Κάτι συμβαίνει με την Κύπρο. Κάτι ευλογημένο. Η παραγωγή του νησιού των μόλις ενός και κάτι εκατομμυρίου ανθρώπων σε καλλιτέχνες είναι εντυπωσιακή.
Θαρρείς και το ηλεκτρομαγνητικό πλέγμα της Γης, σε μιαν ανεξήγητη αποστροφή… κατασκευής, έχει καταστήσει την Κύπρο τόπο εύφορο σε γεννήσεις μουσικών ταλέντων. Ταλέντα που το «star system» προέβαλε ανά την Ελλάδα και τον κόσμο τόσο όσο να λατρευτούν, αλλά και άλλα, αφοσιωμένα σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια στην τέχνη τους. Που βηματίζουν στιβαρά και συνεπώς προς την αναγνώριση, που χτίζουν με προσοχή, αναζητώντας πρώτα τις δικές τους αλήθειες. Που τραγουδούν με τα μάτια κλειστά, γιατί η μουσική είναι εσωτερική τελετουργία, συζήτηση με την ψυχή σου…
Η φιλοξενούμενη του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων είναι μια τέτοια περίπτωση. Ένα γέννημα θρέμμα της Λευκωσίας, αλλά με διεθνή ταυτότητα και καριέρα. «Φωνή χωρίς σύνορα» (Die Welt) «εκλεπτυσμένη, γοητευτική καλλιτέχνης, που καθηλώνει με την ομορφιά της φωνής της» (Bertrand Dicale, France Culture) χαρακτηρίστηκε από τον διεθνή Τύπο. Βασικά, η Βάκια Σταύρου είναι ένα κορίτσι με αναγεννησιακή ομορφιά, βαθιά μουσική παιδεία και κρυστάλλινη φωνή. Από το νησί της πορεύτηκε στη Μόσχα κι ύστερα στην Πράγα, όπου σπούδασε μουσική στο περίφημο κονσερβατόριο της πόλης, και μετά στο Λονδίνο και το Παρίσι, από όπου συνήθως εκδράμει ανά τον κόσμο για συναυλίες.
Αποφασίσαμε η κουβέντα μας να γίνει στον ενικό. Όχι του αυθορμητισμού, ούτε της οικειότητας. Συμφωνήσαμε στον ενικό της κοινοκτημοσύνης. Επειδή η μουσική δεν είναι δική μου και δική σου. Είναι όλων μας…
Αυτή την περίοδο είναι στο Λονδίνο, όπου διάγει βίο αυτοπεριορισμού, αποφεύγοντας την πολλή ενημέρωση «που προκαλεί επιπλέον άγχος», μελετώντας, φιλοσοφώντας, κρατώντας τον εαυτό της σε ηρεμία και δημιουργικότητα και πάντως χωρίς γκρίνιες και διαμαρτυρίες… «Το να μείνεις περιορισμένος στο σπίτι σου για 2-3 μήνες παρέα με βιβλία, ταινίες, μουσική, διαδίκτυο, φαγητό που μαγειρεύεις πλέον μόνος σου, δεν είναι δα και η συντέλεια του κόσμου« λέει. «Ας μην είμαστε υπερβολικοί. Τι να πουν οι άνθρωποι που έχασαν τη δουλειά τους μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό και ζουν στο ενοίκιο και έχουν κι άλλα έξοδα να τρέχουν;
Τι να πουν κι εκείνοι που παλεύουν με κάποια σοβαρή ασθένεια; Για να μην αναφερθώ στον υπόλοιπο κόσμο που δεν ανήκει στο «πολιτισμένο» κομμάτι του πλανήτη… Ας κάνουμε, λοιπόν, υπομονή και ας είμαστε όλοι πιο υπεύθυνοι για να βγούμε όσο πιο ανώδυνα γίνεται μέσα από αυτή τη δοκιμασία».
