Μεγαλομάρτυς της Χριστιανοσύνης, η μνήμη της οποίας εορτάζεται δύο φορές τον χρόνο στις 11 Ιουλίου και στις 16 Σεπτεμβρίου.

Έζησε στους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού ( 284-305 μ.Χ.) και καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Ο πατέρας της ονομαζόταν Φιλόφρων και ήταν πλούσιος συγκλητικός, η δε μητέρα της ονομαζόταν Θεοδωρησιανή κι ήταν γυναίκα ευσεβής και φιλάνθρωπος.

Ενώπιον του ηγεμόνα

Εκείνη την εποχή ο Διοκλητιανός κίνησε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Στα μέρη της Ανατολής ήταν ηγεμόνας τότε ο Πρίσκος με συνάρχοντα τον φιλόσοφο Απελλιανό, που ήταν κι ιερέας του θεού Άρη.

Όταν έφθασε η γιορτή του θεού τους, έστειλαν γράμματα και κήρυκες σ’ όλη την επαρχία της Χαλκηδόνας, προσκαλώντας όλους να γιορτάσουν. Όσοι δεν θα πήγαιναν στη Χαλκηδόνα, όπου ήταν ο ναός του Θεού, θα τιμωρούνταν με θάνατο.
Τότε όσοι ήσαν χριστιανοί συγκεντρώνονταν και κλείνονταν σε σπίτια ή κατέφευγαν στην έρημο, για να αποφύγουν την ειδωλολατρική γιορτή.

Σε μια ομάδα χριστιανών οδηγός ήταν η Ευφημία. Ο Απελλιανός παρατήρησε την αποχή των χριστιανών και παρακίνησε τον ηγεμόνα να συλλάβει όσους ήταν δυνατό, μεταξύ δε αυτών και την ένδοξη Ευφημία. Όλη η συντροφιά της Ευφημίας ήταν σαράντα εννέα άτομα, ξεχώριζε δε η κόρη από το άνθος της ηλικίας και την ευγένεια της καταγωγής της.

Οδηγήθηκαν, λοιπόν, στον ηγεμόνα, που τους μίλησε με προσποιητή πραότητα λέγοντας:

– Εγώ βλέπω την πολλή σας σύνεση. Ελπίζω, ότι θα θυσιάσετε στον μεγάλο Άρη και δε θα προτιμήσετε αντί της δόξας και της τιμής τον πικρό και επώδυνο θάνατο.

Σ’ αυτά τα λόγια του απάντησαν οι Άγιοι με ανδρεία και θάρρος:

– Μη χάνεις τα λόγια σου, άρχοντα. Εμείς το έχουμε μεγάλη ντροπή, ενώ είμαστε λογικά όντα να προσκυνούμε ανόητους θεούς, και ν’ αφήνουμε τον αληθινό Θεό.

Όσο για τα μαρτύρια με τα οποία μας απειλείς μάθε, ότι φοβούμαστε μήπως είναι ελαφριά και δεν είναι αρκετά για τέλειο μαρτύριο. Δοκίμασε να μας βασανίσεις και θα δεις τη δύναμη του Θεού μας.

Αρχή των βασανιστηρίων

Η απάντηση ήταν απρόσμενη για τον ηγεμόνα που οργισμένος διέταξε να τους κτυπούν καθημερινά για είκοσι μέρες. Την εικοστή μέρα τους έφερε πάλι μπροστά του και τους είπε:
– Τώρα που είδατε στην πράξη τον πρόλογο της δυστυχίας σας, πεισθήτε και θυσιάστε.

– Μη κουράζεσαι άδικα, απάντησε με μια φωνή ο γενναίος χορός. Είναι αδύνατο να σ’ ακούσουμε και να θυσιάσουμε στα είδωλα.

Ο ηγεμόνας τους αντιμετώπισε πάλι κτυπώντας τους μέχρι που έπεσαν μισοπεθαμένοι. Με συμβουλή του Απελλιανού τους φυλάκισε όλους, για να τους στείλει στον Διοκλητιανό, εκτός από την Ευφημία, που την κάλεσε κοντά του και προσπάθησε να την πλανήσει με κολακείες. Εκείνη του έλεγε:

– Η δύναμη του Χριστού είναι ακατανίκητη. Μη νομίζεις ότι θα με νικήσεις επειδή με βλέπεις γυναίκα.

