Το βιβλίο παραμένει μία από τις καλύτερες «συντροφιές» στις διακοπές και στην παραλία.
Για το φετινό καλοκαίρι στα ευπώλητα βρίσκονται πέντε μεταφρασμένα μυθιστορήματα πρόσφατης ή και παλαιότερης εσοδείας που σηκώνουν …πολλή άμμο.
Ο «Αιματοβαμμένος μεσημβρινός ή Το δειλινό κοκκίνισμα στη Δύση» του Κόρμακ Μακάρθι, σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή, Gutenberg, αποτελεί μια ειδολογική μίξη του γουέστερν με το ιστορικό μυθιστόρημα. Ιστορικό μυθιστόρημα επειδή ο αφηγηματικός χρόνος εκκινεί μετά τη λήξη του πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού, ύστερα από την αναμεταξύ τους σύγκρουση για το πού ακριβώς βρίσκονταν τα σύνορα με το Τέξας. Οι ΗΠΑ επέβαλαν μια έκταση που φτάνει δυτικά από το Ρίο Γκράντε μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό. Είναι οι περιοχές στις οποίες κινούνται μεταξύ 1848 και 1849 οι μυθιστορηματικοί ήρωες μαζί με τους χρυσοθήρες και τον ασυγκράτητο τυχοδιωκτισμό τους. Είναι επιπλέον τα χρόνια της συνεργασίας της συμμορίας Γκλάντον με τις μεξικανικές αρχές. Το πλαίσιο αυτό δίνεται χαλαρά στο μυθιστόρημα του Μακάρθι, υποστηρίζοντας, ωστόσο, έστω και έτσι το ιστορικό του πρόσημο. Όσο για το γουέστερν, είναι προτιμότερο να μιλήσουμε για παρωδία γουέστερν ή για αντι-γουέστερν αφού κανένα από τα τυπικά χαρακτηριστικά του γουέστερν (αγώνας για την επιβολή του νόμου, σκληροί πλην τίμιοι άντρες, άτεγκτη θέληση για εγκατάσταση στη γη και φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον) δεν ισχύει στην περίπτωσή του – κανένα από αυτά δεν προλαβαίνει καν να τεθεί προκειμένου να ανατραπεί. Μένει ο μαγικός μυθιστορηματικός κόσμος, που αποσπά τη λαχανιασμένηπροσοχή μας χωρίς να υμνήσει αισθητικά το Κακό – θα σπεύσει απλώς να μνημονεύσει τη δαιμονική του παρουσία.
Το βιβλίο του Ζουλφί Λιβανελί «Στη ράχη της τίγρης», σε μετάφραση από τα τουρκικά της Φραγκώς Καραογλάν, εκδόσεις Πατάκη, είναι ιστορικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε εξαντλητική έρευνα και απαλλαγμένο ευθύς εξαρχής από ιδεολογικές στρεβλώσεις και εθνικές, φυλετικές και πολιτισμικές προκαταλήψεις.
Ο Λιβανελί στρέφεται στην τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα χρόνια του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ του Β’, ο οποίος, όντας παρανοϊκός με την ασφάλειά του, ζούσε κλεισμένος στα ανάκτορα. Μετά την εξέγερση των Νεότουρκων, ο σουλτάνος έμεινε τελείως απομονωμένος αφού τον εγκατέλειψε ακόμα και η προσωπική του φρουρά. Τη διακυβέρνηση ανέλαβε η επαναστατική επιτροπή «Ένωση και Πρόοδος». Όσο για τον σουλτάνο, εξορίστηκε το 1909 στη Θεσσαλονίκη και παρέμεινε φρουρούμενος στην έπαυλη Αλλατίνη. Από τον εγκλεισμό του σουλτάνου στην Αλλατίνη εκκινεί η αφήγηση του μυθιστορήματος του Λιβανελί, για να ρίξει εν συνεχεία φως, με αλλεπάλληλες αναδρομές, στο σύνολο του βίου του. Ο Λιβανελί μετατρέπει τον γιατρό Ατίφ Χουσεΐν σε σπονδυλική στήλη της αφήγησης. Ο γιατρός υπήρξε πραγματικό πρόσωπο. Και ο Λιβανελί σκιαγραφεί ψηφίδα προς ψηφίδα και την προσωπικότητα του εκθρονισμένου σουλτάνου – πάντοτε μέσα από τη ματιά του γιατρού του. Ορκισμένος Νεότουρκος στην αρχή ο γιατρός, μισεί τον Αμπντούλ Χαμίτ ως σφαγέα λαών και αδίστακτο δικτάτορα. Σιγά-σιγά, όμως, και δια μέσου της καθημερινής τριβής μαζί του, αναδεικνύεται ένα άλλο, ιδιαιτέρως περίπλοκο πρόσωπο, όπως πάντοτε συμβαίνει στην καλή λογοτεχνία.
