«Είχα έναν δάσκαλο, στον οποίο είμαι βαθιά υπόχρεη, τον Γιάννη Βεάκη, γιο του μεγάλου Έλληνα ηθοποιού Αιμίλιου Βεάκη, τον άνθρωπο που σπούδασε υποκριτική στη Γαλλία για δύο χρόνια με τον Charles Dumain, o οποίος μετά τον Stanislavski ήταν ο μεγαλύτερος δάσκαλος θεάτρου στη Γαλλία. Μου έδωσε πολλά. Ήταν αυστηρός άνθρωπος, το θέατρο ήταν στο αίμα του. Νομίζω ότι το πάθος του για τη σκηνή ξεκινά από τα πρώτα παιδικά του χρόνια, όταν ως παιδί έπαιζε το παιδί που κουβαλούσε τον τυφλό Τειρεσία, τον οποίο υποδυόταν ο πατέρας του, Αιμίλιος Βεάκης».

Το απόσπασμα συνέντευξης μαθήτριας του Γιάννη Βεάκη στο Ινστιτούτο Δραματικής Τέχνης «I.L. Caragiale» στο Βουκουρέστι, στο οποίο εκφράζει τον θαυμασμό της για τον άνθρωπο που την μύησε στην υποκριτική τέχνη παραθέτουν σε εισήγησή τους για τη δεύτερη πατρίδα του Έλληνα σκηνοθέτη, τη Ρουμανία και τη συμβολή του στην ενίσχυση των δεσμών ψυχής και πνεύματος μεταξύ του ελληνικού και του ρουμανικού λαού, οι καθηγητές Ιστορίας, Βλάσης Βλασίδης και Απόστολος Πατελάκης.

Αιμίλιος Βεάκης

Ο Γιάννης Βεάκης  δεύτερος κατά σειρά γιος του μεγάλου Έλληνα ηθοποιού Αιμίλιου Βεάκη (1918-1951), απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα, ο οποίος εντάχθηκε το 1942 στο «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» και το 1945 στο ΚΚΕ, έφθασε στη Ρουμανία, στις 6 Ιανουαρίου 1950, στη Florica, όπου υπήρχε μεγάλη κοινότητα Ελλήνων προσφύγων, οι οποίοι φιλοξενούνταν στο κτήμα της οικογένειας Bratianu από τον Αύγουστο του 1949.

Είχε προηγηθεί η αποστολή του στο Μπούλκες στη Γιουγκοσλαβία να στρατολογήσει νεαρούς και νεαρές για να γίνουν ηθοποιοί για τις ανάγκες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).

Στη Ρουμανία, στη Florica χτίστηκε για τις ανάγκες της κοινότητας ένα θέατρο 300 θέσεων και εκεί ο σκηνοθέτης ανέλαβε να δημιουργήσει θεατρική ομάδα νεολαίας επιλέγοντας 50 ταλαντούχους νέους, με τους οποίους ξεκίνησε πρόβες. Η ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, παρουσίασε διάφορα έργα, μεταξύ των οποίων το «Ρήγας ο Βελεστινλής» του Βασίλη Ρώτα και περιόδευσε στη Ρουμανία, σε περιοχές όπου υπήρχαν ελληνικές κοινότητες με το έργο της Λουκίας Δημητρίου «Σημερινοί Άνθρωποι» αναφέρεται στην εισήγηση, η οποία παρουσιάστηκε σε διεθνές συνέδριο για τις ελληνο-ρουμανικές σχέσεις από την περίοδο της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που διοργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Την κωμωδία «Ειρήνη» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Γιάννη Βεάκη παρουσίασαν νεαροί πρόσφυγες από τη Ρουμανία στο Βουκουρέστι το 1953 στο 4ο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας και Σπουδαστών για την Ειρήνη και τη Φιλία, το οποίο παρακολούθησαν 30.000 νέοι από 106 χώρες. Επειδή δεν υπήρχαν διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας, η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από νέους Έλληνες πρόσφυγες από τη Ρουμανία από 7 κομμουνιστικές χώρες, εξηγούν οι κ.κ. Βλασίδης και Πατελάκης παρουσιάζοντας αναλυτικά την καλλιτεχνική δραστηριότητα του σκηνοθέτη.

Ο Γιάννης Βεάκης έπειτα από τρία χρόνια στη Florica διορίστηκε καθηγητής στο Ινστιτούτο Δραματικής Τέχνης «I.L. Caragiale» στο Βουκουρέστι στην τάξη της ελληνικής γλώσσας για τους 8 Έλληνες φοιτητές που επιλέχθηκαν από τον ίδιο.

