Από τα παιδικά του χρόνια στη Νεμέα και τις περιπλανήσεις του στα δάση και τα βουνά που τον καθόρισαν, ο Χρήστος Παπαδόπουλος εμπνέεται από τη φύση και δημιουργεί ποιητικούς χορογραφικούς κόσμους που τρέφονται από τα κύματα της θάλασσας, τα σμήνη πουλιών στον ουρανό ή από ένα διάσημο παγετώνα στην Ανταρκτική, όπως συμβαίνει στην τελευταία του δουλειά.
Το «Larsen C» -«μια γιορτή για τις κινήσεις που ορίζουν τη φυσική τάξη των πραγμάτων»- έχει κάνει ήδη διεθνή περιοδεία συγκεντρώνοντας εγκωμιαστικές κριτικές και συνεχόμενα sold out σε μεγάλες σκηνές της Ευρώπης, στο πλαίσιο του προγράμματος εξωστρέφειας της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, το οποίο ταξιδεύει τη δουλειά Ελλήνων χορογράφων, σκηνοθετών, μουσικών, εικαστικών σε όλον τον κόσμο διαδίδοντας τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και προωθώντας καινοτόμες καλλιτεχνικές συνεργασίες. Στην Αθήνα, θα έχουμε την ευκαιρία να τo δούμε στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης από τις 30 Μαρτίου έως και τις 3 Απριλίου.
Μετά τα «Opus», «Elvedon» και «Iόν» ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ένα από τα αγαπημένα αστέρια της ευρωπαϊκής χορευτικής σκηνής, συνεχίζει την έρευνά του πάνω στις ρυθμικές αποχρώσεις της κίνησης, την ακούραστη εξερεύνηση της επανάληψης και την ανθεκτικότητα των ατομικών ταυτοτήτων μέσα σε ένα κοινό κινητικό κώδικα, δημιουργώντας πολλαπλά στρώματα νοήματος, πυροδοτώντας νέες εμπειρίες και επιτρέποντας στο βλέμμα και το μυαλό να περιπλανηθούν στο ανεξάντλητο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων.
H νέα του χορογραφία αντλεί τον τίτλο της από έναν παγετώνα ηλικίας 10.000 ετών, που βρίσκεται στην Ανταρκτική. Με έκταση διπλάσια της Ουαλίας, ο Larsen C κινείται τόσο αργά, ώστε δεν συλλαμβάνεται από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Ως λάτρης και παρατηρητής της φύσης, ο ταλαντούχος χορογράφος αφουγκράζεται τον παλμό της, και μετασχηματίζει όσα εντοπίζει σε ένα techno πάρτι- φόρο τιμής στην αθόρυβη μετάβαση των σωμάτων. Παράλληλα μας βάζει ν’ αναρωτηθούμε εάν μια μικρή διαφορά σε έναν οικείο ρυθμό, μια ασήμαντη αλλαγή της κίνησης, ή ακόμα και μια ανεπαίσθητη αλλαγή ήχου ή φωτός μπορεί να αλλάξει εντελώς την αντίληψή μας για αυτό που βλέπουμε.
Το 2017 ο Larsen C ήρθε στην επικαιρότητα καθώς αποκολλήθηκε από αυτόν ένα τεράστιο παγόβουνο, το οποίο στα χρόνια που μεσολάβησαν διασπάστηκε σε χιλιάδες κομμάτια ως αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Το έργο του Χρήστου Παπαδόπουλου θα μπορούσε να «διαβαστεί» και ως ένα σιωπηρό σχόλιο στην αργή υποβάθμιση που επιφέρουμε στον πλανήτη μας. Άλλωστε ο δημιουργός του θεωρεί ότι ο σύγχρονος πολιτισμός μας έχει οδηγήσει σε μία υπερεκτίμηση του ανθρώπινου δράματος. Γι’ αυτό και στις δουλειές του επιλέγει να κάνει zoom out και να βλέπει τον άνθρωπο και τη ζωή σ’ ένα μεγαλύτερο πλαίσιο. Για τον ίδιο, το «Larsen C» είναι «μια μεταφορά της ζωής που, ακατανίκητη, προχωρά».
