Του Γιάννη Παγουλάτου
Τον 18ο αιώνα, οι ελιγμοί των στρατιωτικών μονάδων βασίζονταν στις συγχρονισμένες και εναρμονισμένες κινήσεις των ανδρών που τις αποτελούσαν. Ως εκ τούτου, σκοπός της εκπαίδευσης ήταν η επιβολή σκληρής και συχνά απάνθρωπης πειθαρχίας. Στην μάχη, οι στρατιώτες έπρεπε να προχωρούν ευθυτενείς, με ομοιόμορφο βηματισμό και να μην χαλάνε τις γραμμές τους, οτιδήποτε κι αν γινόταν γύρω τους. Ακόμα και οι στολές είχαν σχεδιαστεί για να επιτρέπουν την εκτέλεση συγκεκριμένων μηχανικών κινήσεων. Τα παντελόνια και τα χιτώνια ήταν τόσο στενά και τα κάπελα τόσο μεγάλα ώστε οι στρατιώτες δυσκολευόταν να τρέξουν, να σκύψουν ή γενικά να κάνουν κάτι διαφορετικό από τα παραγγέλματα των αξιωματικών τους. Το αίσθημα ασφυξίας συμπληρωνόταν από τα δερμάτινα κολάρα που φορούσαν οι άνδρες μέσα από τον γιακά τους, προκειμένου να κρατάνε ψηλά το κεφάλι. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ενδυματολογικών επιλογών ήταν η κυριολεκτική σπατάλη ανθρώπινου δυναμικού. Οι στρατιώτες απλώς αναγκάζονταν να προχωρούν όρθιοι και καμαρωτοί, με αργές κινήσεις, κάτω από τα συνεχή πυρά των εχθρικών μουσκέτων και κανονιών. Δεν είναι απορίας άξιο ότι τον 18ο αιώνα, ένα στράτευμα μπορούσε να χάσει το 25% των ανδρών του σε μία μόνο μάχη.
Καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας του και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Βρετανικός στρατός πήγαινε στον πόλεμο ντυμένος στα κόκκινα. Το συγκεκριμένο χρώμα είναι πραγματικά εντυπωσιακό και συχνά προκαλεί δέος στον αντίπαλο. Εκτός όμως από επιβλητικό θέαμα, οι Βρετανοί στρατιώτες αποτελούσαν και εύκολο στόχο. Στα δάση της Αμερικής, στις ερήμους της Αιγύπτου και στις σαβάνες της Νοτίου Αφρικής, τα κόκκινα χιτώνια ξεχώριζαν σαν την μύγα μες στο γάλα. Οι Βρετανοί γίνονταν αντιληπτοί από πολύ μακριά, προσελκύοντας τα εύστοχα πυρά του εχθρού, καθώς η στολή τους βρισκόταν σε πλήρη δυσαρμονία με το φυσικό περιβάλλον. Παρόλα αυτά, ο στρατός της βασίλισσας Βικτώριας συνέχιζε να φορά κόκκινα χιτώνια στην μάχη μέχρι και το 1885.
Οι Γάλλοι πήγαν ένα βήμα πιο πέρα και αποδείχθηκαν περισσότερο αφοσιωμένοι στις ενδυματολογικές τους προτιμήσεις. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, όλοι σχεδόν οι εμπλεκόμενοι στρατοί είχαν πλέον χακί ή γκριζοπράσινες στολές. Οι Γάλλοι όμως εξακολουθούσαν να φορούν μπλε σκούρα χιτώνια και κατακόκκινα παντελόνια, αρνούμενοι να ακολουθήσουν τις νέες εξελίξεις. Όλες οι προτάσεις για εκσυγχρονισμό της στρατιωτικής ενδυμασίας συναντούσαν την αντίδραση τόσο των κυβερνώντων όσο και του λαού. «Το κόκκινο παντελόνι είναι η ίδια η Γαλλία», είχε πει χαρακτηριστικά ένας πρώην υπουργός. Το χρώμα της στολής όμως δεν ήταν το μόνο ζήτημα. Οι Γάλλοι χλεύαζαν τα κράνη των Γερμανών, θεωρώντας τα περιττά, αστεία και κακόγουστα. Τα κόκκινα παντελόνια εξάλλου έπρεπε να συνοδεύονται από υφασμάτινο πηλίκιο ίδιου χρώματος ή μπλε. Θα χρειάζονταν ένας περίπου χρόνος και πολλές χιλιάδες νεκροί, μέχρι το Γαλλικό επιτελείο να συνειδητοποιήσει το αυτονόητο και να υιοθετήσει τελικά γκριζογάλανες στολές και χαλύβδινα κράνη.
Κατά την περίοδο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο στρατηγός Ίον Εμανοΐλ Φλορέσκου άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στις Ρουμανικές ένοπλες δυνάμεις. Η εμμονή του με την εμφάνιση των στρατιωτών είχε ως αποτέλεσμα να δίνεται περισσότερη σημασία στην κομψότητα της ενδυμασίας τους παρά στην εκπαίδευσή τους. Οι στολές ήταν φορτωμένες με γαλόνια, αμφιμασχάλια, φαρδιά σιρίτια, χρυσόπλεκτα κορδόνια και πλατιές επωμίδες με κρόσσια. Σε πολλές περιπτώσεις τα καπέλα είχαν λοφία με φτερά, ενώ στην θέση του στήθους φιγουράριζαν σειρές από παράσημα κάθε είδους. Ειδικοί κανονισμοί καθόριζαν την κόμμωση καθώς και το πώς θα έπρεπε να είναι τα μουστάκια και τα υπογένεια των υπηρετούντων. Οι Ρουμάνοι στρατιωτικοί φυσικά δεν είχαν ψευδαισθήσεις για τις πολεμικές τους ικανότητες. Έτσι, όταν ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, πολλοί από αυτούς αναζητούσαν τον εχθρό μόνο και μόνο για να παραδοθούν. Και εδώ όμως απέτυχαν, γιατί ο στρατός στο οποίον αφέθηκαν να αιχμαλωτιστούν αποδείχθηκε ότι ήταν ο Ρωσικός, που πολεμούσε στο πλευρό τους.
________________________________________
Χρησιμοποιήθηκε υλικό από το βιβλίο του Geoffrey Regan «Στρατιωτικές Γκάφες», εκδόσεις
Πηγή: thinknews.gr