Αγαπάει την Ελλάδα, στην οποία πάντα επιστρέφει όταν τού δίνεται η ευκαιρία, εκτιμά τον Καβάφη και το έργο του, και μεταξύ των βιβλίων που διαβάζει αυτή την εποχή περίοπτη θέση έχουν τα Ημερολόγια του Σεφέρη. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Πιερ Ασουλίν (Pierre Assouline), παλιός γνώριμος στο ελληνικό κοινό ήδη από την εποχή που «Το ξενοδοχείο Lutetia» (εκδ. Πόλις) γινόταν best seller, επισκέφθηκε προ ημερών στη Θεσσαλονίκη και τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, και συνεπήρε το βιβλιόφιλο κοινό της πόλης.
Αυτή τη φορά, ο Γάλλος συγγραφέας δεν κουβαλούσε στις αποσκευές του κάποιο νέο βιβλίο αλλά την αγάπη του για έναν θεσμό, τα βραβεία Γκονκούρ, που υπηρετεί πιστά ως μέλος της ομώνυμης Ακαδημίας, αλλά και μια συναρπαστική ιστορία για μια πλούσια οικογένεια σεφαραδιτών τραπεζιτών, όπως αυτή καταγράφεται σ’ ένα παλαιότερο βιβλίο του, το «Le dernier des Camondo» (Ο τελευταίος των Camondo), που επανακυκλοφόρησε πριν από δύο εβδομάδες στη Γαλλία σε μια νέα εικονογραφημένη έκδοση.
Για την αγάπη του για την Ελλάδα, το ελληνικό Γκονκούρ, την Ευρώπη που βρίσκεται αντιμέτωπη με μια «κρίση πνευματικότητας», την αληθινή πατρίδα ενός συγγραφέα που είναι η γλώσσα του, αλλά και τους εκδότες που δεν πρέπει να παρασύρονται από το εφήμερο και να παραμένουν πιστοί σ’ αυτό που κάνουν εδώ και δεκαετίες, μίλησε ο Πιερ Ασουλίν στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στο περιθώριο της παρουσίας του στη 18η ΔΕΒΘ.
Ο Καβάφης, ο Σεφέρης κι ένα Γκονκούρ που τού οφείλει την ύπαρξή του
Με την ιδιότητα του μέλους της Ακαδημίας Γκονκούρ κι έχοντας στο πλευρό του την περσινή νικήτρια του λογοτεχνικού βραβείου Γκονκούρ Ελλάδας, την Καμερουνέζα συγγραφέα Ντζαϊλί Αμαντού Αμάλ (Djaili Amadou Amal), ο Πιερ Ασουλίν παραβρέθηκε στην εναρκτήρια τελετή της τρίτης διοργάνωσης που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ΔΕΒΘ.
Αργότερα, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αποκάλυψε πώς η αγάπη του για την Ελλάδα ήταν αυτή που τον έκανε να …κλέψει λίγο από το τυπικό της διαδικασίας που ακολουθείται με όλες τις χώρες που θέλουν να υιοθετήσουν τον θεσμό. «Η επιλογή των βραβείων Γκονκούρ ανήκει στην ίδια τη χώρα. Οι χώρες ζητούν, ρωτούν κι εμείς αποφασίζουμε ναι ή όχι. Ομολογώ πως “ έκλεψα” λίγο στην περίπτωση της Ελλάδας, που είναι μέσα στην καρδιά μου και μού είναι ιδιαίτερα αγαπητή, όταν το 2019 κατά την επίσκεψη μου εδώ άδραξα την ευκαιρία για να ρωτήσω γιατί δεν συμμετέχετε κι εσείς», έλεγε χαριτολογώντας κι εξηγώντας πώς γεννήθηκε το ελληνικό Γκονκούρ, που διοργανώνει φέτος για τρίτη χρονιά το Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Γαλλίας στην Ελλάδα, το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και την Ακαδημία Γκονκούρ.
