Διαβάστε την εξομολόγηση του Στέλιου Καζαντζίδη στον Θανάση Λάλα
— Η Μαρινέλλα υπήρξε μεγάλος έρωτας για σας;
Υπήρξαν κάποιες μέρες, μήνες, στην αρχή της γνωριμίας μας, τότε που δεν υπήρχαν ακόμα οι πολλές υποχρεώσεις. Κάναμε το κέφι μας μόνο, τα ψαρέματά μας, τις βόλτες μας… Δεν θυμάμαι μετά απ’ αυτόν τον πρώτο καιρό να μας απασχόλησε ξανά ο έρωτάς μας. Τον παραμελήσαμε πολύ, λόγω υποχρεώσεων και οι δυο. Όταν κατεβήκαμε στην Αθήνα, πέσανε όλοι οι συνθέτες πάνω μας. Μας δίναν όλοι τραγούδια τους και δεν κάναμε τίποτε άλλο. Μόνο πρόβες όλη μέρα. Τραβιόμαστε στα σπίτια των συνθετών και κάναμε πρόβες. Όλα τα άλλα τα αφήσαμε. Εγώ το παραδέχομαι… τα άφησα από τη μεριά μου. Τον παραμέλησα τον έρωτά μου. Κι εγώ έχω τη μεγάλη ευθύνη, γιατί ο δικός μου ο ρυθμός ήταν πιο αργός και θα έπρεπε, είχα τη δυνατότητα δηλαδή, να σκεφτώ τι κάνουμε, πού πάμε, πώς αφήνουμε τους εαυτούς μας έτσι, να τρέχουν αποδώ κι αποκεί, χωρίς να νοιαζόμαστε για τα αισθήματά μας.
— Η δόξα παρασύρει;
Ναι, η επιτυχία, όπως σου έχω πει, είναι ξελογιάστρα γυναίκα. Πληρώνεις ακριβά για να πας με την επιτυχία. Δεν πληρώνεις σε χρήμα, πληρώνεις σε μοναξιά, σε αισθήματα. Η Μαρινέλλα ήταν ένας υπερδραστήριος άνθρωπος και με παρέσυρε κι εμένα σ’ αυτή την υπερένταση. Έτρεχα μαζί της και δεν μου ’λεγε: «Τέρμα». Ούτε εγώ της έλεγα: «Ως εδώ και μη παρέκει!». «Κλείσαμε ραντεβού», μου έλεγε, «πρέπει να πάμε». Ούτε άρρωστη δεν άλλαζε το ραντεβού… Ήταν και είναι πολύ τυπική στη δουλειά της. Πάρα πολύ τυπική.
— Αυτό είναι για σας πλεονέκτημα ή μειονέκτημα;
Δεν ξέρω τι να πω… Γιατί η συνέπεια και η τυπικότητα είναι πολύ σημαντικά στη δουλειά, είναι πλεονεκτήματα, αλλά καταλήγουν και αρρώστιες, που κάνουν πολύ κακό στον άνθρωπο.
— Η κυρία Μαρινέλλα ήταν σε όλα στη ζωή της έτσι;
Στη δουλειά ήταν σίγουρα έτσι.
— Γιατί ειδικά στη δουλειά έτσι;
Δεν ξέρω να απαντήσω σ’ αυτό το «γιατί»… Ίσως η αγάπη της για το επάγγελμα, για το τραγούδι. Ίσως… Γιατί σε πολλά άλλα πράγματα δεν ήταν τόσο αυστηρή όσο στα θέματα που αφορούσαν τη δουλειά της.
