μεγαλώσει κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Αμμία Ματρώνα. Αυτή ήταν ευσεβής Χριστιανή και σε αυτήν οφείλεται το όνομα του Αγίου. Η παράδοση λέει ότι ο μικρός συνήθιζε να τη φωνάζει «μάμα».

Ο Μάμας ήταν βοσκός και μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270-275), σύμφωνα με τους εγκωμιαστικούς λόγους προς αυτόν του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Μορφώθηκε από τον επίσκοπο Καισαρείας και σε ηλικία 12 ετών αποσύρθηκε σ’ ένα σπήλαιο, όπου ζούσε με τα άγρια θηρία.

Στην πορεία τού χρόνου συνελήφθη από τους στρατιώτες του τοπικού ηγεμόνα Αλέξανδρου και του ζητήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του. Ο Μάμας αρνήθηκε και κλείσθηκε στη φυλακή για ένα μήνα, χωρίς νερό και τροφή. Κατόπιν, οδηγήθηκε σ’ ένα αμφιθέατρο και προτού προλάβει να γίνει βορά στα άγρια θηρία, άφησε την τελευταία του πνοή.

Απολυτίκιο

Θείον βλάστημα, Μαρτύρων πέλων, ηκολούθησας, ασχέτω πόθω, τοις ενθέοις αληθώς τούτων ίχνεσι και του Σωτήρος κηρύξας το όνομα, εθαυμαστώθης σοφέ δι’ αθλήσεως. Μάμα ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.