Η ηρωίδα της «Εμμονής», Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη, ζει μια απομάκρυνση από κάποιον με τον οποίο μολονότι έχουν χωρίσει κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας (σαν να τον έχει βαρεθεί πια, σαν να πλήττει υπέρ το δέον μαζί του). Παρόλα αυτά, αρχίζει να τον επιθυμεί σφοδρά όταν της ανακοινώνει πως έχει προχωρήσει σε καινούργια σχέση. Η ηρωίδα δεν θα συναντήσει ποτέ την ανταγωνίστριά της μιας και ο παλαιός εραστής θα αρνηθεί να πει ακόμα και το όνομά της. Η άγνωστη γυναίκα αποκτά, όμως, ημέρα με την ημέρα τεράστιο βάρος στον νου και στη συνείδησή της: τη βλέπει παντού μπροστά της στον δρόμο, βασανίζεται από επίμονες εικασίες για την προσωπικότητα, το επάγγελμα και την εμφάνισή της, σκέφτεται ακατάπαυστα τις σεξουαλικές της κινήσεις με το κορμί του πρώην συντρόφου και φτάνει στο τέλος να τη μισήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Κάθε ταμπού και συμφωνημένος περιορισμός του σύγχρονου πολιτισμού θα πάνε περίπατο μαζί με την οποιαδήποτε αίσθηση αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού – κι ας είναι η πρωταγωνίστρια μια καλλιεργημένη γυναίκα με κοινωνικό κύρος και ευρεία αναγνώριση, κι ας σέρνει μαζί της έναν πολυετή γάμο, τον οποίο και διέλυσε εις τα εξ ων συνετέθη προτού δημιουργήσει τον δεσμό για την απώλεια του οποίου θρηνεί τώρα απαρηγόρητη.
Έχουμε συνηθίσει, εδώ και αρκετά χρόνια, να παρακολουθούμε στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιου Νέσμπο αιματηρές οικογενειακές και κοινωνικές συγκρούσεις ή περίπλοκα θρίλερ για τα πρωτεία της εξουσίας, όπου και, αίφνης, η συνομιλία του με τις τραγωδίες του Σαίξπηρ. Με το μυθιστόρημα, ωστόσο, «Το νυχτόσπιτο», σε μετάφραση Γρηγόρη Κονδύλη, Μεταίχμιο, ανοίγεται ένας νέος συγγραφικός δρόμος. Δρόμος όπου ο Νέσμπο θα συναντήσει τη «Μεταμόρφωση» του Φραντς Κάφκα, τον «Άρχοντα των μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, τον «Φύλακα στη σίκαλη» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ (βλ. και τις εύστοχες παρατηρήσεις του Γρ. Κονδύλη στο εισαγωγικό του σημείωμα), αλλά και τον σκοτεινό κόσμο του Στίβεν Κινγκ, ο οποίος μάλλον δίνει και τον κυρίαρχο τόνο, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Αν ακολουθήσουμε τη σειρά των επιρροών ή των πηγών τις οποίες δέχεται ή με τις οποίες δουλεύει ο Νέσμπο, θα βρούμε αμέσως τις θεματικές συνδέσεις και τις αλληλουχίες. Πρώτα είναι οι ανατριχιαστικές εκβλαστήσεις: σπίτια που βγάζουν ρίζες, άνθρωποι που μετατρέπονται σε έντομα, ακουστικά τηλεφωνικών θαλάμων που καταβροχθίζουν ανθρώπινα μέλη. Ύστερα έρχονται οι πάντοτε ανήσυχοι έφηβοι, έτοιμοι να επαναστατήσουν ή να αυτοκαταστραφούν, τοποθετημένοι σε μια απροσδιόριστη γεωγραφικά μικρή πόλη των ΗΠΑ (να θυμίσω πως ο Νέσμπο είναι Νορβηγός), που ονομάζεται Μπαλαντάιν και μεγαλώνει τα παιδιά της κατά εξαιρετικά κατά επίφοβο τρόπο, σε μια εποχή η οποία δεν είναι άλλη από τη δεκαετία του 1970.
