Ο Αμερικανός μποξέρ Μοχάμεντ Άλι, θρύλος της παγκόσμιας πυγμαχίας και ένα από τα σύμβολα της αφροαμερικανικής κοινότητας των ΗΠΑ για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα στις 3 Ιουνίου 2016.
Υπήρξε ο πρωτοκορυφαίος του αθλήματος και ο μόνος που κατέκτησε τρεις φορές τον παγκόσμιο τίτλο στην κατηγορία βαρέων βαρών της επαγγελματικής πυγμαχίας (1964,1974, 1978). Το 1960 αναδείχθηκε ολυμπιονίκης στην κατηγορία των ημιβαρέων βαρών, όντας ερασιτέχνης πυγμάχος. Στην επαγγελματική του καριέρα πυγμάχησε 61 φορές, με 56 νίκες στο ενεργητικό του (37 από τις οποίες με νοκ-άουτ) και 5 ήττες.
Ο Κάσιους Μαρσέλους Κλέι (Cassius Marcellus Clay), όπως ήταν το αρχικό ονοματεπώνυμο του προτού ασπασθεί τον Μουσουλμανισμό, γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1942 στο Λούισβιλ της πολιτείας Κεντάκι των ΗΠΑ. Ο πατέρας του ήταν επιγραφοποιός και η μητέρα του οικιακή βοηθός. Η οικογένεια Κλέι είχε ακόμη δύο αγόρια και ένα κορίτσι.
Το 1954, σε ηλικία μόλις 12 ετών, ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με την πυγμαχία από ένα τυχαίο γεγονός. Του είχαν κλέψει το ποδήλατο και όταν ζήτησε από ένα διερχόμενο αστυνομικό την άδεια να καταδιώξει τον δράστη, αυτός του είπε ότι πρώτα θα έπρεπε να μάθει να χρησιμοποιεί τις γροθιές του. Ο αστυνομικός, ονόματι Τζον Μάρτιν, έτυχε να είναι και προπονητής πυγμαχίας και ήταν ο πρώτος που οδήγησε το νεαρό παιδί στο ρινγκ.
Η εξέλιξη του Κάσιους ήταν ραγδαία και το 1960 επελέγη να εκπροσωπήσει τις ΗΠΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης στην κατηγορία των ημιβαρέων βαρών (75-81 κιλά), όπου κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο με χαρακτηριστική άνεση. Τον ίδιο χρόνο κέρδισε και τη διοργάνωση «Χρυσά Γάντια» της Ερασιτεχνικής Αθλητικής Ένωσης (Amateur Athletic Union). Ο δρόμος για τον κόσμο της επαγγελματικής πυγμαχίας και την παγκόσμια καταξίωση είχε ανοίξει!
Στις 25 Φεβρουαρίου 1964, αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών στην επαγγελματική πυγμαχία, νικώντας με νοκ-άουτ τον κάτοχο του τίτλου Σόνι Λίστον στον έβδομο γύρο, σε αγώνα που έγινε στο Μαϊάμι Μπιτς. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 6 Μαρτίου, ασπάστηκε τον Μουσουλμανισμό, εξαιτίας και της καταπίεσης που υφίσταντο οι Αφροαμερικανοί των ΗΠΑ από την λευκή χριστιανική πλειονότητα της χώρας και μετονομάζεται σε Μοχάμεντ Άλι (Muhammad Ali).
Στις 6 Φεβρουαρίου 1967 νίκησε στα σημεία τον Έρνι Τερέλ, πρωταθλητή της Παγκόσμιας Πυγμαχικής Ομοσπονδίας (World Boxing Association), στον 15ο γύρο στο Χιούστον του Τέξας και αναδείχθηκε ως ο αδιαφιλονίκητος παγκόσμιος πρωταθλητής. Όμως δύο μήνες αργότερα, στις 29 Απριλίου θα του αφαιρεθεί ο τίτλος του παγκόσμιου πρωταθλητή, όταν αρνείται να υπηρετήσει τη θητεία του στον αμερικανικό στρατό, λόγω της αντίθεσής του στον πόλεμο του Βιετνάμ. Θα οδηγηθεί στο δικαστήριο επί ανυποταξία και θα καταδικασθεί σε φυλάκιση πέντε ετών και χρηματική ποινή 10.000 δολαρίων. Επιπλέον, θα του αφαιρεθεί η άδεια πυγμαχίας και ο τίτλος του πρωταθλητή.
Κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής του αποχής από τα ριγκ, ο Άλι αναδείχθηκε σε έναν από τους διαπρύσιους κήρυκες υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών και κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Προσέφυγε στα δικαστήρια και το 1971 κατόρθωσε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ να ανακτήσει όλα του τα δικαιώματα.