— Γιατί δεν είχε πει και δικά της τραγούδα όσο ήταν πλάι σας;
Σ’ αυτήν τη δεκαετία που ήμασταν μαζί κατάφερα με εκβιασμούς να πει δύο τραγούδια. Έβαλα τον Μάτσα να της δώσει κάποιο τραγούδι να το πει και με πολλή πίκρα μού είπε το «ναι» μια μέρα. Ότι δηλαδή θα την άφηνε να πει κάποιο τραγούδι. Και είπε ένα τραγούδι. Το «Είμαστε αδέρφια» του Μπάμπη του Μπακάλη… Κι ένα τραγούδι του Μαρκόπουλου που έλεγε η Δούκισσα. Είπε κι αυτό το τραγούδι. Αυτά ήταν τα δύο σόλα που είχε πει όσο ήμαστε μαζί. Και οι συνθέτες της εποχής εκείνης, πολλοί από αυτούς, για να είμαστε ειλικρινείς, αφού πέρασε πια η «χρυσή φλέβα» του ντουέτου, μου λέγανε: «Σε θέλουμε μόνο σου. Δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσεις τη Μαρινέλλα και σ’ αυτό το τραγούδι». Στην αρχή δεν μπορούσα να το καταλάβω, από την αγάπη που της είχα και μου είχε. Ήμασταν ένα. Επέμενα πάντα: «Δεν υπάρχει τραγούδι του Καζαντζίδη χωρίς την παρουσία της Μαρινέλλας».
— Πάντως, πολλοί που ήταν κοντά σας τότε λένε ότι κι εσείς δεν θέλατε η κ. Μαρινέλλα να λέει μόνη της κάποια τραγούδια δικά της. Είναι αλήθεια ότι δεν θέλατε να βγει κι αυτή μπροστά, να ανεξαρτητοποιηθεί;
Οι βλακείες που λέγανε διάφοροι που θέλανε να βάλουν φιτιλιές στη σχέση μας… Γιατί μόλις κατεβήκαμε και εγκατασταθήκαμε πια μονίμως κάτω, εδώ στην Αθήνα, εγώ άρχισα να δένομαι πάρα πολύ με τη Μαρινέλλα κι αυτό δεν άρεσε σε πολλούς. Στη νύχτα, τις μόνιμες και υγιείς σχέσεις τις βλέπουν όλοι λίγο καχύποπτα. Προτιμούν να είσαι μόνος, να γυρνάς δεξιά κι αριστερά χωρίς στήριγμα, για να είσαι πάντα υποχείριό τους, να μπορούν να εκμεταλλεύονται τα πάνω και τα κάτω σου. Η αλήθεια είναι ότι εγώ παρακαλούσα τις εταιρείες να τη βάλουν να κάνει ένα σόλο, μόνη της, να της δώσουν και κάποιο τραγούδι να το πει μόνη της, για να δημιουργήσει μια δική της προσωπικότητα, αλλά αυτές τίποτα. Οι εταιρείες ήταν ανένδοτες. Φοβόντουσαν μη χαλάσει το ποτάμι που τους έφερνε με τη σέσουλα το χρήμα. Το αρνιόντουσαν και οι Λαμπρόπουλοι και η Κολούμπια στην αρχή και, βέβαια, στη συνέχεια ο Μάτσας. Κατά καιρούς, μάλιστα, οι ίδιοι άφηναν να διαρρέει ότι δεν την άφηνα εγώ να τραγουδήσει δικά της. Κι αυτό κόλπο ήταν των εταιρειών, που όταν πέφτουν στην κότα που κάνει τα χρυσά αυγά, δεν μπορούν να δουν τίποτε άλλο, φοβούνται μην κάνουν κακό στη χρυσή τους κότα, και όχι μόνο δεν τολμούν κάτι παράλληλα αλλά τα όχι τους τα φορτώνουν σε άλλους, για να κάνουν αυτοί τους καλούς. Γνωστό το κόλπο τους και δεν πιάνουν αυτά σ’ εμένα.
