Ο Μίλαν Κούντερα πέθανε σε ηλικία 94 χρόνων, αφήνοντας πίσω του βιβλία όπως «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», «Το αστείο» και η «Γιορτή της ασημαντότητας». Το κείμενό του «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης», το οποίο δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό «Le Debat», τον Νοέμβριο του 1983, κυκλοφόρησε το 2022 από την Εστία, σε εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη, και έχει μια δυναμική και μια ζωντάνια που δεν δείχνουν την παραμικρή ρυτίδα (δημοσιεύτηκε την ίδια περίοδο και στα γαλλικά). Βασική έννοια στο πυκνό δοκίμιο του Κούντερα είναι η έννοια της Κεντρικής Ευρώπης, υπό την οποία συστεγάζει την Τσεχία, την Πολωνία και την Ουγγαρία, ενδεχομένως και την Αυστρία.

Μια τέτοια Κεντρική Ευρώπη, που αντλεί ένα κρίσιμο μέρος της ταυτότητάς της από την κουλτούρα, με συνθέτες όπως ο Ούγγρος Μπέλα Μπάρτοκ, οι Τσέχοι πεζογράφοι Φραντς Κάφκα και Γιάροσλαβ Χάσεκ ή ο Πολωνός Βίτολντ Γκομπρόβιτς, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του παραλόγου, μοιάζει να απουσιάζει από την ευρωπαϊκή συνείδηση των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, όταν η ουγγρική εξέγερση του 1956, η Άνοιξη της Πράγας του 1968 και οι πολωνικές κινητοποιήσεις από το 1956 μέχρι και το 1970 έρχονται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση, προκαλώντας ένα μείζον πολιτικό δράμα, καθώς και αφήνοντας ένα βαθύ πολιτικό και πολιτισμικό τραύμα. Ένα κομμάτι της Ευρώπης το οποίο ανήκει στις καλύτερες παραδόσεις της, «εκφράζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή ποικιλομορφία στον μικρότερο δυνατό χώρο», συγκρούστηκε με τη Σοβιετική Ένωση και υπέμεινε τη βαριά σκιά της Ρωσίας, που παρουσίαζε το ακριβώς αντίθετο: «τη μικρότερη δυνατή ποικιλομορφία στον μεγαλύτερο δυνατό χώρο».  

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Κούντερα δεν βιάζεται να ξεμπερδέψει μια και καλή -σε αφοριστικό τόνο- με τη ρωσική πολιτική και τον ρωσικό πολιτισμό. Μιλάει για τις ιστορικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Ρωσίας και για τη θέλησή της να έρθει σε επαφή με την Ευρώπη και τη Δύση και αναγνωρίζει τις ευρωπαϊκές οφειλές στο ρωσικό μυθιστόρημα, δεν επιζητεί, ωστόσο, να αποσιωπήσει αυτό που όλοι γνωρίζουμε στις ημέρες μας, μετά τον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του 2022: το γεγονός πως η Ρωσία ουδέποτε έπαψε στην πραγματικότητα να φοβάται και να μην εμπιστεύεται την Ευρώπη, θεωρώντας πως η ίδια αποτελούσε ανέκαθεν έναν υπέρτερο, ξεχωριστό και ταυτοχρόνως ενιαίο και συμπαγή κόσμο.

Και πάλι, ωστόσο, παρά το ότι η προσέγγισή του έρχεται να μπει στο κέντρο της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας, το ζήτημα το οποίο απασχολεί επισταμένως τον Κούντερα δεν είναι οι λίγο-πολύ δεδομένες θέσεις και αποβλέψεις της Ρωσίας, αλλά η ίδια Ευρώπη: μια Ευρώπη που δεν έβλεπε μεταπολεμικά στα «μικρά έθνη» της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας τον πόθο τους για αυτονομία και ανεξαρτησία, αλλά μόνο το στενό πολιτικό τους πρόβλημα. Τα «μικρά έθνη» (με ευδιάκριτη την επίδραση του εβραϊκού στοιχείου) δεν αποτελούν αφορμή για πατριωτική έξαρση, για έναν εθνικισμό των ανίσχυρων και των αδύναμων, που θα μετατρέψει τους νάνους σε γίγαντες. Τα «μικρά έθνη» διαμόρφωσαν μια κουλτούρα κι ένα πολιτιστικό και καλλιτεχνικό συνεχές που αναδεικνύει πεντακάθαρη τη φυσιογνωμία της Κεντρικής Ευρώπης: τη δυσπιστία απέναντι σε μια ολιστική σύλληψη των ιστορικών μεγεθών,  τη δυσφορία με την ιδέα ότι τα θηριώδη βήματα της Ιστορίας θα οδηγήσουν ούτως ή άλλως στον θρίαμβό της. Η κουλτούρα των «μικρών εθνών»,  η ουσία και το βάρος της σοφίας τους, λειτουργούν σαν κρυμμένοι σβώλοι από χρυσό όποτε περιγελούν το μεγαλείο και τη δόξα ή όποτε συνειδητοποιούν πως η Ιστορία είναι πιθανόν να μην ταυτίζεται με μια ατέλειωτη επέλαση προόδου, αλλά να εξισώνεται με το ακριβώς ανάποδο, με μια διαδικασία έκπτωσης αξιών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Και για να περάσουμε από την κουλτούρα στην πολιτική, έτσι ακριβώς είτε περιγέλασαν είτε επέκριναν τη Σοβιετική Ένωση και τους επιτόπιους δορυφόρους της η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία των χρόνων του μεταπολέμου. Και σε αυτή τη γραμμή, ακόμα κι αν η Ευρώπη δεν το εννοεί και δεν το καταλαβαίνει, τα «μικρά έθνη» είναι σάρκα εκ της σαρκός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Τέκνο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανισμού, η Ευρώπη, που δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη συμβολή των «μικρών εθνών» στην ιστορία της, έχασε πρώτα τον Θεό της (μάλλον τον απέκρυψε) ενώ σύντομα στερήθηκε και την κουλτούρα της, για να την υποκαταστήσει με το πνεύμα της κατανάλωσης και με την παντοδυναμία της αγοράς, της τεχνολογίας και των μέσων ενημέρωσης.   