Μουσικός, συνθέτιδα, ερμηνεύτρια. Με εμφανίσεις στις πιο απίθανες γωνιές του πλανήτη και συνθέσεις και ερμηνείες στη Γαλλική, την Αγγλική, την Ισπανική, την Πορτογαλική… Στον γοητευτικό ιστό της μουσικής μπλέχτηκε από πολύ μικρή…
«Για μένα το κάλεσμα έγινε στα έξι εφτά χρόνια μου. Πριν ακόμα ξεκινήσω μαθήματα κιθάρας και μουσικής. Οι μελωδίες που ακούγονταν στο σπίτι μας από το ραδιόφωνο και κυρίως από το κασετόφωνο του πατέρα μου ήταν καθοριστικές. Οι μουσικές, οι φωνές, μου προκαλούσαν δυνατή συγκίνηση. Αλλά στην ηλικία που ήμουν, δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Ήξερα μόνο ότι αυτό που ένιωθα με παρέσυρε σαν χείμαρρος. Δυνατά συναισθήματα. Και, όπως είπα, ανεξήγητα. Πολλά τραγούδια μού προκαλούσαν και δάκρυα. Θυμάμαι τώρα… ήμουν δεν ήμουν έξι χρόνων… ένα απόγευμα βάλθηκα να στείλω γράμμα στους ABBA για να τους πω πόσο μου άρεσε το τραγούδι τους «The winner takes it all». Αγγλικά φυσικά δεν ήξερα. Πέταξα εκεί σε ένα χαρτί πέντε έξι εγγλέζικες λέξεις… Ε, στο τέλος τα παράτησα. Δεν ζήτησα βοήθεια κι από κανέναν. Δεν ήθελα να γίνω και ρεζίλι!» (γέλια)
Κι αυτή η μεγάλη προσωπική αλήθεια που λένε κάποιοι ότι παραμονεύει στο τέλος του μουσικού ταξιδιού ενός καλλιτέχνη; «Όχι, όχι. Το ταξίδι προς μια και μόνη μεγάλη αλήθεια, μου φαντάζει βαρύγδουπο, επίπονο, εξουθενωτικό. Θα έλεγα πως χρόνια τώρα ταξιδεύω και συνεχίζω την πορεία μου, ανακαλύπτοντας μικρές προσωπικές αλήθειες. Ποια είμαι, τι με ενδιαφέρει, πώς και πού θέλω να κινούμαι, τι θέλω να εκφράσω μέσα από τα τραγούδια μου και τη μουσική που αγαπώ, με ποιους θέλω να κάνω παρέα και ποιοι με απωθούν, τι μου είναι σημαντικό στη ζωή, ποια είναι η δική μου, προσωπική ουσία και εντέλει για ποιον λόγο συνεχίζω να παλεύω στο όνομα της μουσικής σε έναν κόσμο δύσκολο και σκληρό. Και τελικά ξέρεις τι ανακάλυψα σε αυτό το υπέροχο μακρύ ταξίδι; Ότι είμαι… καταδικασμένη να ζω για τη μουσική μέχρι την τελευταία μου πνοή. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, αυτή είναι η μεγάλη και κυρίαρχη αλήθεια μου».
-Με αναγκάζεις να κάνω μια ερώτηση… Υπάρχει μια πολύ όμορφη και πολύ βαριά λέξη στη γλώσσα μας. Είναι η λέξη «κοσμοκαλόγερος». Περιγράφει τον άνθρωπο που αφιερώνεται σχεδόν με αυτοθυσία στην αναζήτηση των αξιών του όχι μέσα στα στενά όρια ενός μοναστηριού, αλλά στα ευρέα όρια μιας κοινωνίας ή πολλών κοινωνιών του κόσμου. Αν έπρεπε να σε περιγράψω με μια λέξη, θα χρησιμοποιούσα καταχρηστικά τη λέξη «κοσμοκαλόγρια»… Τι λες; Σε αντιπροσωπεύει;
«Με έχουν αποκαλέσει νομά, κοσμοπολίτισσα, πολυταξιδεμένη, αλλά κοσμοκαλόγρια ομολογώ πως όχι! (γέλια) Είναι αλήθεια, ότι τη ζωή μου ως τώρα περιέβαλλε μοναξιά. Ειδικότερα αν σκεφτεί κανείς πως βρέθηκα αρκετές φορές εντελώς μόνη σε μια καινούργια, ξένη χώρα, απ΄ όπου έπρεπε να ξεκινήσω από το μηδέν και να αποδείξω ποια είμαι και τι μπορώ να κάνω. Ένιωσα πολλές φορές πως έκανα ζωή ασκητική και συνάμα τολμηρή. Είναι ένας παράξενος συνδυασμός που δεν ξέρω να εξηγήσω… Λοιπόν, η αυστηρότητα και η μοναξιά που προϋποθέτει η ασκητική ζωή μιας καλόγριας από τη μια, και το πάθος και η δίψα για να κάνω πράγματα μέσα στον κόσμο για τον κόσμο και να είμαι ενεργή στην κοινωνία από την άλλη… Ναι, γιατί όχι; Ταυτίζομαι! Κοσμοκαλόγρια!»