— Βέβαια, όταν χωρίσατε την αγκάλιασαν οι εταιρείες…
Ναι. Μετά το διαζύγιο άρχισε, όπως σου έχω ξαναπεί, μια σόλο πορεία. Αυτή ξεκίνησε με την περιοδεία στη Ρωσία με τον Γιώργο Κατσαρό. Ο Κατσαρός είχε την πρόσκληση και την πήρε μαζί του σαν τραγουδίστρια. Στη συνέχεια, όταν γύρισε πια από κει, έκανε με τον Κατσαρό κάποια τραγούδια και αμέσως άρχισε να ακούγεται σαν μονάδα και να ξεχωρίζει. Όμως η επιτυχία της η μεγάλη οφείλεται σ’ εμένα και στον συγχωρεμένο τον Πυθαγόρα. Όταν φύγαμε μαζί και οι δύο από τον Μάτσα και βρεθήκαμε στη Φίλιπς, ήταν επιθυμία του Πυθαγόρα, μετά από έναν-ενάμιση χρόνο χωρισμό, να μας σμίξει, να έρθουμε πάλι κοντά με τη Μαρινέλλα. Και μας έκλεισε κάποιο ραντεβού. Έτσι ξαναειδωθήκαμε, μετά από ενάμιση χρόνο χωρισμό. Και της είπα σε αυτήν τη συνάντηση ότι είχα κατά νου να φύγω από τον Μάτσα. Και μου είπε: «Κι εγώ είμαι δυσαρεστημένη». Και της απάντησα: «Μπορούμε να συνεχίσουμε τα ντουέτα μας στους δίσκους κι εσύ να λες τα σόλα σου και να λέω κι εγώ τα σόλα μου και να κάνουμε και κάποια τραγούδια μαζί». Κι έτσι φύγαμε από τον Μάτσα και πήγαμε στη Φίλιπς. Από κει αρχίζει η μεγάλη επιτυχία της Μαρινέλλας. Δηλαδή το ότι έφυγε από τον Μάτσα, αυτή ήταν η μεγαλύτερή της επιτυχία σε όλη της την καριέρα.
— Γιατί; Γιατί το λέτε αυτό τόσο απόλυτα;
Γιατί η Φίλιπς είναι αυτή που ανέβασε τη Μαρινέλλα εκεί που δεν θα την ανέβαζε ποτέ ο Μάτσας… ποτέ. Ποτέ, μα ποτέ. Δεν είχε ο Μάτσας ανεπτυγμένο το αίσθημα της διαφημίσεως μέσα του τότε. Ενώ η Φίλιπς, η οποία δούλευε σαν ευρωπαϊκή εταιρεία, τη χειρίστηκε πάρα πολύ σωστά. Της έλειπε της Φίλιπς και μια φωνή σαν της Μαρινέλλας. Η χροιά της φωνής της Μαρινέλλας τότε, εκείνη την εποχή, ήταν επίκαιρη, ήταν αυτό που ταίριαζε στην εποχή. Και βέβαια, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα ταλέντα που κουβαλούσε η Μαρινέλλα… Όλα αυτά μαζί.
— Εσείς δεν κρατούσατε μια πίκρα απ’ όλα αυτά που είχαν συμβεί μεταξύ σας; Δεν σας ενοχλούσε η άνοδός της;
Αντίθετα. Χαιρόμουν να τη βλέπω να προχωράει. Το ήξερα ότι θα έφευγε μπροστά. Ήθελε πολύ να πετύχει και το πάλευε όπως μπορούσε. Όχι, δεν είχα απωθημένα μαζί της. Άλλωστε τα καλά με τη Μαρινέλλα ήταν πάντα περισσότερα από τα δύσκολα που περάσαμε.
— Πάντως, σας ακούω να μιλάτε για την επιτυχία της και νιώθω ότι θέλετε κάπως να την πιστωθείτε… Αλήθεια πιστεύετε ότι η μεγάλη της επιτυχία οφείλεται σ’ εσάς και στον Πυθαγόρα;
Θυμάμαι ακόμα το συμβόλαιο που της έκανε η Φίλιπς. Δεν ήταν το συμβόλαιο που θα ’κανε η Μαρινέλλα αν πήγαινε σαν μονάδα… Με τους όρους που αξίωσα εγώ κι ο Πυθαγόρας να την πάρουνε τα χάσανε οι άνθρωποι της Φίλιπς. Θυμάμαι, μάλιστα, τον Αντύπα, που μας είπε ότι εδώ πρόκειται για συμβόλαιο Καζαντζίδη, δεν πρόκειται για συμβόλαιο Μαρινέλλας. Να σκεφτείς ότι υποχρεώσαμε την εταιρεία να της δώσει και κάποιο δάνειο και πολλά άλλα. Ναι, νομίζω ότι η μεγαλύτερη επιτυχία της Μαρινέλλας ήταν αυτή, ότι δηλαδή άλλαξε εταιρεία.
