Μαζί με την παράθεση των ξεχασμένων στην πλειοψηφία τους αυτών εθίμων, ο αρθρογράφος εκφράζει και την ανησυχία του για τη λεσβιακή λαογραφία που χάνεται.
Παραμονή της Πρωτοχρονιάς λοιπόν και μαζί με τη βασιλόπιτα οι νοικοκύρηδες κόβουν και ένα καρπούζι που είχαν διατηρήσει κρεμασμένο σε δίχτυ από το ταβάνι της αποθήκης. Εκείνο το βράδυ, η νοικοκυρά έπαιρνε εκτός από ένα πιάτο φαγητό, μια φέτα καρπούζι, ένα ποτήρι κρασί και το κομμάτι του Αγίου Βασιλείου από τη βασιλόπιτα. Όλα μαζί τα έβαζε κάτω από τα εικονίσματα του σπιτιού, κι ήταν το κέρασμα του Άγιου Βασίλη, για να βρει κάτι να φάει, όταν μέσα στη νύχτα περνούσε από το σπίτι. Eπίσης, ο Άγιος Βασίλης σύμφωνα με την παράδοση, θα επισκέπτονταν και τα ζώα του σπιτιού. Τα οποία έπρεπε να είναι καλοταϊσμένα γιατί θα τα ρωτούσε αν έχουν παράπονα από τα αφεντικά τους.
Στο σπίτι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, έριχναν στη φωτιά, στην «παραχούτη», μεγάλα ξύλα και στα κάρβουνά τους ένα ένα φύλλο ελιάς λέγοντας: «Αν είμαστε γεροί, να πηδήξεις και να βροντήξεις και σαν δεν είμαστε γεροί, να καγείς και να μαραθείς».
Τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές πήγαιναν σε δημόσια βρύση να πάρουν «το αμίλητο νερό». Χωρίς να μιλάνε, με ένα καινούργιο σταμνί, το «κουμάρι» κι ένα κομμάτι βασιλόπιτα που αφήναν στη βρύση. Μέσα στις στάμνες έπρεπε να έχουν ένα βάτο με ρίζες ή τρία πετραδάκια για το καλό. Τα παιδιά έφερναν ένα βάτο από την έξοχη και τον τοποθετούσαν πάνω από την πόρτα του σπιτιού λέγοντας: «Σαν το βάτο να ξαπλώσω, σαν το δέντρο να ριζώσω και καλή χρονιά να περάσουμε».
Η αποδελτίωση της περιγραφής των παλιών πρωτοχρονιάτικων εθίμων της Λέσβου από την εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Μυτιλήνης του 1930, έγινε από τις βιβλιοθηκονόμους της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης Μαρία Γρηγορά και Φανή Μαρωνίτου. Περισσότερες πληροφορίες στο ψηφιακό αποθετήριο της Δ.Κ.Β. Μυτιλήνης