Υιοθετεί, χωρίς δεύτερη σκέψη -όπως τονίζει με έμφαση- τη ρήση του υιού Δουμά, πως η τέχνη απαιτεί είτε τη μοναξιά, είτε την ανάγκη, είτε το πάθος… «Ισχύουν και τα τρία! Για να μπορέσω να συγκεντρωθώ και να δημιουργήσω το οτιδήποτε, είναι σημαντικό να είμαι εντελώς μόνη. Συχνά και να αισθάνομαι… Όχι μόνη σε ένα δωμάτιο ενός σπιτιού που κατοικείται και από άλλους, αλλά εντελώς μόνη σε ένα σπίτι. Χωρίς παρεμβολές, χωρίς τηλέφωνα, χωρίς επαφή. Τις περισσότερες φορές, ίσως και όλες, έχω γράψει από ανάγκη. Για να επικοινωνήσω τον πόνο μου, τα όνειρα μου, τις ελπίδες μου, τις απογοητεύσεις μου, τις χαρές μου, τις νοσταλγίες μου. Όσο για το πάθος, αυτό με οδηγεί στο να γράφω ένα τραγούδι ή να ντύνω με τα πιο βαθιά, τα πιο δυνατά συναισθήματά, ένα ήδη έτοιμο. Θα έλεγα, ότι το πάθος υπερέχει και της ανάγκης και της μοναξιάς».
-Θέλω να απευθυνθώ στη Βάκια συνθέτη και στιχουργό και να κάνω μια μικρή εξομολόγηση. Η τέχνη σου με φοβίζει… Προσωπικά, αντιμετωπίζω τους μουσικούς δημιουργούς ως γητευτές του μυαλού. Αυτό που παράγουν με την έμπνευσή τους μπορεί να έχει τρομακτική διεισδυτικότητα. Μια μελωδία μπορεί να καταγραφεί στα εγκεφαλικά κύτταρά σου, χωρίς να το συνειδητοποιήσεις! Τη σιγομουρμουράς για 24ωρα, χωρίς να μπορείς να εντοπίσεις από πού σου προέκυψε! Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η ευθύνη των μουσικών έναντι του κοινού τους είναι τεράστια. Μπορούν να προκαλέσουν θαύματα, μπορεί και καταστροφές… Αλήθεια, υπάρχουν συμβατοί κανόνες, που πρέπει να πληροί μια μουσική για να θεωρηθεί ότι προάγει το πνεύμα και την ψυχή;
«Ναι. Καταλαβαίνω τον φόβο σου, επειδή τον νιώθω κι εγώ. Τρομάζω όταν συνειδητοποιώ πως οι μουσικοί μπορούν να γίνουν κοινωνοί θαυμάτων και ενίοτε και … αισθητικών ή συναισθηματικών καταστροφών… Αυτό φαίνεται πως είναι απολύτως αληθινό. Έχουμε μεγάλη ευθύνη απέναντι στο κοινό. Κάποιοι από εμάς θα εισβάλουν στην ψυχή των ακροατών και θα αφήσουν το αποτύπωμά τους. ‘Ανθρωποι θα μας κουβαλούν μέσα τους αφού τελειώσει η συναυλία. Κάποιοι θα έχουν κλάψει , άλλοι θα έχουν χαμογελάσει, θα έχουν θυμηθεί στιγμές, λέξεις, σώματα… Πραγματικά, δεν ξέρω αν υπάρχουν κανόνες για να κρίνουμε ότι μία μουσική προάγει το πνεύμα και τη ψυχή. Θέλω να πω… συνταγές, εκφρασμένες σαν κανόνες, δεν νομίζω ότι υπάρχουν. Αυτό που καθιστά τη μουσική ανώτερη και ανώτατη μορφή τέχνης, που εξυψώνει την ψυχή και προάγει το πνεύμα, νομίζω πως είναι μια κρυφή (σκέψου το σαν αθώα συνωμοσία) αίσθηση ευφορίας, ανάτασης και πάνω απ΄ όλα μια καλαισθησία. Από την άλλη, αυτό που σε μένα προκαλεί έκσταση, μπορεί για τον άλλο να είναι ακαταλαβίστικο, βαρετό. Άβυσσος η ψυχή! Γιατί δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι ίδιοι».