— Και μαζί άλλαξε και στυλ τραγουδιών;
Ναι. Κι αυτό έπαιξε πολύ ρόλο. Έπεσε σε κάποιες πολύ διαφορετικές συνθέσεις. Δούλεψε με τον Πλέσσα και με διάφορους άλλους έντεχνους συνθέτες και έκανε και αυτήν τη σειρά των τραγουδιών που, ομολογουμένως, ήταν πάρα πολύ ωραία. Της εποχής εκείνης σπουδαία τραγούδια. Η αλήθεια είναι ότι το διάστημα που τραγουδούσε μαζί μου δεν είχε μεγάλη πέραση η φωνή της σε αυτό το είδος που τραγουδούσα εγώ. Αυτή είναι μια δεχτή παρατήρηση. Με τον χωρισμό μας είχε πάρει και μια άλλη τροπή το λαϊκό τραγούδι, χάρη στον Χιώτη, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη… Άρχισε ο κόσμος να ζητάει πιο εμπλουτισμένα κομμάτια. Να ’χουν καλύτερες ορχήστρες, καλύτερα μέσα, καλύτερες ηχογραφήσεις. Βελτιωνόντουσαν όλα. Τα στούντιο είχανε πάψει να κάνουνε ηχογραφήσεις με τον πρωτόγονο τρόπο που έκαναν μέχρι τότε. Έτσι δέχτηκε ο κόσμος τη φωνή της Μαρινέλλας, που ήταν πολύ ταιριαστή με αυτήν τη συνολική αλλαγή στο λαϊκό τραγούδι. Δηλαδή η σόλο προσπάθεια της Μαρινέλλας συνέπεσε με μια αλλαγή του τραγουδιού, που την ήθελε και ο κόσμος. Παίζουν πολλά ρόλο όταν μιλάμε για μια τόσο μεγάλη πορεία, όπως αυτή της Μαρινέλλας!
— Ο πολύς ο κόσμος σάς θεωρούσε ένα ερωτικό ζευγάρι που κάνατε μεγάλη καριέρα και ως καλλιτεχνικό ζευγάρι.
Ναι. Ήμασταν το πιο δημοφιλές καλλιτεχνικό ζευγάρι, το πιο ταιριαστό φωνητικό ντουέτο και υπόδειγμα ζευγαριού, ανδρόγυνου. Ποτέ δεν είχαμε δώσει δικαιώματα. Ούτε καβγάδες ούτε άλλα πράγματα που να μας εκθέτουν δημόσια. Δεν είχαμε δώσει δικαιώματα στον Τύπο για να γράφουνε, όπως συνέβαινε με πολλά άλλα ζευγάρια εκείνη την εποχή. Η Μαρινέλλα ήταν πάντα μια Κυρία.
— Σας άρεσε η σκηνική παρουσία της κυρίας Μαρινέλλας τότε;
Μου άρεσε πώς ντυνόταν και πως κινιόταν πάνω στο πάλκο, παρόλο που εγώ δεν ήμουν αυτής της αντίληψης, ποτέ δεν τα πρόσεχα όλα αυτά… Αλλά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι η Μαρινέλλα ήταν πρωτοπόρος σε όλα αυτά… τα πρόσεχε πολύ. Το φουστάνι που θα φόραγε δεν θα το φόραγε καμιά άλλη. Είχε τρέλα από την αρχή μ’ αυτά και νομίζω ότι αυτή η τρέλα της στη συνέχεια έφερε μια επανάσταση στην παρουσίαση του τραγουδιού στα μαγαζιά. Από ένα σημείο και μετά η Μαρινέλλα έφερε μιαν άλλη εποχή στο τραγούδι. Εγώ από τότε είχα δει ότι αν συνέχιζε, με το πείσμα που είχε, θα το πήγαινε μακριά το πράγμα, σε άλλους δρόμους. Και στη συνέχεια το απέδειξε η πορεία της.