Στις 8 Μαρτίου 1971, αντιμετώπισε στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης τον Τζο Φρέιζερ στην «Μάχη του Αιώνα» («Fight of the Century»), όπως ονομάστηκε. Ηττήθηκε στα σημεία και έχασε το αήττητό του στην επαγγελματική πυγμαχία, μετά από 31 αγώνες, 25 από τους οποίους είχε κερδίσει με νοκ – άουτ.
Στις 28 Ιανουαρίου 1974 πήρε τη ρεβάνς από τον μεγάλο του αντίπαλο σ’ ένα αγώνα που έμεινε στην ιστορία ως «Super Fight II» και έγινε και αυτός στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης. Η νίκη του αυτή του χάρισε όχι μόνο την επανάκτηση του τίτλου της Πυγμαχικής Ομοσπονδίας της Βορείου Αμερικής (NBAF), αλλά του άνοιξε τον δρόμο για την κατάκτηση του παγκοσμίου στέμματος για δεύτερη φορά.
Το κατάφερε λίγους μήνες αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου 1974, όταν αντιμετώπισε στην Κινσάσα της Ζιμπάουε τον παγκόσμιο πρωταθλητή Τζορτζ Φόρμαν, σε ένα αγώνα που έμεινε στην ιστορία ως «Rumble in the Jungle» («Βουή στη Ζούγκλα»). Τον νίκησε με νοκ-άουτ στον όγδοο γύρο και επανέκτησε για δεύτερη φορά τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών.
Την 1η Οκτωβρίου 1975, αντιμετώπισε για τρίτη φορά τον Τζο Φρέιζερ στη Μανίλα των Φιλιππίνων, τον νίκησε με τεχνικό νοκ-άουτ και διατήρησε τον παγκόσμιο τίτλο. Ο αγώνας αυτός, που έμεινε στην ιστορία ως «Thrilla in Manilla» («Θρίλερ στη Μανίλα»).
Αφού υπερασπίστηκε έξι φορές με επιτυχία τον τίτλο του, ηττήθηκε από τον συμπατριώτη του Λίον Σπινκς στις 15 Φεβρουάριου 1978, στο Λας Βέγκας της Νεβάδας, με απόφαση κατά πλειοψηφία. Ο Άλι, ωστόσο, πήρε πίσω από τον Σπινκς τον τίτλο με ομόφωνη απόφαση στη Νέα Ορλεάνη, στις 15 Σεπτεμβρίου 1978, και έγινε ο πρώτος στην ιστορία πυγμάχος που κέρδισε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα βαρέων βαρών τρεις φορές.
Εγκατέλειψε τα ρινγκ στις 26 Ιουνίου 1979. Επανήλθε όμως τον επόμενο χρόνο, αλλά και λόγω ηλικίας δεν ήταν ο παλιός Άλι. Ηττήθηκε από τον συμπατριώτη του Λάρι Χολμς στις 2 Οκτωβρίου 1980, όπως και στις 11 Δεκεμβρίου 1981 από τον Καναδό Τρέβορ Μπέρμπικ, οπότε αναγκάστηκε οριστικά να βάλει τέλος στην ένδοξη καριέρα, σε ηλικία 40 ετών.
Στην προσωπική του ζωή, ο Άλι παντρεύτηκε 4 φορές και απέκτησε 9 παιδιά (7 κορίτσια και 2 αγόρια). Από το 1984 είχε διαγνωσθεί με τη νόσο του Πάρκινσον, η οποία τελικά τον κατέβαλε.
Όσο σπουδαίος ήταν μέσα στα ριγκ, τόσο…σπάταλος αποδείχθηκε στην προσωπική του ζωή, γεγονός που τον ανάγκασε να αγωνίζεται μέχρι τα 39. Ο τελευταίος αγώνας του, το 1980 εναντίον του Τρέβορ Μπρέμπικ, ήταν μια ταπείνωση για τον Μοχάμεντ Άλι. Οχι μόνο επειδή γνώρισε την ήττα από έναν πυγμάχο που σήμερα ελάχιστοι θυμούνται, όσο γιατί τα πρώτα συμπτώματα της νόσου Πάρκινσον είχαν αρχίσει να διαφαίνονται, στην κίνηση και την ομιλία του. Δύο χρόνια αργότερα, η ιατρική διάγνωση επιβεβαίωσε την τραγωδία και έχει μείνει σε όλους ανεξίτηλη η εικόνα του Άλι να ανάβει, με χέρια τρεμάμενα, τη φλόγα στην Ατλάντα, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996.
Ο Μοχάμεντ Άλι πέθανε στο Σκότσντεϊλ της Αριζόνα στις 3 Ιουνίου 2016, σε ηλικία 74 ετών.