Γεννημένη το 1830 στο Άμερστ της Μασαχουσέτης, η Έμιλυ Ντίκινσον δεν γνώρισε ποτέ στη ζωή της τη φήμη και την επιτυχία που άρχισε να γνωρίζει αργότερα, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ακαδημαϊκοί, φιλόλογοι, κριτικοί αλλά και ένας μεγάλος αριθμός αναγνωστών σε παγκόσμιο επίπεδο θαυμάζουν και τιμούν τη Ντίκινσον στις ημέρες μας, καθώς διανύουμε την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Κι αυτό σε όλα τα επίπεδα: ως γυναίκα, ως ποιήτρια, ως καλλιτεχνικό νου ο οποίος βρέθηκε πολύ μπροστά από την εποχή του, αλλά και ως πομπό μιας ευαισθησίας που αγγίζει αμέσως τις βαθύτερες (και τις πιο λεπτές χορδές) του καιρού μας. Η έκδοση «Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη», που κυκλοφόρησε λίγο προτού κλείσει η προηγούμενη χρονιά από τις εκδόσεις Πατάκη, περιλαμβάνει 160 ποιήματα από όλο το έργο της Ντίκινσον, σε μετάφραση του ποιητή Χάρη Βλαβιανού, ο οποίος συνοδεύει τη μεταφραστική του εργασία με μιαν ενδελεχή και άκρως κατατοπιστική εισαγωγή. Εισαγωγή που μας δίνει την ευκαιρία να δούμε ορισμένα από τα σημαντικότερα πορίσματα τόσο της παλαιότερης όσο και της νεότερης έρευνας για τη Ντίκινσον, και η οποία συνοδεύεται από την παράθεση εκτενούς βιβλιογραφίας μαζί με σύντομο βιογραφικό και πλήθος επεξηγηματικές σημειώσεις για την ιστορία, τα εκδοτικά ζητήματα και τη ρυθμική αγωγή των ποιημάτων.

Η Ντίκινσον δεν ευτύχησε να απολαύσει εν ζωή τη γεύση της επιτυχίας όχι γιατί η δουλειά της παραγνωρίστηκε όσο ζούσε αλλά επειδή η ίδια την κράτησε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, επιμελώς κρυμμένη από τη δημοσιότητα. Έχοντας λάβει την παιδεία της στο σχολείο του παππού της, και επιλέγοντας να παραμείνει κατά το μεγαλύτερο μέρος του βίου της σχεδόν έγκλειστη, η Ντίκινσον επικοινωνούσε με ελάχιστους ανθρώπους κα βίωσε ακόμα και τις ερωτικές ή τις λογοτεχνικές της σχέσεις από απόσταση και μέσω αλληλογραφίας. Λίγο προτού πεθάνει το 1886 ζήτησε να καούν οι επιστολές, αποφεύγοντας, ευτυχώς, να κάνει το ίδιο με τα ποιήματά της, που ξεκίνησαν να δημοσιεύονται μεταθανατίως, για να χτίσουν σταδιακά το σημερινό προφίλ της.

Η μετάφραση του Βλαβιανού δεν έρχεται να πέσει στο κενό μια και έχουν προηγηθεί πολλές ανάλογες προσπάθειες. Είναι, όμως, σίγουρα η πρώτη φορά που παρουσιάζεται και μεταφράζεται μια τόσο μεγάλη έκταση και ποικιλία ποιημάτων της Ντίκινσον. Τι ακριβώς παρακίνησε τον μεταφραστή στο να προχωρήσει με τη Ντίκινσον; «Όταν ήμουν πολύ μικρός», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χ. Βλαβιανός, «μια από τις πρώτες επαφές μου με την αμερικανική ποίηση ήταν ο Γουόλτ Γουίτμαν ενώ από τους Έλληνες προτιμούσα τον Σικελιανό. Μεγαλώνοντας, το ενδιαφέρον μου μετατοπίστηκε από τους υψηλούς τόνους στη χαμηλόφωνη ποίηση. Από τον Σικελιανό πήγα στον Καβάφη και από τον Γουίτμαν στη Ντίκινσον. Επίσης, ήθελα να αναμετρηθώ με τις άλλες ελληνικές μεταφράσεις της και να δικό μου στοίχημα. Από το μεγάλο εύρος των ποιημάτων που περιλαμβάνει το βιβλίο προκύπτει εύκολα και αυτό που τονίζω στην εισαγωγή μου. Διάλεξα, μεταξύ άλλων, τη Ντίκινσον για δύο λόγους: ο ένας είναι το πόσο σύγχρονη και ταυτοχρόνως στοχαστική αποδεικνύεται, ο άλλος είναι τα θέματα που την απασχολούν: ο θάνατος, η μοναχικότητα, η απουσία ή η αποχή του Θεού από τα εγκόσμια».