Ο ίδιος μπορεί να μην γνωρίζει καλά την ελληνική λογοτεχνία, αφού «δεν έχουν μεταφραστεί πολλά έργα», όπως τονίζει, ωστόσο δεν θα μπορούσε να μην είχε ανακαλύψει τον πολυμεταφρασμένο (και οικουμενικό) Καβάφη, στον οποίο τρέφει, όπως υπογραμμίζει, μεγάλη εκτίμηση για το πλούσιο έργο του, ενώ αυτή την εποχή ανάμεσα στα βιβλία που διαβάζει ξεχωρίζει τα Ημερολόγια του Σεφέρη, που τον έχουν συνεπάρει.
Ο Ντασό, η οικογένεια Αλλατίνη και ο τελευταίος των Camondo
Ο Πιερ Ασουλίν δεν ήρθε, όμως, στην Ελλάδα μόνο για το Γκονκούρ αλλά και να μοιραστεί με το κοινό της ΔΕΒΘ την ιστορία των Comondo και πώς έφτασε σ’ αυτήν μέσω …Θεσσαλονίκης. «Άρχισα ν’ ασχολούμαι με την ιστορία αυτή χάρη στην οικογένεια Αλλατίνη. Πριν από καιρό, όταν έγραφα τη βιογραφία του Μαρσέλ Ντασό (Marcel Dassault), ανακάλυψα ότι ως παιδί έπαιζε στον κήπο της οικογένειας του Camondo, στο Παρίσι. Επισκέφθηκα λοιπόν το Μουσείο (Musée Nissim de Camondo) και ανακάλυψα ότι ο Camondo υπήρξε πρώτος ξάδελφος του Αλλατίνι. Στην ουσία υπήρξε ένας πολύ ισχυρός δεσμός μεταξύ των δύο οικογενειών. Η μητέρα του Μαρσέλ Ντασό ήταν η Νοεμί Αλλατίνη και πολλά χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου που αφορούσε τον Ντασό εξακολουθούσε να μ’ απασχολεί η οικογένεια Camondo γιατί δεν ήξερε κανείς στο Παρίσι για την οικογένεια αυτή. Επέστρεφα συχνά σε αυτό το μέρος (το μουσείο) κι ενώ έχουν περάσει 23 χρόνια από την έκδοση του βιβλίου, κάθε φορά που υπογράφω αντίτυπα έρχονται άνθρωποι και μού λένε τι κρίμα που δεν γνωρίζαμε κάτι μέχρι σήμερα», αναφέρει.
Η ανάγκη εμπλουτισμού της έκδοσης με φωτογραφικό υλικό ήταν αυτή που οδήγησε στη νέα έκδοση, που εμπλουτίστηκε με σχεδόν 90 φωτογραφίες.
Να σημειωθεί ότι το Μουσείο Νισίμ-ντε Καμοντό (Μusée Nissim de Camondo) λειτουργεί από το Δεκέμβριο του 1936 και στεγάζει μια εξαιρετική συλλογή γαλλικών επίπλων και αντικειμένων τέχνης του 18ου αιώνα σε ένα αρχοντικό διατηρημένο στην κατάσταση στην οποία κατοικήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Το αρχοντικό χτίστηκε το 1911 από τον τραπεζίτη κόμη Μοΐζ ντε Καμοντό, συλλέκτη έργων τέχνης γόνο εύπορης οικογένειας σεφαραδιτών Εβραίων τραπεζιτών που εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι το 1896, από την Κωνσταντινούπολη.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει κρίση πνευματικότητας
Για τον Πιερ Ασουλίν, η Ευρώπη γενικότερα αντιμετωπίζει μια κρίση πνευματικότητας, η οποία -μεταξύ άλλων- οδηγεί και σ’ έναν σύγχρονο τρόπο ζωής με κυρίαρχο το στοιχείο της κατανάλωσης.
«Ξέρετε, κάθε φορά που επισκέπτομαι μια πόλη -τώρα τη Θεσσαλονίκη, προηγουμένως το Άμστερνταμ- βλέπω ακριβώς τα ίδια καταστήματα, τους ίδιους πεζόδρομους και τους ανθρώπους να καταναλώνουν χρήματα για τον ρουχισμό και την εστίαση. Αυτός είναι ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής», σχολιάζει καθισμένος στη στρογγυλή βελούδινη πολυθρόνα, στο λόμπι κεντρικού ξενοδοχείου της πόλης, παρακολουθώντας μέσα από την τζαμαρία τον κόσμο που περνά κρατώντας μικρές και μεγαλύτερες σακούλες με λογής λογής πράγματα.