Παρακολουθήσαμε την παράσταση τον περασμένο Δεκέμβριο στο Théâtre de la Ville, στο Παρίσι, με τους Γάλλους θεατές να χειροκροτούν ενθουσιασμένοι χτυπώντας τα πόδια τους στο πάτωμα. Την επόμενη μέρα συναντήσαμε τον Χρήστο Παπαδόπουλο και μας μίλησε για το «Larsen C», που θα δούμε σε λίγες μέρες και στην Αθήνα, επιβεβαιώνοντας μας ότι πέρα από ένας εξαιρετικά ταλαντούχος καλλιτέχνης είναι και ένας πολύ ζεστός και γενναιόδωρος άνθρωπος.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα του Larsen C;
Η πρώτη στιγμή που σκέφτηκα κάτι γι’ αυτό το έργο ήταν όταν οδηγούσα σε ένα βουνό κάπου στην Πελοπόννησο και άκουγα κλασική μουσική. Ξαφνικά μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι βρισκόμουν στις Άλπεις. Κάποια στιγμή αποφάσισα να αλλάξω και να βάλω ελληνική παραδοσιακή μουσική και αμέσως εξαφανίστηκε η Αυστρία και η Ελβετία και ένιωσα ότι πάω να κάνω Πάσχα στο χωριό με τον παππού μου. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις, πώς μια παράμετρος της πραγματικότητας, στην προκειμένη περίπτωση η μουσική, ορίζει το πώς βιώνουμε αυτή την πραγματικότητα. Και πώς αν αλλάξει αυτή η παράμετρος αλλάζουν και οι βεβαιότητές μας. Αυτή η στιγμή της μετατόπισης ήταν για μένα η αρχή του έργου. Και σιγά σιγά άρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσε αυτή η μετατόπιση να γίνει μία κινησιολογική άσκηση. Τι θα σήμαινε για το σώμα αυτό; Τι σημαίνει για ένα σώμα να μην είναι πια λειτουργικό, να μην μας υπακούει, να νιώθουμε ότι δεν μας ανήκει; Να θέλει να μας πάει κάπου που εμείς δεν θέλουμε ή δεν έχουμε σκεφτεί να πάμε; Σκεφτόμουν λοιπόν πώς θα μπορούσαμε να αποδομήσουμε το σώμα δίνοντας νόηση σε διάφορα κομμάτια του ώστε να μην υπακούουν όλα στην κεντρική διοίκηση, και αυτές οι σκέψεις άρχισαν σιγά σιγά να ορίζουν την κινησιολογία της παράστασης. Μετά μπήκαν στην εξίσωση και η μουσική και το φως, πώς δηλαδή το φως ή μια μικρή μουσική λεπτομέρεια μπορεί να υπονομεύει τη σοβαρότητα της προηγούμενης σκηνής ώστε με ένα τρόπο εκεί που κάτι αρχίζει να εγκαθιδρύεται σαν μια σοβαρή συνθήκη να έρχεται κάτι άλλο και να στο αναιρεί. Μ’ ενδιέφερε να εξετάσω πως με ελάχιστες μετατοπίσεις μπορείς να ανατρέπεις βεβαιότητες, να βλέπεις κάτι από την αρχή και να το ξαναδιαβάζεις.
Γιατί επέλεξες να δώσεις στη νέα σου δουλειά το όνομα ενός παγετώνα;
Ο τίτλος ήρθε εκ των υστέρων, ήθελα να είναι κάτι λειτουργικό που να έχει σχέση με τη δημιουργική διαδικασία. Και η έννοια του παγόβουνου ήταν εργαλείο στην πρόβα και σημείο αναφοράς μας συνεχώς. Η ιδέα, δηλαδή, του ότι μπορούμε να δούμε μονάχα ένα ελάχιστό τμήμα αυτού του τεράστιου όγκου, τον οποίο κάπως νιώθουμε ότι υπάρχει αλλά δεν το βλέπουμε. Βομβάρδιζα τους χορευτές μου με σχετικές εικόνες, γιατί ήθελα η κίνηση να έχει βάθος και φαντασία. Μετά ανακάλυψα αυτή την τράπεζα πάγου, την προέκταση του παγετώνα στη θάλασσα, και όλο αυτό ήταν κοντά στην έρευνά μου γιατί είναι μια μεταβατική συνθήκη μεταξύ ενός παγετώνα και του παγόβουνου. Διάβασα για τον Larsen C και για το σοκ που προκάλεσε η αποκόλλησή ενός μεγάλου τμήματος του, το 2017, οπότε με έναν τρόπο ήρθαν και «κλείδωσαν» πολλά πράγματα γύρω από αυτόν τον τίτλο, καθώς αυτή η περιβαλλοντολογική διάσταση με αφορά προσωπικά, γιατί η φύση αποτελεί πηγή έμπνευσης για μένα.