Η φωνή της έχει την καθαρότητα των ερμηνευτριών των fados, αλλά τα τραγούδια της, αυτά που υπογράφει εκείνη, προδίδουν πολλές επιρροές. Είναι και δυτικότροπες μπαλάντες, και λατινοαμερικάνικα ακούσματα και μικρασιατικές πινελιές… Η τέχνη της είναι multiethnic, όπως και η ζωή και η παρουσία της. Το θέμα είναι πώς βάζει σε τάξη τη δράση του ένας άνθρωπος με τόσες διαφορετικές «δονούσες φλέβες» μέσα του;
«Στη μουσική μου δεν έχω βάλει τάξη. Οδηγούμαι από το συναίσθημα. Τρέφομαι από τις στιγμές, από τις κουβέντες, από τις εικόνες. Θέλω να νιώθω ελεύθερη και πρέπει να ομολογήσω ότι μια… ευγενής αταξία γύρω μου -προσοχή, όχι χάος- μου προσφέρει χαλαρότητα που ωφελεί τη δημιουργία. Η τάξη στη ζωή μου μπαίνει μόνο όταν έχω να παρουσιαστώ σε μια σειρά συναυλιών, να κάνω διαδοχικά ταξίδια, να ριχτώ σε προετοιμασία υλικού… γενικά, πράγματα που χωρίς τάξη και πειθαρχία, δεν θα υπήρχε περίπτωση να πετύχουν. Αυτές, λοιπόν, οι διαφορετικές «δονούσες φλέβες» μέσα μου με κρατούν σε εγρήγορση και μου συντηρούν το ενδιαφέρον. Αλλιώς θα έπληττα αφόρητα. Πράγματι, η ζωή μου και η τέχνη μου είναι multi και για τον λόγο αυτόν μάλλον μεταμορφώνομαι εύκολα και προσαρμόζομαι στο εκάστοτε μουσικό τοπίο».
-Υπήρξαν ταξίδια, τόποι, ή κοινά, ακροατήρια, που επηρέασαν τη ματιά σου απέναντι στη μουσική;
«Πολλά ταξίδια, πολλές εμπειρίες συναυλιακές, δύσκολο να ξεχωρίσω… Για παράδειγμα, πριν τρία χρόνια, για πρώτη φορά, τραγούδησα σε ένα μεγάλο φεστιβάλ στο Μαρόκο. Ήμουν επιφυλακτική. Δεν ήξερα πώς θα αντιδράσει το κοινό. Ξετρελάθηκα! Με έλουσαν με αγάπη και ενθουσιασμό! Εμφανίστηκα σε μεγάλα θέατρα, αλλά και σε μικρές κωμοπόλεις της Γαλλίας. Οι θεατές αγκάλιασαν εμένα και τους μουσικούς μου, σαν να ήμασταν μέλη της οικογένειάς τους, τόσο πού μετά, με κάποιους από αυτούς τρώγαμε στο ίδιο τραπέζι φαγητό σπιτικό, σα μια μεγάλη συντροφιά χρόνων. Αυτό που θα μπορούσα να πω είναι πως όλα αυτά , οι εναλλαγές τοπίων, ανθρώπων, χρωμάτων, ιδιοσυγκρασιών με έφεραν σε αυτό που είμαι σήμερα στη μουσική μου. Με βοήθησαν να απελευθερωθώ, να ανοίξουν οι μέσα μου πόρτες, να μπουν νέοι κόσμοι, νέοι ρυθμοί, νέοι τρόποι έκφρασης».
Οι καλλιτέχνες του κόσμου, όπως η Βάκια Σταύρου, επιδίδονται κατά κανόνα σε live εμφανίσεις. Η δισκογραφική τους παρακαταθήκη συνήθως έρχεται μετά, ως επισφράγισμα της διεθνούς αποδοχής τους. Ωστόσο, εκείνη σε σχέση με τις εμφανίσεις της σε αίθουσες μουσικής και θέατρα ανά τον πλανήτη έχει καταγεγραμμένη μία μάλλον ισχνή δισκογραφία (στο ενεργητικό της μάλιστα περιλαμβάνεται και ένα συμβόλαιο με μεγάλη ελληνική δισκογραφική εταιρεία).