Τότε ο τύραννος πρόσταξε να τη γυρίσουν στους τροχούς με ταχύτητα. Τα μέλη της Μάρτυρος κακοποιούντο και πονούσε φοβερά, αλλά ο νους της δεν έφευγε από το Χριστό. Ύψωνε τα μάτια στον ουρανό κι έλεγε:

«Κύριε Ιησού Χριστέ, που σώζεις όσους ελπίζουν σ’ εσένα , βοήθησε με. Δείξε, ότι εσύ είσαι Θεός αληθινός»

Ο Θεός απάντησε στην προσευχή της. Αμέσως την έλυσε από τον τροχό και θεράπευσε το σώμα της. Αλλά ο Πρίσκος, πιο τυφλός κι από τους θεούς του, δεν εννοούσε την αλήθεια και φοβέριζε πως θα την κάψει ζωντανή.

Η Ευφημία χωρίς να φοβηθεί από την απειλή αποκρίθηκε:

– Εγώ τύραννε, αυτή την πρόσκαιρη φωτιά δεν την φοβάμαι. Τρέμω για την αιώνια φωτιά, που καίει, όσους αρνούνται τον Χριστό.

Στο καμίνι της φωτιάς

Ο τύραννος πρόσταξε και άναψαν καμίνι. Ενώ λοιπόν επρόκειτο να την ρίξουν μέσα, ήλθαν οι πρωτοϋπηρέτες Σωσθένης και Βίκτωρ λέγοντας:

– Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε πρόθυμοι να κάμουμε, ότι μας διατάξεις. Όμως δεν μπορούμε ν’ αγγίξουμε το σώμα της παρθένου γιατί βλέπουμε άνδρες με φοβερή όψη, που στέκονται κοντά της και μας απειλούν.

Ο Πρίσκος σ’ αυτά τα λόγια απάντησε με μια διαταγή, να τους φυλακίσουν, επειδή έγιναν χριστιανοί. Ενώ γίνονταν αυτά η Αγία προσευχόταν λέγοντας:

«Ο Θεός, που βλέπεις τα πάντα, Συ, που έσωσες τους Τρεις Παίδας στη Βαβυλώνα, έλα βοηθός και στη δούλη σου, που αγωνίζεται για τη δόξα σου».

Τελικά ο ηγεμόνας έστειλε δύο κακούς υπηρέτες, τον Καίσαρα και τον Βάριο, που ήσαν αδίστακτοι και δεν είχαν φόβο Θεού για να ρίξουν την Ευφημία στη φωτιά.
Μέσα στο καμίνι η Αγία δεν έπαθε τίποτα. Η φωτιά χύθηκε έξω και διασκόρπισε τους ασεβείς. Η δε Ευφημία βγήκε χωρίς να έχουν πάθει τίποτε ούτε τα ρούχα της. Πάλι φυλακίστηκε, και οι δύο πρωτοϋπηρέτες Σωσθένης και Βίκτορ διατάχθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα. Τότε με γενναίο φρόνημα είπαν:

– Εμείς ανθύπατε, πρωτύτερα είμαστε υποδουλωμένοι σε μεγάλη πλάνη, όπως είσαι και συ ακόμη. Τώρα, όμως, αξιωθήκαμε δια μέσου αυτής της παρθένου να γνωρίσουμε την αλήθεια. Μάθε λοιπόν, οτι δεν θα θυσιάσουμε σε άψυχους Θεούς.

Έπειτα απ’ αυτά τα λόγια τους παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στα θηρία. Τα θηρία όμως σεβάσθηκαν τα σώματα τους και δεν κατέφαγαν τις σάρκες, ήπιαν μόνο το αίμα. Τα σώματα τους οι πιστοί τα έθαψαν με ψαλμούς και ύμνους.

Στη δεξαμενή με τα θηρία

Την άλλη μέρα έφεραν πάλι την Αγία στον ηγεμόνα, κι αυτός άρχισε να τη φοβερίζει λέγοντας:

– Μέχρι πότε θα ταλαιπωρείς τον εαυτό σου; Μέχρι πότε θα λυπείς τους θεούς και θα οργίζεις τον βασιλιά; Καλό είναι να θυσιαστής.