Ποια είναι η δική σου σχέση με τη φύση;
Είμαι παιδί της επαρχίας. Μεγάλωσα στη Νεμέα, βοηθώντας τον παππού στα αμπέλια. Ήμουν μέσα στα δάση και στα βουνά όλη μέρα. Για μένα αυτήν ήταν η ιδανική παιδική ηλικία που θα μπορούσε να έχει ένα παιδί. Και επειδή ήμουν υπερκινητικός, αφιέρωνα καθημερινά ένα δίωρο στη φύση, μάλιστα το ονόμαζα η περιπλάνηση. Τα μεσημέρια- όπου όλα τα άλλα παιδιά έμεναν στο σπίτι -έφευγα για μια βόλτα προσωπικού χρόνου μέσα στα δάση και στους κάμπους. Αυτές οι εμπειρίες νομίζω με καθόρισαν. Ο χρόνος που είχα να παρατηρώ τη φύση απελευθέρωσε τη φαντασία μου. Και αυτές οι αναμνήσεις παραμένουν ακόμα η κύρια κατσαρόλα από την οποία αντλώ εμπειρίες και αισθήσεις για τα έργα μου. Άλλωστε, όλες μου οι χορογραφίες έχουν μια αναφορά στο φυσικό περιβάλλον. Ακόμα και στην περίπτωση του «Larsen C», όπου η πολιτική του διάσταση νιώθω ότι είναι πιο εμφανής και πάλι την αντλώ ως σχόλιο μέσα από τη φύση. Και συγκεκριμένα από τα σμήνη των πουλιών που για μένα, εκτός από ένας φυσικός μηχανισμός επιβίωσης, είναι και μια πολιτική τοποθέτηση. Αφού κάθε μέλος της ομάδας πρέπει να πει ναι σε αυτό το μηχανισμό.
Μετά το «Elvedon» και το «Iόν», θα μπορούσε το «Larsen C» να θεωρηθεί ως το κλείσιμο μιας τριλογίας; Συνδέεται με έναν τρόπο με τα δύο προηγούμενα;
Η αλήθεια είναι ότι τα πάντα συνδέονται. Επειδή είμαι μονομανιακός άνθρωπος, κάθε παράσταση που κάνω νομίζω ότι είναι η τελευταία μου, σαν να τα έχω πει όλα και να έχω τελειώσει. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που είναι πολύ ευκίνητοι, έχουν συνεχώς νέες ιδέες και ενώ έχουν μια δουλειά σε εξέλιξη, αποφασίζουν να κάνουν παράλληλα και κάτι ακόμα και κάτι ακόμα. Εγώ έχω μία ιδέα και μέχρι να βγω από αυτήν, να συνέλθω και να περάσει καιρός, δεν υπάρχει τίποτα άλλο μετά. Οπότε θεωρώ ότι όλα τα έργα μου τα διατρέχει μία ιδέα- μία εικόνα, η οποία διαρκώς αποκαλύπτει πλευρές της και λεπτομέρειες που σε μία παράσταση μπορεί να είναι καλυμμένες και σε μία άλλη να εξελίσσονται. Για μένα είναι λες και διαχειρίζομαι ένα πράγμα, έναν κόσμο. Όλα μου τα έργα είναι πλευρές του ίδιου κόσμου.