— Όσο η κυρία Μαρινέλλα δούλευε μαζί σας, σηκωνόταν, χόρευε στο παλκοσένικο;
Ποτέ, δεν υπήρχαν αυτά στα μαγαζιά.
— Σας το ζήταγε κι εσείς το αρνιόσασταν; Έτσι μου έχει πει σε μια συνέντευξη…
Η Μαρινέλλα είχε πάντα την τάση να σηκωθεί να πει ένα τραγούδι με κίνηση πάνω στη σκηνή. Το είχε πάντα μέσα της, την κίνηση και το τραγούδι. Της έλεγα πάντα –λέει αλήθεια– να κάθεται φρόνιμα. Πίστευα ότι ο κόσμος που ερχόταν να μας ακούσει και το είδος των τραγουδιών που λέγαμε δεν επέτρεπαν τέτοια πράγματα.
— Η Μαίρη Λίντα δεν τραγουδούσε χορεύοντας τότε;
Νομίζω ότι πρώτη η Μαρινέλλα σηκώθηκε από την καρέκλα. Δεν θυμάμαι τώρα να σου πω με βεβαιότητα. Αυτό που θυμάμαι, όμως, είναι πως τότε που είχε βγάλει ο Χιώτης το «Αφού το θες τούτη τη βραδιά», με ρώτησε μια μέρα η Μαρινέλλα: «Μπορώ να το πω κι εγώ αυτό το τραγούδι;». Της λέω «πες το» και άρεσε σε όλους και το είπε κι αλλιώς. Όσοι την είδαμε τότε σ’ αυτή την ερμηνεία, τα χάσαμε. Είχε πολλά προσόντα εκτός από φωνή. Ήταν θεατρίνα. Εμένα δεν μου άρεσε βέβαια να σηκώνεται και να κινείται έτσι στη σκηνή.
— Γιατί;
Γιατί κουνιότανε και τότε το κούνημα ήτανε πρόκληση, σαν να ζήταγες εραστή από κάτω. Αλλά στη συνέχεια η Μαρινέλλα άρχισε να το εξελίσσει κι έδειχνε άλλο πράγμα. Μια φορά την είδα –δεν ήμασταν πια μαζί– και τα έχασα. Έμεινα άγαλμα. Όσο είχε εντυπωσιάσει τον κόσμο τότε που σηκώθηκε όρθια και τραγούδησε το «Αφού το θες τούτη τη βραδιά» του Χιώτη, τόσο εντυπωσίασε κι εμένα, που είδα μια Μαρινέλλα αλλιώτικη. Η Μαρινέλλα που πάντα έβγαινε ντυμένη στα μαύρα, ωραία, την είδα να χορεύει ένα μοναδικό τσιφτετέλι, με πολύ σωστή κίνηση. Ήταν στην τηλεόραση και ο κόσμος όλος μιλούσε για τη Μαρινέλλα μετά την εμφάνισή της αυτή για μια εβδομάδα. Τι πράγμα ήταν αυτό! Είναι μεγάλη αρτίστα. Έχει ψυχή μέσα της. Αυτή η κοπέλα γεννήθηκε για τον χορό και το τραγούδι.
— Παρατηρώ τα πρώτα χρόνια της ερωτικής ζωής σας. Μέχρι τη στιγμή που συναντάτε την κυρία Βάσω, οι σχέσεις σας ήταν με γυναίκες που δουλεύατε μαζί. Η κυρία Γκρέυ, η κυρία Μαρινέλλα.