– Βασιλιά, υπάρχει άλλο φρονιμότερο από το να μη πιστεύει κανείς σε λιθάρια άψυχα και ανόητα;

Ο Πρίσκος τρελός από οργή διέταξε και κατασκεύασαν στη μέση του σταδίου μεγάλη δεξαμενή. Αφού τη γέμισε νερό έβαλε μέσα όλα τα σαρκοφάγα θηρία της θάλασσας και έρριξε την Αγία.
Εκείνη προσευχόταν με δάκρυα και έλεγε:

«Ιησού, το φώς μου, γίνε βοηθός της αδυναμίας μου, Συ που έκανες την κοιλιά του θηρίου καλό θάλαμο για τον Ιωνά. Σώσε με τώρα για να δοξασθούν όσοι σε προσκυνούν και καταισχυνθούν όσοι σε αρνούνται».

Με το σημείο του σταυρού μπήκε στο νερό η Αγία. Τα θηρία όρμησαν, αλλά μόλις πλησίασαν στο μαρτυρικό της σώμα, λησμόνησαν την τροφή. Κράτησαν την Αγία πάνω τους, σαν να φοβούνταν μήπως πάθει κακό στο νερό.

Ο Πρίσκος μπροστά σ’ αυτό το θέαμα απορούσε κι έλεγε:

– Πώς από μια γυναίκα νικήθηκε η φωτιά, οι πληγές, τα θηρία;

Ο Απελλιανός τυφλός από φανατισμό του απάντησε:

– Όλα τα κάνει με μάγια.

– Αλλά γιατί οι Θεοί που μισούν τα πονηρά έργα δεν την τιμωρούν;…

Στο λάκκο με τα καρφιά

Έπειτα ετοίμασαν άλλο λάκκο στρωμένο με καρφιά και σκεπασμένο από πάνω με λίγο χώμα. Η Αγία όμως πέρασε χωρίς να πάθει το παραμικρό. Μερικοί άλλοι που προσπάθησαν να περάσουν, έπεσαν στα κοφτερά όργανα και θανατώθηκαν.

Η Αγία στο μεταξύ ευχαριστούσε το Θεό, που την έσωσε κι έλεγε:

«Ποιος θα λαλεί την δύναμη των έργων σου και θα κάνει ξακουστές τις ευχαριστίες για Σένα, Κύριε;» Με φύλαξες από πληγές και μαστιγώσεις, από φωτιά και θηρία, από νερό και λάκκο. Τώρα σώσε την ψυχή μου από τα χέρια του εχθρού της ανθρώπινης φύσης.

Το τέλος της Αγίας

Τώρα ο Πρίσκος επινοεί άλλο τρόπο για να ξεκάμει την Αγία. Την καλεί και με προσποιητή ευγένεια της λέει:

– Εσύ, σαν γυναίκα, πλανήθηκες. Εμείς δεν πρέπει να δείξουμε τόσο θυμό εναντίον σου. Συγχώρησε μας και θυσίασε στον Άρη.

Αν θυσιάσεις, θα ζήσεις με ευτυχία, όπως σου πρέπει, γιατί και όμορφη είσαι και από ευγενική οικογένεια κατάγεσαι.
– Σταμάτησε άρχοντα, τις φλυαρίες. Εγώ να θυσιάσω στους δαίμονες έπειτα από τόσες ευεργεσίες, που έτυχα από τον Κύριο μου;

Άφησε, δυστυχισμένε, την υποκρισία και κάμε ότι σου λέει ο διάβολος που σε συμβουλεύει.
Στη συνέχεια υποβλήθηκε σε άλλα βασανιστήρια, αλλά το σώμα της εξακολουθούσε να μένει ανέπαφο. Την έφεραν πάλι στο στάδιο για ν’ αντιμετωπίσει θηρία.

Η Αγία λυπόταν γιατί δεν αξιωνόταν να φύγει προς το Νυμφίο της και έλεγε αυτά προσευχομένη:

«Κύριε μου έδειξες την ανίκητη δύναμη σου, με έκαμες δυνατή στις πληγές και στα βασανιστήρια.

