Το καλοκαίρι του 1913, κατά την τελική φάση του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, ο σιδηροδρομικός σταθμός της Βυρώνειας Σερρών υπήρξε έδρα του ελληνικού στρατηγείου. Κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια του, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατέληξαν στις ελληνικές «κόκκινες» γραμμές για τον τερματισμό των εχθροπραξιών και την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης με τη Βουλγαρία που ακολούθησε στο Βουκουρέστι.
Ο μικρός σταθμός τρένων της Βυρώνειας, λίγα χιλιόμετρα από τη λίμνη Κερκίνη, έγραψε ιστορία, αφού οι αποφάσεις που ελήφθησαν εκεί οδήγησαν στον εδαφικό διπλασιασμό της Ελλάδας και την ενσωμάτωση των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και της Ηπείρου στον ελληνικό κορμό.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, η ιστορία εξακολουθεί να μένει ζωντανή και οι επισκέπτες του σιδηροδρομικού σταθμού έχουν τη μοναδική ευκαιρία να ζήσουν χαλαρές στιγμές απολαμβάνοντας εξαιρετικά εδέσματα, κάτω από τα ίδια πλατάνια, όπου οι δύο ηγέτες της Ελλάδας κατέληξαν στους όρους ειρήνης απέναντι στην ηττημένη Βουλγαρία. Η σημαντική αυτή στιγμή της κοινής απόφασης και υπογραφής αποτυπώθηκε φωτογραφικά αλλά και ζωγραφικά κοσμώντας τους τοίχους στο εσωτερικό του σιδηροδρομικού σταθμού που πλέον λειτουργεί ως μια πολύ γραφική ταβέρνα.
Ο «Μεθοριακός Σταθμός» στη Βυρώνεια Σερρών αποτελεί σήμερα ιδανική συνύπαρξη της ιστορίας, με τη γεύση, τον πολιτισμό και την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος. Την ίδια ώρα, αποτελεί και ένα άριστο δείγμα σωστής και λειτουργικής αξιοποίησης αλλά και διάσωσης, ενός δημόσιου περιουσιακού στοιχείου από την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Ζωντανό μουσείο ιστορίας
Ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός της Βυρώνειας μετεξελίχθηκε σε μια γευστική στάση για όποιον θέλει να απολαύσει παραδοσιακούς τοπικούς μεζέδες από βουβαλίσιο κρέας και καπνιστή πέστροφα ή ακόμα ελληνικό καφέ ψημένο στη χόβολη και ρακόμελο. Έχει μετατραπεί σ’ ένα ζωντανό μουσείο, όπου ο επισκέπτης μπορεί να δει τον ιστορικό πλάτανο με την αναθηματική χάλκινη επιγραφή, κάτω από τον οποίο υπεγράφη η συμφωνία ειρήνης από τον Κωνσταντίνο και τον Βενιζέλο, ενώ μέσα στο κτίριο υπάρχουν πολλές φωτογραφίες, χάρτες, λιθογραφίες και πρωτοσέλιδα εφημερίδων του 1913.
Πίσω από αυτή την εμπνευσμένη επιχειρηματική συνύπαρξη βρίσκεται ο Λευτέρης Σαββίδης και η κόρη του Παρθένα – Μαρία Σαββίδου, που με απόλυτο σεβασμό στην ιστορική μνήμη και την παράδοση λειτουργούν από το 2013 το «Μεθοριακό Σταθμό», ύστερα από συμφωνία με τη ΓΑΙΑΟΣΕ ΑΕ, που διαχειρίζεται την ακίνητη σιδηροδρομική περιουσία.
Ο Λευτέρης Σαββίδης ήταν πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας και πατέρας πέντε παιδιών. Μετά τη συνταξιοδότησή του αντιλήφθηκε πως είναι δύσκολο να κάθεται άπραγος στη γη από εκεί που πετούσε καθημερινά στους αιθέρες πάνω από το Αιγαίο. Μετά από μια ιδέα του αδελφού του Παναγιώτη Σαββίδη αποφάσισε να δώσει ξανά ζωή στον παλιό και εγκαταλειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό. Έκτοτε άλλαξε όχι μόνο η δική του ζωή και της οικογένειάς του, αλλά και ολόκληρης της περιοχής.
Χάρη στον «Μεθοριακό Σταθμό», η Βυρώνεια μπήκε στον τουριστικό χάρτη της ευρύτερης περιοχής των Σερρών, με τις επισκέψεις να έχουν αυξηθεί θεαματικά και τη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου να αποδεικνύει καθημερινά ότι ο Λευτέρης Σαββίδης και η οικογένειά του έκαναν μια πολύ σωστή επιλογή.
Το μυστικό της επιτυχίας
«Πνιγμένο» μέσα στα πλατάνια, σε μια ήσυχη περιοχή, πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές και με το τρένο να περνάει μπροστά τρεις φορές την ημέρα, ο σιδηροδρομικός σταθμός της Βυρώνειας σταμάτησε να λειτουργεί το 2005, όταν ο τελευταίος σταθμάρχης βγήκε στη σύνταξη. «Από τότε και μέχρι το 2013, οπότε και τον πήρα, ήταν εγκαταλειμμένος και εκτεθειμένος στη φθορά του χρόνου», σημειώνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Σαββίδης.
Πάντα χαμογελαστός, ευγενικός και ιδιαίτερα δραστήριος, ο Λευτέρης Σαββίδης, που μένει στο Νέο Πετρίτσι, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στη ζωή του, κατάφερε με τη δοτικότητά που τον διακρίνει και την αγάπη του γι’ αυτό που κάνει, να κερδίσει ντόπιους και επισκέπτες και να τους μυήσει στα μυστικά της τοπικής παραδοσιακής κουζίνας. Η απλότητα του χώρου, οι καθαρές γεύσεις, η σημαντική ιστορική αναφορά, η επιβλητική ομορφιά της φύσης ταξιδεύουν κυριολεκτικά τον επισκέπτη κάθε εποχή του χρόνου.
Στο εσωτερικό του σταθμού διατηρείται το εκδοτήριο των εισιτήριων, ενώ ο ίδιος είναι πάντα πρόθυμος να μιλήσει για την ιστορία του και τους αγώνες των Ελλήνων στρατιωτών. Ενημερωτικά έντυπα και χάρτες με την ιστορία, τα αξιοθέατα της περιοχής αλλά και τοπικά προϊόντα συμπληρώνουν αυτή την πολύ ξεχωριστή επιχειρηματική προσπάθεια.
Και, καθώς απολαμβάνει κάποιος την ομορφιά της περιοχής και την εξαιρετική κουζίνα, αναλογίζεται πόσο μεγάλο όφελος θα είχε ο τοπικός τουρισμός και η ντόπια γαστρονομία, αν όλοι οι εγκαταλειμμένοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, μετατρέπονταν με γραφικά ταβερνάκια, που θα αποτελούσαν φορείς διατήρησης και διάδοσης της ιστορίας κάθε περιοχής.