Και στο επίκεντρο αυτού του κόσμου τι βρίσκεται;
Η σχέση του ατόμου με τον διπλανό του, με τους άλλους, ο αγώνας να μπορέσουμε να υπάρξουμε τώρα, την ίδια στιγμή μαζί. Και δεν εννοώ να είμαστε σαν συντονισμένοι κλώνοι, εννοώ να χτίσουμε την ιδέα μιας κοινότητας που θα μας βοηθήσει να συνυπάρξουμε. Βρίσκεται ακόμη, η σχέση του ανθρώπου με κάτι πολύ μεγαλύτερο- που για μένα δεν είναι ο θεός, είναι το φυσικό τοπίο που στο μυαλό μου συνορεύει με κάτι θεϊκό.
Τα έργα σου διακρίνονται από μία μινιμαλιστική γλώσσα…
Είναι μινιμαλισμός που βασίζεται στην επανάληψη αλλά κάπως μέσα μου δεν το αισθάνομαι καθόλου έτσι. Νιώθω πως μαζί με το μικρό και το επαναλαμβανόμενο προκύπτει μια σταδιακή εξέλιξη, που γίνεται πυρήνας μέσα στον οποίο ο καθένας μπορεί να ανακαλύψει τον εαυτό του και να βρει πολύ μεγάλη ελευθερία. Πάντα στις δουλειές μου θέλω να σκέφτομαι τι είναι πιο λειτουργικό για μένα, ποιος είναι ο πυρήνας της κίνησης που συνιστά τον κόσμο που θέλω να δημιουργήσω και τον αφήνω να δω που θα με πάει. Δεν με ενδιαφέρει να βάλω κάποια ταμπέλα προκειμένου να χαρακτηρίσω τη δουλειά μου. Ούτε να πω ότι ανήκω στην τάδε χορευτική σχολή. Κάποιοι μου λένε «κάνεις χορό;» και απαντάω «ναι» και μετά σκέφτομαι «τι λέω στους ανθρώπους; Θα έρθουν στο θέατρο και θα περιμένουν να δουν χορό και δεν θα δουν». Και αν το «Larsen C» έχει ένα χορογραφικό κομμάτι που είναι πιο καθαρό, τα άλλα έργα μου είναι ακόμα πιο μη χορευτικά. Νομίζω ότι άπαξ και αρχίζεις να αναζητάς έναν ορισμό απομακρύνεσαι πιο πολύ εντέλει από αυτό που κάνεις.
Έχεις σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και θέατρο, πώς επέλεξες τελικά να ασχοληθείς με το χορό;
Ήρθε αυτόματα χωρίς πολλή σκέψη. Δεν ήμουνα καλλιτεχνική φύση μικρός. Οπότε κάθε απόφαση ήρθε -σχεδόν τολμώ να πω- λίγο εύκολα και λίγο τυχαία. Έτσι το αισθάνομαι. Μπήκα σε μια θεατρική ομάδα στην Πάντειο, κάπως μου άρεσε, και εκεί ήταν κάποιοι φίλοι μου οι οποίοι έκαναν σοβαρή προετοιμασία για το Εθνικό Θέατρο. Εγώ ήμουν λίγο ότι δεν θέλω ν’ ασχοληθώ τώρα με αυτό αλλά θα δώσω εξετάσεις έτσι για την πλάκα μου να δω πως είναι και θα προετοιμαστώ σοβαρά για την επόμενη χρονιά. Πήγα έδωσα με άγνοια κινδύνου και πέρασα. Δεν είχα καθόλου άγχος γιατί πίστευα πως δεν είχα ελπίδα. Μετά ξεκίνησα να κάνω μαθήματα χορού με την Τίνα Παπανικολάου από την Ομάδα Εδάφους. Άρχισε να με γοητεύει όλο και πιο πολύ ο χορός και έμαθα για μια ανατρεπτική σχολή στην Ολλανδία που σε σπρώχνει όχι σε πεπατημένες οδούς, αλλά σε πειραματισμό και σε νέες φόρμες και πήγα για οντισιόν και πέρασα και εκεί.