Η Ντίκινσον γράφει κατά κανόνα σύντομα μα εξαιρετικά πυκνά ποιήματα. Το νόημά τους δεν είναι πάντοτε άμεσα αποκρυπτογραφήσιμο. Τα πουλιά, τα φυτά και ο βοτανικός κόσμος (μέρος των σπουδών της), η απομονωμένη ζωή σε έναν τόπο που υποπτευόταν τη μοναξιά και την άρνησή της να παντρευτεί, ο αγνωστικισμός και η δυσκολία της να εναποθέσει τις ελπίδες της σε κάποια θεϊκή παρουσία, ο φόβος της για τον θάνατο, ο πόθος και συνάμα ο σκεπτικισμός της για φήμη και τη δόξα του καλλιτέχνη, καθώς και η δύναμή της να αντλεί εφόδια από την ανεξάρτητη γυναικεία προσωπικότητά της, δεν μεταδίδονται με αυτονόητο τρόπο στον αποδέκτη. Η μετάφραση του Βλαβιανού ξεδιπλώνει και δείχνει εις βάθος την τεχνική της: τους ενσυνείδητα ελλειπτικούς ρυθμούς και τα ηθελημένα ανολοκλήρωτα μέτρα της σε συνδυασμό με την ιδιότυπη σύνταξη και ορθογραφία της: τις συνεχείς παύλες οι οποίες υπαγορεύουν την ταχύτητα, αλλά και τις διακοπές της ανάγνωσης, καθώς και την τακτική χρήση κεφαλαίων γραμμάτων, η οποία δίνει μια φιλοσοφική υπόσταση στις σημασίες του στίχου της. «Η άκρα πυκνότητα και η μέθοδός της να διακόπτει τον ποιητικό ρυθμό συν την ικανότητά της να είναι τόσο ρηξικέλευθη με την αμερικανική ποιητική παράδοση του 19ου αιώνα φανερώνουν το πόσο σύγχρονο, πόσο τωρινό είναι το ποιητικό της πνεύμα», επισημαίνει ο Χ, Βλαβιανός στη συζήτησή μας για τη μετάφρασή του, καρπό της πολύχρονης ενασχόλησής του με την αγγλοσαξονική και ειδικότερα με την αμερικανική ποίηση των πιο διαφορετικών εποχών και περιόδων.

Στα ποιήματα της Ντίκινσον και στην εισαγωγή του βιβλίου θα βρούμε πολλά και για τον έρωτα. Η Ντίκινσον είχε μια θυελλώδη σχέση με τη Σούζαν Γκίλμπερτ, που αργότερα παντρεύτηκε τον αδελφό της, με αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση των αισθημάτων της ποιήτριας. Σχέση, λιγότερο ορατή ποιητικά, υπήρξε και με τον δικαστή Φ. Λορντ ενώ πνευματικό και λογοτεχνικό ρόλο έπαιξαν ο εκδότης Σάμιουελ Μπόουλς, ο αιδεσιμότατος Τσαρλς Γουάντσγουορθ, ο μέντοράς της Τόμας Χίγκινσον και οι λογοτεχνικές επιρροές της από τον Έμερσον, τον Πόου, τον Γουίλιαμ Γουόρντγουορθ και τον Κητς. Ξεχωριστή γυναίκα και ποιήτρια, η Ντίκινσον παραμένει ένα ανεξάντλητο απόθεμα καλλιτεχνικής μέθεξης, αρκεί, όπως υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χ. Βλαβιανός, να «μην τη μετατρέψουμε σε πρόσωπο του 21ου αιώνα βάζοντας το φύλο ή την οποιαδήποτε ιδεολογία πάνω από την τέχνη της».

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