Ναι… Ήταν γυναίκες που μας συνέδεε το πάθος μας για τη δουλειά. Ήταν και άλλα χρόνια. Ήμασταν πιο νέοι. Δουλεύαμε πολύ και όλη η ζωή μου ήταν η δουλειά. Για να βρεθείς με έναν άνθρωπο εκτός δουλειάς, θα έπρεπε να κυκλοφορείς, να έχεις άλλες παρέες, να έχεις επομένως χρόνο που να περισσεύει. Εγώ εκείνη την περίοδο έτρεχα και δεν έφτανα. Πού καιρός για κοινωνικές συναναστροφές… Δεν είμαι και πολύ του σούρτα-φέρτα, είμαι κάπως κλειστός σαν άνθρωπος. Όλα αυτά μαζί με κάνανε να ερωτεύομαι ανθρώπους που είχαν τις ίδιες αγωνίες στη δουλειά μ’ εμένα!
— Ήσασταν πολύ συναισθηματικός… Δύσκολα χωρίζατε.
Ναι, ο χωρισμός για μένα ήταν μεγάλη πέτρα. Την κουβαλούσα για καιρό. Μπορεί να το έβλεπα ότι κάτι δεν πάει, αλλά δεν μπορούσα εύκολα να γυρίσω την πλάτη και να πω: «Πάμε γι’ άλλα τώρα».
— Ποιος χωρισμός σάς βασάνισε περισσότερο;
Όλοι… Αλλά με τη Μαρινέλλα ένιωσα ότι φεύγει η γη κάτω απ’ τα πόδια μου!
— Πώς συνήλθατε;
Έκανα έξι μήνες να συνέλθω… Μετά το διαζύγιο πέρασα πολύ άσχημα.
— Όταν λέτε «άσχημα»;
Δεν ξέρω τι σημαίνει χωρισμός για άλλους ανθρώπους… Ή μάλλον ξέρω ότι στον κάθε άνθρωπο ένας χωρισμός έχει κάποιο βάρος, αλλά διαφορετικό βάρος… Έχει να κάνει με τον χαρακτήρα… Εγώ υπέφερα πάρα πολύ.
— Πέστε μου λίγο τι άλλαξε στη ζωή σας;
Τι να σου πω… Δεν ήξερα πού βρίσκομαι και πού πατάω. Όταν βγήκε το διαζύγιο και χωρίσαμε με τη Μαρινέλλα, πέρασα μέρες που δεν ήθελα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου… Δεν με ένοιαζε αν θα φάω, πότε θα φάω και τι θα φάω. Τίποτε δεν με ένοιαζε. Είχα αφεθεί. Δεν με ένοιαζε ο εαυτός μου, δεν με ένοιαζε για τίποτα, για έξι μήνες δεν σκεφτόμουν τίποτα. Δεν κοιμόμουν… Δεν με έπιανε ο ύπνος. Ούτε στον ύπνο μου δεν ησύχαζα. Δεν μπορούσε με τίποτα να βγει από το μυαλό μου… Ό,τι κι αν πήγαινα να κάνω, ήταν εκεί, παρούσα.
— Πίνετε όταν έχετε βάσανα τέτοια;
Όχι. Ποτέ. Δεν με πάει… ούτε το πάω το ποτό. Το ποτό δεν με βοηθάει. Ποτέ δεν με βοηθούσε το ποτό. Μπορώ να πω ότι με κάνει χειρότερα.
— Και τελικά;
Ο χρόνος κλείνει τις πληγές, λέει ο σοφός λαός. Κι έτσι έγινε. Μόνο όταν κάνεις μια άλλη συνήθεια μπορείς να ξεπεράσεις την παλιά συνήθεια. Αλλιώς θα είσαι σκλάβος για πάντα. Αυτό μου το είχε πει, ανάμεσα σε άλλα, ένας σοφός παππούλης που είχα τυχαία συναντήσει στον δρόμο μου τότε. Μου το είπε ανάμεσα σε πολλά άλλα σοφά λόγια. Μου είχε μιλήσει για τα αποθέματα δύναμης που έχει κάθε άνθρωπος μέσα του. Με βοήθησε πολύ αυτός ο άνθρωπος. Με βοήθησε να ξεπεράσω αυτούς τους έξι μαρτυρικούς μήνες.
— Η δουλειά δεν σας βοηθούσε να ξεχαστείτε;
Είχα σκεφτεί τα πάντα για να ξεφύγω από το βάσανο… Τίποτα. . . Δεν έφευγε από το μυαλό μου με τίποτα. Ούτε η δουλειά δεν με βοηθούσε να ξεχαστώ… Αυτό που με λύτρωσε κάπως ήταν η ύπαιθρος. Το ότι άλλαξα για λίγο περιβάλλον. Το ότι έμεινα λίγο μακριά από τον κόσμο. Ο κόσμος δεν με άφηνε να ησυχάσω. Όλο ερωτήσεις: «Τι την έκανες τη Μαρινέλλα; Γιατί σου ’φυγε;». Τους άκουγα και σώπαινα: «Δεν βαριέσαι, αυτοί είναι οι άνθρωποι!», έλεγα από μέσα μου, «θα περάσει, πού θα πάει;». Και μετά από έξι μήνες δεν μπορώ να πω ότι την είχα αποβάλει τελείως από μέσα μου τη σκέψη του χωρισμού. Εκείνο όμως που με λύτρωσε, η οριστική λύτρωσή μου, ήταν το καζίνο. Αυτό ήταν που με λύτρωσε απ’ όλα, γι’ αυτό και το αγάπησα και δεν πόνεσα ποτέ για το ακριβό τίμημα που πλήρωσα.
— Δεν μετανιώσατε που χάσατε τόσα χρήματα;
Ποτέ… Και όταν μου λέγανε «έχασες τόσα λεφτά απόψε!» τους έλεγα «έχω άλλα κέρδη εγώ, δικά μου, που δεν τα ξέρετε εσείς!».
— Τι εννοούσατε;
Σε κανέναν δεν έλεγα ποιο ήταν το κέρδος μου από όλη αυτήν τη χασούρα στο καζίνο… Σε κανέναν. Και να έλεγα, δεν θα καταλάβαινε κανένας… Όλοι τότε τρελό με ανεβάζανε, τρελό με κατεβάζανε.
Εκτενές απόσπασμα από το βιβλίο του Θανάση Λάλα «Στέλιος Καζαντζίδης. Θηρίο ανήμερο», εκδόσεις Αρμός. Στο βιβλίο αυτό ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής της Ελλάδας μιλά για πρώτη φορά για τη φήμη, το χρήμα, το αναγκαίο της ζωής, τα δώρα του Θεού, για τον πολλαπλασιαστή της αντοχής του βασανισμένου ανθρώπου, για την καταγωγή του θυμού του, για το κόστος της ειλικρίνειας, τα λάθη, τις εμμονές, τα κουσούρια, για τους ανθρώπους που αδίκησε και γι’ αυτούς που τον αδίκησαν, για τα κοροϊδιλίκια των ανθρώπων της νύχτας, για τους ανθρώπους που χτίζουν θεόρατα σπίτια για να ζήσει μέσα ο «κύριος Κανένας», για τον εθισμό της συνήθειας, για τη μεγάλη φωνή που έχει ανάγκη την ψυχή, για τον μετρονόμο της ευτυχίας, τη Ζωή, τη σεναριογράφο της ζωής, για την πείνα, το «ξύλο χωρίς όρια», τα ναρκωτικά, τον τζόγο. Κλείνει τη διαμάχη με τον Χρήστο Νικολόπουλο και ο Χρήστος δίνει στη δημοσιότητα για πρώτη φορά ένα από τα γράμματα που του έστελνε ο Στέλιος από την Αμερική.
Μιλούν επίσης για τον Στέλιο οι: Άκης Πάνου, Μαρινέλλα, Μ. Χατζιδάκις, Σ. Μάλαμας, Γ. Νταλάρας, Γ. Μπιθικώτσης, Ελ. Βιτάλη, Δ. Σαββόπουλος, Στ. Κουγιουμτζής, Χ. Αλεξίου, Β. Καζαντζίδη, Σ. Χανούμ, Χρ. Νικολόπουλος και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.