Για χρόνια νόμιζα ότι είμαι λίγο από όλα αυτά και τίποτα συγχρόνως. Έλεγα στον εαυτό μου γιατί δεν έμεινα στο θέατρο να επιμείνω, γιατί δεν είχα σκεφτεί να ξεκινήσω από παιδί να κάνω μπαλέτο, να μάθω κάτι πολύ καλά. Μετά όσο περνούσαν τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι μπορείς να εμβαθύνεις κάπου με πολύ περισσότερες πληροφορίες.
Ποια είναι η εμπειρία σου από τη μέχρι τώρα διεθνή περιοδεία;
Πήγε πολύ απρόσμενα ωραία και λέω απρόσμενα γιατί η διαδικασία της προετοιμασίας της παράστασης, που έγινε μέσα στην καραντίνα, ήταν τόσο κλειστή και απομονωμένη. Από τον Οκτώβρη μέχρι τον Μάρτη που τελειώσαμε δεν ήρθε ούτε ένας άνθρωπος στην πρόβα. Συνήθως όταν έχω προβλήματα στη χορογραφία καλώ τον Δημήτρη Παπαϊωάννου να δει το υλικό μας γιατί είναι ο πιο στοργικός μπαμπάς και σου εμφυσεί την ελπίδα να επιμείνεις. Στη συνέχεια μπορεί να το δουν και άλλοι άνθρωποι που εμπιστεύομαι, τώρα όμως δεν είχα κανέναν να μοιραστώ ούτε τα καλά ούτε τα κακά. Οπότε στην ουσία οι πρώτοι άνθρωποι που είδαν την παράσταση εκτός από εμάς, ήταν το κοινό του Παρισιού τον περασμένο Σεπτέμβρη, και ήταν κάπως σοκαριστικό γιατί δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Οι χορευτές θυμάμαι στην πρεμιέρα όταν έπεσε το σκοτάδι στο τέλος και ήταν έτοιμοι να βγουν για υπόκλιση λέγανε πάμε να δούμε τώρα τι θα ακούσουμε. Όταν βγήκαμε οι θεατές έκαναν χαμό, χτύπαγαν τα πόδια τους στην εξέδρα και εμείς ήμασταν μουδιασμένοι και αμήχανοι. Είναι πολύ συγκινητικό αυτό που ζούμε, να έχει τέτοια αποδοχή η δουλειά μας από το κοινό. Νιώθω ότι συνδέομαι πολύ προσωπικά με αυτό που βιώνω γιατί αισθάνομαι ότι μοιράζομαι με το κοινό έναν δικό μου κόσμο, στιγμές που μου θυμίζουν την περιπλάνηση της παιδικής μου ηλικίας.
Τι κρατάς από τη συνεργασία σου με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου;
Με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου γνωριστήκαμε και συνεργαστήκαμε για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Και στη συνέχεια χόρεψα για κάποια χρόνια στην ομάδα του. Ήταν και είναι ένας μεγάλος μέντορας στο πως η σκληρή δουλειά, η επιμονή και η καθαρότητα του μυαλού αποδίδει. Ο Δημήτρης μου έμαθε πως το ταλέντο δεν είναι μια έμφυτη ικανότητα που ενυπάρχει στα κύτταρα μας, αλλά είναι μια απαιτητική διαδικασία στην οποία πρέπει να κοιτάξεις κατάματα μια ιδέα, να απομακρύνεις όλα εκείνα που μπορεί να νομίζεις ότι θα την κάνουν να «πουλήσει» και τελικά να εμπιστευτείς το υλικό σου και να δουλέψεις πάνω σε αυτό. Προσωπικά, νιώθω ότι όσο περνούν τα χρόνια αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο, το να είσαι καθαρός και πιστός σε αυτό που θες να γίνεις, σε αυτό που θες να αφηγηθείς. Γινόμαστε όλο και πιο πολύπλοκοι, όλο και πιο πολλές παράμετροι παρεισφρέουν μέσα στη δουλειά. Και δυστυχώς η εμπειρία δεν βοηθάει. Για μένα αυτό είναι το ταλέντο, να εμπιστεύεσαι την προσωπική σου ιδέα και αυτό μου το έχει εμφυσήσει ο Δημήτρης.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