«Οι Ευρωπαίοι και δη οι νεότεροι Ευρωπαίοι είναι στο σύνολό τους καταναλωτές», λέει, χωρίς ωστόσο να θέλει να κρίνει, όπως τονίζει, αν αυτό είναι καλό ή όχι. «Αυτός ο τρόπος ζωής», συμπληρώνει, «προκύπτει από αυτήν ακριβώς την κρίση της πνευματικότητας που αντιμετωπίζει η Ευρώπη».
Πατρίδα ενός συγγραφέα, η γλώσσα του
Η αληθινή πατρίδα ενός συγγραφέα είναι η γλώσσα του, λέει ο Πιερ Ασουλίν. Τα βιώματα, όμως, σε διαφορετικά πολιτισμική περιβάλλοντα -για παράδειγμα άλλα βιώματα έχει ένας γαλλόφωνος συγγραφέας ζώντας στο Μαρακές κι άλλα στο κέντρο του Παρισιού- δεν διαμορφώνουν και τη γραφή του;
«Οι συγγραφείς του γαλλόφωνου κόσμου που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα στην ουσία ξαναζωντανεύουν και εμπλουτίζουν τη γαλλική γλώσσα με τα créole τους. Έτσι, ένας γαλλόφωνος Αντιλέζος συγγραφέας δεν έχει το ίδιο φαντασιακό με έναν γαλλόφωνο συγγραφέα από το Île-de-France. Παράδειγμα αποτελεί ο γαλλόφωνος συγγραφέας που κέρδισε το βραβείο Γκονγκουρ Μοχάμεντ Μπουγκάρ Σαρ (Mohamed Mbougar Sarr), ο οποίος είναι μεν γαλλόφωνος αλλά στα βιβλία του υπάρχει παντού η Σενεγάλης, η Αφρική», σχολιάζει, απαντώντας στο σχετικό ερώτημα.
Οι έκδοτες να συνεχίσουν αυτό που κάνουν
Σε μια εποχή του εύκολου και του εύπεπτου, αλλά και της μετάβασης από το χαρτί στην ηλεκτρονική οθόνη, μπορεί άραγε να επιβιώσει ένας εκδοτικός οίκος που επιλέγει να έχει έναν ποιοτικό εκδοτικό κατάλογο κι ένα φιλόδοξο εκδοτικό πρόγραμμα ή το κυνήγι στη μάχη του μπεστ σέλερ είναι μονόδρομος για την επιβίωση στον χώρο του βιβλίου; Οι εκδότες δεν πρέπει να προσαρμόζονται στην αγορά αλλά να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που κάνουν εδώ και χρόνια, απαντά χωρίς ενδοιασμούς ο Ασουλίν και παραθέτει μια προσωπική του διαπίστωση:
«Όταν έγραφα τη βιογραφία του Γκαστόν Γκαλιμάρ (Gaston Gallimard) διαπίστωσα ότι ο Γκαλιμάρ τη δεκαετία του 20 αποφάσισε να εκδώσει συγγραφείς όπως ο Ζοζέφ Κεσέλ (Joseph Kessel), ο Ζορζ Σιμενόν (Georges Simenon) και άλλους συγγραφείς ιδιαίτερα δημοφιλείς. Κι ενώ όλοι έφριτταν λέγοντας ότι είναι πολύ δημοφιλείς, αφού το να πουλήσεις πάνω από 100.000 αντίτυπα θεωρείται σχεδόν …ύποπτο, ο Γκαλιμάρ το αποφάσισε αφενός επειδή ήταν εξαίρετοι συγγραφείς, αφετέρου επειδή ήταν δημοφιλείς- κι αυτό ήταν ακόμη καλύτερο», σημειώνει.
Φέρνει, μάλιστα, ως παράδειγμα τον δικό του εκδότη Νίκο Γκιώνη από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, που δεν διστάζει να παίρνει ρίσκα υπηρετώντας με αγάπη και αφοσίωση αυτό που κάνει.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