Καθώς δέχτηκες τη θυσία και τα αίματα των μαρτύρων σου που μαρτύρησαν πριν από εμένα, δέξου και τη δική μου θυσία και παράλαβε την ψυχή μου”.
Ενώ τέτοια ζητούσε με την προσευχή της, άφησαν εναντίον της τέσσερα λιοντάρια και τρεις αρκούδες.

Τα θηρία, αφού πλησίασαν άρχισαν να φιλούν με ευλάβεια τα πόδια της Μάρτυρος. Μιά από τις αρκούδες δάγκωσε την Αγία χωρίς να προξενήσει πληγή, έγινε όμως αφορμή να φύγει η Ευφημία προς τον ουρανό.

Ήταν τότε η 16η Σεπτεμβρίου, κατά την επικρατέστερη γνώμη, του 303 μ.Χ. Μόλις ξεψύχησε φωνή ακούστηκε από τον ουρανό, που έλεγε:

– Έλα προς τον Κύριο, συ που αγωνίστηκες τον καλό αγώνα για να λάβεις τους μισθούς για τα μαρτύρια, που υπέστης.

Μαζί με τη φωνή έγινε μεγάλος σεισμός που προξένησε τον πανικό στους κατοίκους.

Όταν βρήκαν ευκαιρία κατάλληλη οι γονείς της Αγίας πήραν το πολύτιμο εκείνο σώμα και το έθαψαν κοντά στη Χαλκιδόνα. Δεν έκλαιγαν, αλλά εχαίροντο, που αξιώθηκαν να γίνουν γονείς μιάς τέτοιας κόρης.

Το τίμιο λείψανο της έγινε αίτιο πολλών θεραπειών και θαυμάτων.

Ένα από τα θαύματα της

Στην εποχή του Θεοδοσίου του Μικρού, το 410, κάποιος μοναχός και ιερέας, ο Ευτύχιος, έγινε αρχηγός αιρέσεως. Ισχυριζόταν οτι ο Κύριος ημώς Ιησούς Χριστός έχει μόνο μια φύση και μιά ενέργεια Θεότητας.

Αυτός καθηρέθη από τον Άγιο Φλαβιανό, Πατριάρχη Κων/πόλεως. Αλλά ο Ευτύχιος δεν έπαυσε να ταράσσει την Εκκλησία μέχρι που πέθανε ο Θεοδόσιος.
Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Μαρκιανός, διέταξε να συγκροτηθεί Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκιδόνα το 451 μ.Χ. για να εξετασθή το θέμα.

Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, εξακόσιοι τριάντα επίσκοποι και συγκρότησαν την Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αφού συζητήθηκε το όλο θέμα καταδίκασαν τη πλάνη και αναθεμάτισαν τον Ευτύχιο.

Επειδή όμως οι αιρετικοί δεν πείθονταν στις αποφάσεις της Συνόδου, οι Πατέρες έκαναν το εξής·
Έγραψαν και οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί Μονοφυσίτες σε δύο ξεχωριστά βιβλία τις απόψεις επί του θέματος.

Έπειτα άνοιξαν τη θήκη, που περιείχε το λείψανο της Αγίας Ευφημίας, και τοποθέτησαν τα δύο βιβλία στο στήθος της Αγίας.

Μετά από ορισμένο χρόνο άνοιξαν πάλι τη θήκη και είδαν το βιβλίο των Ορθοδόξων, που περιείχε και την απόφαση της Συνόδου, να το κρατά η Μάρτυς στην αγκαλιά της.
Απ’ αυτό το θαύμα οι μεν Ορθόδοξοι στηρίχθηκαν στην πίστη και δόξασαν τον Θεό, οι δε αιρετικοί κατανικήθηκαν.

Το Πατριαρχείο μετέφερε μαζί του στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, το ιερό λείψανο της Αγίας Ευφημίας, όπου στο δεξιό μέρος αυτού του ναού έγινε παρεκκλήσι της Αγίας Ευφημίας την εποχή του Πατριάρχη Κων/πόλεως Γρηγορίου.

Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της τη 16ην Σεπτεμβρίου, τη δε μνήμη του θαύματος που συνέβη τότε στη Χαλκηδόνα, την 11ην Ιουλίου.