Στα τέλη του 1956 άρχισε να συνεργάζεται με διάφορα θέατρα της χώρας με σκηνογράφο τη δεύτερη σύζυγό του Έλενα Πατρασκάνου. Το πρώτο έργο που ανέβασαν ήταν «Οι Βρικόλακες» του Ίψεν σε συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο της Τιμισοάρα, του οποίου διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής το 1065-1969. Το ίδιο έργο κλήθηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος να ανεβάσει στη Θεσσαλονίκη το 1985 και ήταν η τελευταία του συνεργασία με τη σύζυγό του, η οποία πέθανε την ίδια χρονιά.

Μεταξύ 1970 και 1980 σκηνοθέτησε 16 θεατρικά έργα σε διάφορες πόλεις της χώρας. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων στα ρουμανικά και συνέχισε να εργάζεται ως καθηγητής υποκριτικής στο Ινστιτούτο Δραματικής Τέχνης στο Βουκουρέστι.

Ο Γιάννης Βεάκης έφτασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1975, έπειτα από 26 χρόνια εξορίας, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση της ηθοποιού Ασπασίας Παπαθανασίου, η οποία τον κάλεσε να σκηνοθετήσει την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή.

Το 1986 ο σκηνοθέτης επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια, αλλά δεν μπόρεσε να επαναπατριστεί, όπως οι περισσότεροι Έλληνες πρόσφυγες για οικονομικούς λόγους.

Ο Γιάννης Βεάκης χώρισε από την πρώτη του σύζυγο Μαριάννα Παπουτσοπούλου το 1955 και το 1956 γνώρισε την Έλενα Πατρασκάνου, Εβραία στην καταγωγή, πρώην σύζυγο του Ρουμάνου κομμουνιστή ηγέτη Λουκρετίου Πατρασκάνου, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο για «έγκλημα κατά της ειρήνης» και «εσχάτη προδοσία» και εκτελέστηκε στις 17 Απριλίου του 1954. Η Πατρασκάνου αρχιτέκτονας και σκηνογράφος καταδικάστηκε σε 14 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας και δεσμεύθηκε η περιουσία της.

Η βίλα στο Σνάγκοβ, χτισμένη στις όχθες της ομώνυμης λίμνης, η οποία επιστράφηκε στην Πατρασκάνου μετά την αποκατάσταση του ονόματος του πρώτου συζύγου της με εντολή του Νικολάε Τσαουσέσκου, αποτέλεσε την έδρα καλλιτεχνικού κύκλου, στην οποία συμμετείχε η ελίτ του Βουκουρεστίου.

Τελευταία επιθυμία της Έλενας Πατρασκάνου ήταν να μεταφερθεί η τεφροδόχος της στο Σνάγκοβ και οι στάχτες της να σκορπιστούν στα νερά της λίμνης.

Σε ηλικία 67 ετών ο Γιάννης Βεάκης παντρεύτηκε τη Ρουμάνα καθηγήτρια γερμανικών από το Σιμπίου, Άντζελα κατά πολύ νεότερή του. Μαζί τον Οκτώβριο του 1991 πήραν τα οστά του Λουκρετίου Πατρασκάνου από το Μνημείο των Ηρώων, τα αποτέφρωσαν και έριξαν τις στάχτες στη λίμνη. Έτσι ο Λουκρετίου και η Έλενα βρέθηκαν μαζί μετά θάνατον.

Ο Γιάννης Βεάκης έφυγε από τη ζωή στο Βουκουρέστι τον Μάρτιο του 2006 σε ηλικία 88 ετών.

Πέρασε 56 χρόνια στη Ρουμανία, όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς της εισήγησης, είχε αξιοσημείωτη πολιτιστική δραστηριότητα και πρόσφερε παράλληλα ένα πραγματικό όφελος πνευματικού και καλλιτεχνικού κύρους στο ρουμανικό πολιτιστικό περιβάλλον, δεν ήταν μόνον ένας διανοούμενος με φινέτσα και βάθος, αλλά και ένας αληθινός φίλος της Ρουμανίας και των Ρουμάνων.

«Ήταν ένας σύγχρονος Οδυσσέας», υπογραμμίζουν, «ταξίδεψε, αγάπησε, δημιούργησε, υπέφερε, καινοτόμησε και διατήρησε τα χαρακτηριστικά που βρίσκονται στα μύχια της ψυχής του ελληνικού λαού, την αξιοπρέπεια και την ευθύτητά του».