Το βιβλίο του Γιώργου Πίττα «Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν. Η γαστρονομία της Σκιάθου με το βλέμμα του Παπαδιαμάντη», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Αρμό, είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για όλους (ειδήμονες και μη) να ανατρέξουμε στον Παπαδιαμάντη και να τον αναψηλαφήσουμε στο πλαίσιο μιας ιδιαιτέρως πρωτότυπης οπτικής. Ο συγγραφέας, με μεγάλη πείρα στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και τον εναλλακτικό τουρισμό, μας παροτρύνει όχι μόνο να ξανακοιτάξουμε τον Παπαδιαμάντη ως γαστρονόμο μα και να ξεκινήσουμε τη διαδρομή μας ακριβώς από το τι είναι γαστρονομία. Πολυχρησιμοποιημένη και εξαιρετικά δημοφιλής, η λέξη τείνει να ταυτιστεί τα πολλά τελευταία χρόνια με την πολυτέλεια και με την πανάκριβη ευωχία ή με τις λουσαρισμένες εικόνες των καθιερωμένων σεφ, καθώς και με όλο το μεγαλεπήβολο σκηνικό που επιστρατεύεται για την προβολή τους. Γαστρονομία, όμως, είναι όχι η θεαματική απόλαυση του φαγητού και η διαφημιστική νοοτροπία για τη γεύση, αλλά εκείνα που έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη διατροφή – δηλαδή η επεξεργασία των τροφών, η αλιεία, η γεωργία και η κτηνοτροφία, καθώς και τα κτήρια ή τα σκεύη που είναι απαραίτητα για όσα προορίζονται να καταλήξουν πρώτα στον ουρανίσκο και κατόπιν στο στομάχι μας.

Ο Παπαδιαμάντης είναι πρωτίστως τραγουδιστής της νησιώτικης φύσης του γενέθλιου τόπου του, της Σκιάθου. Κι αν έφυγε από εκεί για να εγκατασταθεί στην Αθήνα και να απασχοληθεί στις εφημερίδες ως δημοσιογράφος και ως μεταφραστής, μέχρι να αρχίσουν να ζητούν, όλο πιο συχνά και πιο επιτακτικά, τη φιλοξενία των διηγημάτων του, η Σκιάθος δεν απουσίασε ποτέ από τον νου και την καρδιά του – και ως εξ αυτού επέστρεφε όποτε γινόταν στα πατρώα εδάφη. Ο Πίττας κάνει μια μεγάλη περιήγηση στα παπαδιαμαντικά γραπτά, έχοντας προφανώς, ξεσκονίσει τα άπαντά του, για να ανθολογήσει και να σχολιάσει εκτεταμένα χωρία από το σύνολο της διηγηματογραφικής του παραγωγής. Ανάμεσά τους θα βρούμε ορισμένα από τα πλέον διάσημα και από τα πιο αγαπημένα κείμενα του Παπαδιαμάντη.

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, θα ξεχωρίσουμε σελίδες που αναφέρονται στα αμπέλια, στον μούστο, στο κρασί και στις οινοποσίες. Οινοπώλες, φλασκιά και φιάλες, ρακές, οινόφιλοι και οινοφόροι, πανηγυριστές, προετοιμασίες γευμάτων και συμποτικό πνεύμα. Και ως προς τα πιάτα του φαγητού και των εδεσμάτων, άγρια λάχανα, αυγοτάραχα, ψωμί, ελιές, και λάδι, πεταλίδες, σμέρνες, σουπιές, συναγρίδες, χέλια, αρνί στη σούβλα, αυγοκουλούρες, χέλι σουβλιστό, και γιουβέτσι ή μάλλον πολλά και εξαιρετικά νόστιμα γιουβέτσια.

Ο ανθολόγος χωρίζει το βιβλίο του σε τριάντα κεφάλαια και όπως καταλαβαίνουμε από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα, η ανθολόγησή του δεν μένει στα φαγητά και στον τρόπο της παρασκευής ή στο γευστικό τους αποτέλεσμα. Θέλει σε ίση έκταση να δείξει, ακολουθώντας κατά πόδας τον Παπαδιαμάντη, τα μοτίβα και τις συνήθειες του αγροτικού βίου, να δώσει χρώμα στη ζωή των αιγοπροβάτων και των βοσκών (των αιπόλων), να υπενθυμίσει τη δουλειά που αναλαμβάνουν για τον εφοδιασμό της οικιακής εστίας οι ανεμόμυλοι, οι νερόμυλοι και οι φούρνοι, να κατέβει στη θάλασσα παρέα με τις βάρκες, με τα καΐκια και με τους βαρκάρηδες, να επισκεφθεί εκκλησίες, ξωκλήσια, ελαιοτριβεία και ταρσανάδες, να πάει σε πεδιάδες με βόδια και με γελάδια, να μπει σε καφενεία, μπακάλικα και παντοπωλεία, να ανέβει σε πλαγιές, να δοκιμάσει μονοπάτια, να θαυμάσει λίμνες και να απορήσει με θαλασσοπούλια, να του σερβίρουν μπακλαβάδες και λουκουμάδες, να δροσιστεί σε πηγές και ρεύματα. Ο Πίττας θα μας βοηθήσει με γλωσσάρι, λεξιλόγιο και ευρετήρια, μήπως και χάσουμε τον προσανατολισμό μας μέσα σε ένα τόσο πλούσιο και τόσο ετερογενές υλικό.

Δεν θα είναι περίεργο αν κάποιοι οδηγηθούν και σε ορισμένα λογοτεχνικά συμπεράσματα, διαβάζοντας την παπαδιαμαντική ανθολογία του Πίττα. Η προσήλωση του Παπαδιαμάντη στη φύση, η αγάπη του για τις καταπιεσμένες γυναίκες και για τους γυναικείους δεσμούς με την τοπική παράδοση, το ενδιαφέρον του για την επιβίωση παγανιστικών και μαγικών στοιχείων στη χριστιανική πίστη, η τεράστια αγκαλιά που ανοίγει για υποδεχθεί και για να υμνήσει τη σκιαθίτικη πανίδα και χλωρίδα, οι παπάδες που κυκλοφορούν ακατάπαυστα στα διηγήματά του, όλα όσα συγκεντρώνει και αποθησαυρίζει στο βιβλίο του ο Πίττας, μαζί με τα φαγητά και τα κρασιά, παραπέμπουν σε έναν κόσμο μακριά από το άστυ και από τις κοινωνίες όπου ζούμε σήμερα όλοι. Είναι ένας κόσμος όπου θριαμβεύει η συνοχή της κοινότητας, ακόμα κι αν το άτομο δεν χάνει ούτε για μία στιγμή την υπόστασή του. Είναι ένας ονειρικός και μυθικός κόσμος, τον οποίο ο Ζήσιμος Λορεντζάτος λάτρεψε για την ορθοδοξία και για τον λαϊκό πολιτισμό του ενώ ο Κ. Θ. Δημαράς απέρριψε για τον κλειστό και εκτός κοινωνικού χρόνου χαρακτήρα του. Η εποχή μας επιβάλλει να σκεφτούμε εκ νέου και τους τρεις – τόσο τον Παπαδιαμάντη όσο και τους δύο τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους κριτικούς της γενιάς του 1930.