Ο Κούντερα γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929 σε μία μεσοαστική και ιδιαίτερα καλλιεργημένη οικογένεια στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Ο πατέρας του, Λούντβιχ Κούντερα (1891-1971), ήταν σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας, μαθητής του μεγάλου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janáček). Ο Μίλαν διδάχτηκε πιάνο από τον πατέρα του και αργότερα σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Έτσι, μουσικολογικές επιρροές εμφανίζονται συχνά στο έργο του, όπως στο βιβλίο του Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, στο οποίο ενθέτει πεντάγραμμα με μελωδίες του Μπετόβεν ως εκφραστικό μέσο μιας συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Κούντερα ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στο Μπρνο το 1948 και έπειτα σπούδασε Λογοτεχνία και Αισθητική στη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα. Έπειτα από δύο ακαδημαϊκούς κύκλους μετεγγράφηκε στη Σχολή Κινηματογράφου της Ακαδημίας Θεάματος της Πράγας και αρχικά παρακολούθησε διαλέξεις στη σκηνοθεσία και στη σεναριογραφία.

Ο ίδιος ανήκε σε μια γενιά νεαρών Τσέχων που διαθέτοντας ελάχιστη έως ανύπαρκτη τριβή με την προπολεμική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, η ιδεολογία τους επηρεάστηκε δραστικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή. Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια ο Κούντερα γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας με ενεργή κοινωνική και πολιτική δράση, η οποία το 1950 οδήγησε στην απότομη παύση των ακαδημαϊκών σπουδών του.

Ο Κούντερα παρέμεινε για μερικά χρόνια ακόμα προσκείμενος στον μεταρρυθμιστικό τσέχικο κομμουνισμό και παράλληλα συγκρούστηκε σφοδρά μέσω του τύπου με τον συμπατριώτη του συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ. Η συλλογιστική του Κούντερα πρότεινε κατά βάση ότι θα έπρεπε να κυριαρχήσει η ψυχραιμία, αναφέροντας ότι “κανένας δεν φυλακίζεται, ακόμα, για τις απόψεις του” και ισχυριζόμενος ότι “η σπουδαιότητα του Φθινοπώρου της Πράγας ίσως τελικά αποβεί ιστορικά σημαντικότερη από εκείνη της Άνοιξης της Πράγας”. Εν τέλει ο Κούντερα παραιτήθηκε από τα μεταρρυθμιστικό του όραμα και μετακόμισε στη Γαλλία το 1975. Δίδαξε για λίγα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Ρεν και πολιτογραφήθηκε Γάλλος το 1981.

Την ίδια χρονιά ο Μίλαν Κούντερα και ο συγγραφέας Ζαν Τρεφούλκα εκδιώχθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα με την κατηγορία των “αντικομματικών δραστηριοτήτων”. Αργότερα, το 1962, ο Τρεφούλκα θα περιγράψει το γεγονός στη νουβέλα του Happiness Rained On Them ενώ το 1967 και ο ίδιος ο Κούντερα θα εμπνευστεί και θα βασίσει εκεί το κύριο θέμα του μυθιστορήματός του Το Αστείο.

Με την αποφοίτησή του, το 1952, ο Κούντερα προσλήφθηκε από τη Σχολή Κινηματογράφου ως εισηγητής στην Παγκόσμια Λογοτεχνία. Το 1956 επανεντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και αποβλήθηκε για δεύτερη φορά το 1970. Μαζί με άλλους συγγραφείς της κομμουνιστικής μεταρρύθμισης, όπως ο Πάβελ Κόχουτ, είχε μερική ανάμειξη στην Άνοιξη της Πράγας του 1968. Η σύντομη αυτή περίοδος μεταρρυθμιστικής δράσης κατεστάλη βίαια από τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης