Το νέο λογοτεχνικό διήγημα της βραβευμένης συγγραφέως Ιωάννας Μαστοράκη «Όνειρα θαλασσινά» αποχαιρετά νοσταλγικά το καλοκαίρι.
Το εν λόγω διήγημα συμπεριλαμβάνεται στην εξαιρετική ανθολογία ποίησης και πεζογραφίας «Καλοκαιρινές Πνοές 2», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, από τις εκδόσεις Πνοές Λόγου και Τέχνης.
Λυρικός και μεστός ο λόγος της Ιωάννας Μαστοράκη, μας παρασύρει σε ένα μαγευτικό ταξίδι στις πιο μακρινές θάλασσες και στα πιο παράξενα λιμάνια του κόσμου. Το προφητικό όνειρο μιας ερωτευμένης κόρης που γίνεται θαλασσοπόρος, ένας σύγχρονος Οδυσσέας όπου παλεύει με τα κύματα, με τους αρχαίους θαλασσινούς θρύλους, νικά τα στοιχειά της θάλασσας και ταξιδεύει στους πιο μακρινούς ωκεανούς . Ο έρωτας συμβολικά ως καραβοκύρης του κόσμου διασχίζει με ένα πειρατικό καράβι την Μεσόγειο, τον Ατλαντικό, την Καραϊβική, την Γη του Πυρρός, τις χρυσές ακτές της Αφρικής, τις τροπικές Ινδίες, την μακρινή Αυστραλία και πιάνει λιμάνι στην καρδιά μας, εκεί όπου τα «Όνειρα θαλασσινά» συναντούν την αλήθεια.
Ακολουθεί μικρό απόσπασμα από το λογοτεχνικό διήγημα της Ιωάννας Μαστοράκη: «Όνειρα Θαλασσινά»:
Άνθισε το καλοκαίρι κλείνοντας ερμητικά την πόρτα στον μακρύ μελαγχολικό χειμώνα. Ένα αλαφρό αεράκι φύσηξε πάνω από τους ώμους μου αναδύοντας ένα μεθυστικό θαλασσινό άρωμα νοτισμένο μ’ αλάτι.
Η ζεστή αμμουδιά φάνταζε ξανθή γοργόνα, ξαπλωμένη στα κύματα που έλουζε τα χρυσά μαλλιά της στον αφρό. Ξάπλωσα δίπλα στα αφρισμένα κύματα να χτενίσω τα μαλλιά της, φύκια και πεταλίδες, έπλεκαν θαλασσινά γιορντάνια στο λαιμό της. Ξέπλεκα με τα δάχτυλα μου τα ασπροβότσαλα απ’ το θαλασσόβρεχτο κορμί της μέχρι που με φύσηξε απαλά ο μικρός νοτιάς και με παρέσυραν στην αγκαλιά τους, ο λευκός αφρός με τ’ αλμυρά κύματα.
Άρχισα να στροβιλίζομαι μαζί τους, να χορεύω στο θαλασσινό ρυθμό τους, σαν μιαν άλλη γοργόνα κι εγώ στα αφροκύματα. Ένα φύκι με τύλιξε και με έβγαλε στην ακροθαλασσιά πλάι στην καρίνα μιας γαλάζιας βάρκας με σκαλιστά κόκκινα ζωγραφισμένα γράμματα που έγραφαν την λέξη Αργώ!
Στο βάθος του ορίζοντα, ξεπρόβαλε η πειρατική σου γαλέτα. Εσύ έστεκες στην πλώρη τιμονιέρης, αγέρωχος κουρσάρος, με κόκκινη μπαντάνα, πειρατής των θαλασσών, με το φτερό του γλάρου στο καπέλο σου και με το αργυρό μονοκυάλι σου μετρούσες τα πελάγη.
Έστριψες το τιμόνι αριστερά και το πειρατικό καράβι σου άραξε στο νησί μου. Έπειτα μου έστειλες μιαν ανεμόσκαλα να ανέβω στην κουπαστή σου. Μαγεμένη καθώς ήμουν, έπιασα γερά το σχοινί της ανεμόσκαλας κι ανέβηκα δειλά τα σκαλιά μέχρι που ξεγλίστρησα στην πειρατική αγκαλιά σου.
Ανέβηκα στην πλώρη, δίπλα σου, καπετάνισσα στην αγκαλιά σου, με οδηγό τον χάρτη των μεσημβρινών, τον εξάντα και την πυξίδα βρέθηκα να τιμονάρω σε ένα ταξίδι χωρίς προορισμό, σε ένα ταξίδι θαλασσινό για τον γύρο της γης.