Μια ημέρα σαν τη σημερινή το βρετανικό heavy metal συγκρότημα Judas Priest βρέθηκε στα δικαστήρια με μια φαινομενικά εξωφρενική κατηγορία: ότι «έσπρωξε» δυο οπαδούς του στην αυτοκτονία. Πρόκειται για μια δικαστική υπόθεση που προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Ειδικότερα το 1990, το διάσημο χέβι – μέταλ συγκρότημα των Judas Priest σύρθηκε στα δικαστήρια. Οι γονείς δύο νεαρών, που αυτοκτόνησαν, θεώρησαν υπεύθυνη τη μουσική τους και υπέβαλαν αγωγή εναντίον τους.
Ήταν η πρώτη δίκη του είδους στις ΗΠΑ (Vance vs Judas Priest) και προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Το ιστορικό της υπόθεσης ξεκινά σαν σήμερα την προπαραμονή των Χριστουγέννων (23 Δεκεμβρίου) του 1985. Έπειτα από κραιπάλη ωρών, με μπίρες, μαριχουάνα και μουσική χέβι-μέταλ, ο 20χρονος Τζέιμς Βανς και ο 18χρονος Ρέιμοντ Μπέλκναπ αποφασίζουν από κοινού να βάλουν τέρμα στη ζωή τους. Και οι δύο νεαροί ήταν παιδιά προβληματικών οικογενειών και είχαν περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια.
Ο Μπέλκναμπ πήρε μια πριονισμένη καραμπίνα από το σπίτι του και μαζί με τον Βανς πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας στην πόλη Σπαρκς της Νεβάδα για να πραγματώσουν το απονενοημένο διάβημά τους. Ο Μπέλκναμπ, χωρίς να χάσει χρόνο, έβαλε την καραμπίνα κάτω από το σαγόνι του και πάτησε τη σκανδάλη. Πέθανε ακαριαία. Ο Βανς, χωρίς καλά – καλά να συνειδητοποιήσει την κατάληξη του φίλου του, μάζεψε το ματωμένο όπλο και επανέλαβε μηχανικά την κίνηση του Μπέλκναμπ. Για καλή του τύχη επέζησε, βαρύτατα τραυματισμένος και με παραμορφωμένο πρόσωπο.
Όμως, τα επόμενα τρία χρόνια της ζωής του ήταν εφιαλτικά. Πέρασε 140 ώρες στο χειρουργείο, προκειμένου να αποκατασταθούν οι στοιχειώδεις λειτουργίες του οργανισμού του και ζούσε με διαρκείς πόνους. Ένα χρόνο μετά το συμβάν, ο Βανς έγραψε στη μητέρα του Μπέλκναπ, ότι το ποτό και το χέβι-μέταλ ευθύνονται για την απόφασή τους να αυτοκτονήσουν. Το 1988 έπεσε σε κώμα και τελικά πέθανε από υπερβολική δόση ηρεμιστικών χαπιών, αφήνοντας χωρίς πατέρα μια κορούλα μερικών μηνών.
Με βάση την επιστολή Βανς, οι γονείς των δύο παιδιών αποφάσισαν να κινηθούν δικαστικά εναντίον των Judas Priest και ανέθεσαν την υπόθεση σε δύο δικηγόρους. Αυτοί με τους τεχνικούς συμβούλους των οικογενειών μελέτησαν τον επίμαχο δίσκο «Stained Crass» των Judas Priest, που είχαν «λιώσει» οι δύο νεαροί στο πικάπ τους, προτού πάρουν την απόφαση να αυτοκτονήσουν. Στο τραγούδι «Better By You, Better Than Me» ανακάλυψαν υποσυνείδητα μηνύματα, όπως, «Let’s Be Dead» «Fuck the Lord» και «Do it». Ιδιαίτερα τη φράση «Do it» τη θεώρησαν προτροπή για αυτοκτονία. Βάσει αυτών των ευρημάτων αποφάσισαν να καταθέσουν το 1987 αγωγή αποζημίωσης ύψους 6,2 εκατομμυρίων δολαρίων κατά του συγκροτήματος και της δισκογραφικής τους εταιρείας CBS.
Ακούστε το τραγούδι:
Ακούστε το τραγούδι:
Η υπόθεση ήχθη ενώπιον του δικαστή Τζέρι Ουάιτχεντ στο Ρίνο της Νεβάδα. Αυτός αποφάσισε να την παραπέμψει σε σώμα ενόρκων, αφού δεν έκανε δεκτό το αίτημα των εναγομένων να απορριφθεί η αγωγή, επειδή τα υποσυνείδητα μηνύματα, ακόμα και αν είναι αληθή, προστατεύονται από την Πρώτη Τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος για την ελευθερία του λόγου. Η αγωγή εκδικάσθηκε, τελικά, στις αρχές Αυγούστου 1990 στο Ρίνο της Νεβάδα. Οι γονείς των δύο αυτόχειρων επανέλαβαν το επιχείρημα ότι ο θάνατος των παιδιών τους προκλήθηκε από τα μηνύματα που υπήρχαν κρυμμένα μέσα στο τραγούδι των Judas Priest.
Η δικηγόρος του συγκροτήματος αντέτεινε ότι οι επίμαχες φράσεις σχηματίσθηκαν από τυχαίους συνδυασμούς ήχων και θορύβων και δεν τοποθετήθηκαν ηθελημένα από το συγκρότημα.
Η κατάθεση του Ρομπ Χάλφορντ
Ο τραγουδιστής των Judas Priest Ρομπ Χάλφορντ, που εξετάστηκε ως μάρτυρας, υποστήριξε ένα πειστικό επιχείρημα. Είπε στο δικαστήριο ότι αν το συγκρότημα επεδίωκε να περάσει κάποιο υποσυνείδητο μήνυμα αυτό θα ήταν του τύπου «Αγοράστε τους δίσκους μας» και όχι κάποιο που παρακινούσε τους φανς – πελάτες να αυτοκτονήσουν. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι όντως υπήρξαν υποσυνείδητα μηνύματα στο τραγούδι «Better By You, Better Than Me», αλλά δεν ήταν ικανά να παρακινήσουν τα δύο παιδιά σε αυτοκτονία και απέρριψε την αγωγή στις 24 Αυγούστου 1990.
Τη δεκαετία του ’90 το ροκ και το ραπ τέθηκαν στο στόχαστρο ανησυχούντων γονέων με επικεφαλής τη σύζυγο του Αμερικανού Αντιπροέδρου Αλ Γκορ, Τίπι Γκορ, επειδή πίστευαν ότι οι στίχοι των τραγουδιών τους μπορούσαν να βλάψουν τους ανήλικους. Έτσι, οι δισκογραφικές εταιρείες αναγκάσθηκαν να τοποθετήσουν προειδοποιητικά αυτοκόλλητα σε πολλούς δίσκους ροκ και ραπ μουσικής.