«Ο βασιλιάς των ξωτικών» πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1970 και τιμήθηκε με το βραβείο Goncourt. Το 1996 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Φόλκερ Σλέντορφ, με πρωταγωνιστή τον Τζον Μάλκοβιτς. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα, σε εξαιρετική μετάφραση της Λίζυς Τσιριμώκου (υπενθυμίζω και την παλαιότερη, επίσης καλή μετάφραση της Σαπφώς Διαμαντή όταν το έργο τιτλοφορήθηκε «Ο δράκος»). Η τωρινή μετάφραση συνοδεύεται από λίαν διαφωτιστικές σημειώσεις συν τη μετάφραση του σπουδαίου επιμέτρου του Philippe de Mones. Πρωταγωνιστής στον Βασιλιά των ξωτικών είναι ένας μεγαλόσωμος ιδιοκτήτης συνεργείου αυτοκινήτων, που πέρασε εφιαλτικά χρόνια στο κολέγιο του Αγίου Χριστοφόρου στην Μποβέ και γλίτωσε από τα μαρτύριά του μόνον όταν το κτίριο καταστράφηκε από φωτιά την ημέρα κατά την οποία ο ίδιος επρόκειτο να υποστεί την ύψιστη τιμωρία των παιδαγωγών του. Ορθολογική ανάλυση, συνθετική ικανότητα και βλέμμα άγρυπνου παρατηρητή: αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του Τιφόζ, που είναι έτοιμος να κάνει το μεγάλο άλμα, όταν λίγο πριν από την άδικη καταδίκη του για τον βιασμό μιας ανήλικης έρχεται η επιστράτευση του 1939 και γι’ άλλη μια φορά ανοίγει διάπλατος μπροστά του ο δρόμος της ελευθερίας.
Ο Τιφόζ συλλαμβάνεται αιχμάλωτος πολέμου και μεταφέρεται στην Ανατολική Πρωσία, όπου και θα ανακαλύψει τον πυρήνα του μυστικού νοήματος της αποστολής του: να μαζεύει για λογαριασμό των ναζί ανύποπτους νεαρούς Γερμανούς, που εκπαιδεύονται στον Κάλντενμπορν για να γίνουν τροφή των σοβιετικών στρατευμάτων, τα οποία θα εισβάλουν οσονούπω στη χώρα. Και όταν γνωρίζεται με έναν μικρό Εβραίο, που έχει μόλις ξεφύγει από το Αουσβιτς, ενώνεται για πάντα μαζί του και τον συνοδεύει με απόλυτη αφοσίωση ώς τον κοινό τους θάνατο. Ο ήρωας μπορεί να μαζεύει παιδιά για λογαριασμό των Γερμανών, αλλά βαθμιαία συνειδητοποιεί ότι νιώθει μόνο αποστροφή, τόσο για τα κολασμένα επιστημονικά τους πειράματα όσο και για τις μαζικές φυλεκτικές τους εξοντώσεις. Ο Philippe de Mones έχει δίκιο που επιμένει στην ιδιότητα της μητέρας-τροφού και στη μορφή του Αγίου Χριστόφορου όταν χρεώνεται επ’ ώμου το βάρος του κόσμου. Δράκοι, ωστόσο, στο μυθιστόρημα του Τουρνιέ, φορτωμένοι με το μένος και τον τρόμο της εκκαθαριστικής τους ιδεολογίας, είναι μόνο οι ναζί, που λατρεύουν τη σάρκα ως αντικείμενο τεμαχισμού, αφανισμού και καθολικής απαξίωσης.
Πηγή: ΑΠΕ