«Δισκογραφία. Μάλιστα. Θίγεις ένα πολύ ευαίσθητο θέμα. Ασφαλώς με ενδιαφέρει να κάνω δίσκους, ν’ αφήσω πίσω δείγματα δουλειάς και έκφρασης. Αλλά σήμερα στη δισκογραφία τα πράγματα δεν είναι όπως κάποτε. Μέχρι πριν από καμιά δεκαετία, υπήρχαν εύρωστες και αξιόπιστες δισκογραφικές, που αναλάμβαναν την παραγωγή και την κυκλοφορία ενός δίσκου. Σήμερα ο καλλιτέχνης καλείται να γίνει ο ίδιος χορηγός και παραγωγός του δίσκου του. Έτσι, έως ότου συγκεντρώσει τους πόρους, μπορεί να περάσουν και 3 και 4 χρόνια. Αλλά να σου πω μια αλήθεια; Καλύτερα. Είμαστε ελεύθεροι. Δεν έχουμε κανέναν να μας… πατρονάρει, να μας λέει πώς να στηνόμαστε απέναντι στο κοινό, πώς να είμαστε «ευχάριστοι» στο όνομα της προώθησης της δουλειάς, γεγονός που συχνά στοιχίζει τη συνέπεια, καμιά φορά ακόμα και τη σοβαρότητά μας. Και, μεταξύ μας, δεν μας κουνούν και το δάκτυλο υπενθυμίζοντάς μας πως πρέπει να τους ευγνωμονούμε… Παρεμπιπτόντως, πάντως, αυτή την περίοδο ετοιμάζω, στο Παρίσι, την παραγωγή του επόμενου δίσκου μου. Αν είμαστε τυχεροί, θα κυκλοφορήσει ανεξάρτητος και ωραίος γύρω στο φθινόπωρο».
Και ο προηγούμενος δίσκος της, με τον τίτλο «ALASIA» (2017), ήταν παραγωγή της γαλλικής δισκογραφικής εταιρείας «Accords Croises». Περιελάμβανε δικές συνθέσεις σε τρεις γλώσσες, μεταξύ των οποίων μελοποιημένα δύο ποιήματα, που έγραψε ειδικά για τον δίσκο της ο Πορτογάλος λογοτέχνης Jose Luis PEIXOTO.
Από αυτόν τον δίσκο, η σύνθεσή της, στα Πορτογαλικά, του «Sozinha» («Μόνη»), την έκανε ακόμη πιο δημοφιλή σε Ελλάδα, Ευρώπη και κυρίως, Λατινική Αμερική. Γιατί, βλέπεις, το… παγκόσμιο μουσικό σπίτι, το διαδίκτυο, είναι αρκετά μεγάλο και δυνατό ώστε να φέρνει κάθε νέο μουσικό προϊόν και στα πιο απομακρυσμένα αφτιά του πλανήτη. Η δουλειά της Βάκιας ακούστηκε και αγαπήθηκε από πολύ και ετερόκλητο κόσμο.
Παρά ταύτα, δεν μας προτείνει κάτι δικό της, όταν της ζητούμε να μας αριθμήσει πέντε μουσικά κομμάτια ή τραγούδια, που θεωρεί ότι ενδείκνυνται για καλή συντροφιά, μιας και το μόνο σίγουρο είναι ότι οι άνθρωποι διαβάζουν ετούτη τη συνέντευξη από το σπίτι. Ακόμα, δε, και η πρότασή της είναι «multiethnic»: 1. «Το βαλς των χαμένων ονείρων» του Μάνου Χατζηδάκη, 2. Το «Flower Duet» από την όπερα «Lakme» του Delibes, 3. Το Paris sera toujours Paris από τη Zaz, 4. Ολόκληρη τη συναυλία του Antonio Zambujo «Ao vivo no Coliseu» και 5. Το «Libertango» του Astor Piazolla, από τις Khatia και Gvantsa Buniatishvili στο «Τhe concert in the woods, Das Waldkonzert».
Μεταξύ μας, το ένα καλύτερο από το άλλο!
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