Ο Αμερικανός τραγουδιστής και πιανίστας Τζέρι Λι Λιούις, ο οποίος υπήρξε μία από τις πρωτοπόρες και πιο εξεζητημένες φιγούρες του ροκ εντ ρολ τη δεκαετία του ‘50 ενώ σαγήνευσε τους χιλιάδες θαυμαστές του με την επιδειξιομανία του, την απρόβλεπτη και χαρισματική του παρουσία στη σκηνή, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή 28 Οκτωβρίου, σε ηλικία 87 ετών.

Φίλος και αντίπαλος του Έλβις Πρίσλεΐ, ο Τζέρι Λι Λιούις επηρέασε μια ολόκληρη γενιά μουσικών, όπως ο Μπρους Σπρίνγκστιν που είπε γι ‘αυτόν το 1995: «Δεν παίζει ροκ εν ρολ, είναι ροκ εν ρολ».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο ανεπανάληπτος καλλιτέχνης έβγαζε μία απίστευτη ενέργεια και μία απειλητική σεξουαλικότητα, ενώ συχνά επιδιδόταν σε «σκηνικές γελοιότητες», όπως τον κατηγορούσαν οι συντηρητικοί της εποχής του, δείχνοντας ασέβεια στο πιάνο «το ιερό όργανο της μουσικής»: στεκόταν πάνω του, το κλώτσαγε, έπαιζε με χέρια και πόδια και κάποτε το πυρπολούσε.

Δείτε το βίντεο:

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ποιος ήταν ο Τζέρι Λι Λιούις

Ο Τζέρι Λι Λιούις γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1935 στην κωμόπολη Φεριντέι της πολιτείας Λουϊζιάνα των ΗΠΑ, από φτωχή οικογένεια. Ξεκίνησε να παίξει πιάνο από πολύ μικρός (στα εννιά του) στο σπίτι μιας θείας του και ο πατέρας του που ήταν ξυλουργός και λαθρέμπορος ποτών, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του γιου του, έβαλε υποθήκη το σπίτι της οικογένειας για να του αγοράσει πιάνο.

Οι πρώτες του επιρροές ήταν από τον πιανίστα και τραγουδιστή της κάντρι Μουν Μάλικαν, τον εκ των πρωτοπόρων του ροκ εντ ρολ Φατς Ντόμινο και τον «Τραγουδιστή της Τζαζ» Aλ Τζόλσον. Με το εκκεντρικό παίξιμό του στο πιάνο κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό ταλέντων του Τεντ Μακ και υπό την καθοδήγηση του παραγωγού Σαμ Φίλιπς υπέγραψε το 1956 συμβόλαιο με τη εταιρεία του Sun Records. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το πρώτο του τραγούδι, μία διασκευή της επιτυχίας του Ρέι Πράις «Crazy Arms», ενώ περιόδευσε στον αμερικανικό νότο με τους Τζόνι Κας και Καρλ Πέρκινς.

Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν το τραγούδι του Ντέιβ Γουίλιαμς «Whole Lotta Shakin’ Goin’ On» (1957), που αρχικά ακουγόταν περιορισμένα στο ραδιόφωνο και τελικά απαγορεύτηκε ως «νοσηρό». Όμως μία ζωντανή εμφάνισή του στο τηλεοπτικό σόου του Στιβ Άλεν άλλαξε τα δεδομένα κι εξασφάλισε την επιτυχία του.

Ο Ότις Μπλάκγουελ έγραψε τις επόμενες μεγάλες επιτυχίες του «Great Balls Of Fire» (1957) και «Breathless» (1958) που ανέβηκαν στα 10 πρώτα τραγούδια στην κορυφή του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε στη μουσική ταινία του Ρόι Λόκγουντ «Jamboree» (1957) μαζί με άλλους πιονιέρους του ροκ εντ ρολ (Φατς Ντόμινο, Καρλ Πέρκινς, Φράνκι Άβαλον).

Ο γάμος με τη δεκατριάχρονη ξαδέλφη του Γκέιλ Μπράουν

Με το ιδιαίτερο στυλ του είχε ήδη γίνει γνωστός στην Ευρώπη. Ωστόσο μία περιοδεία του στη Μεγάλη Βρετανία, όπου τον αντιμετώπισαν εχθρικά, καθώς και η δυσμενής κριτική που δέχτηκε για τον γάμο του με τη δεκατριάχρονη εξαδέλφη του Γκέιλ Μπράουν προτού πάρει διαζύγιο από τη δεύτερη σύζυγό του, ήταν αρκετά για να του αμαυρώσουν την καριέρα.

Eιδικότερα κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1958, στο απόγειο της φήμης του, ενεπλάκη σε σκάνδαλο αφού αποκαλύφθηκε ότι είχε παντρευτεί την 13χρονη ξαδέλφη του, Myra Brown – θα ήταν ο τρίτος από τους επτά γάμους του. Υπήρξε οργή στον βρετανικό Τύπο και η υπόλοιπη περιοδεία του ακυρώθηκε. Οι αμερικανικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί και οι διοργανωτές συναυλιών τον έβαλαν επίσης στη μαύρη λίστα και η δημοτικότητά του εξασθένησε. Δεν είχε ποτέ ξανά επιτυχία στο Top 20 των ΗΠΑ.

Έπειτα από 13 χρόνια γάμου με την Μπράουν -η οποία δήλωσε πως υπέφερε κάθε είδους σωματική και ψυχική κακοποίηση- πήρε διαζύγιο αλλά και ο τέταρτος και ο πέμπτος γάμος του ήταν επίσης κακοποιητικοί και έληξαν με περίεργο τρόπο. Η Jaren Pate και η Shawn Stephens πέθαναν και οι δύο κάτω από περίεργες συνθήκες – η πρώτη από πνιγμό, ενώ γύρω από τη δεύτερη υπήρχαν φήμες για ενδοοικογενειακή κακοποίηση.

To 1963 υπέγραψε συμβόλαιο με τη Mercury και με την καθοδήγηση του παραγωγού Τζέρι Κένεντι πειραματίστηκε με την κάντρι, τη σόουλ και το ριθμ εντ μπλουζ σε μία προσπάθεια να ξανακερδίσει το κοινό. Μέσα από όλες αυτές τις κυκλοφορίες ξεχώρισαν τα λάιβ άλμπουμ «The Greatest Live Show On Earth» (1964) και η συνέχειά του, το «By Request: More of the Greatest Live Show on Earth» (1966).

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 κι έπειτα παρέμεινε στον χώρο της κάντρι, όπου και προσπάθησε να καθιερωθεί με μία σειρά από δίσκους. Το 1983 μετακινήθηκε στη MCA για τα άλμπουμ «My Fingers Do The Talking» και «I Am What I Am».

Το 1989 επανήλθε στο προσκήνιο με τη βιογραφική ταινία του Τζιμ ΜακΜπράιντ «Great Balls of Fire!» (τον υποδύθηκε ο Ντένις Κουέιντ) και τη δεκαετία του ’90 πραγματοποίησε συνεχείς περιοδείες στην Ευρώπη, έχοντας ανακτήσει τη φήμη του. Οι ηχογραφήσεις του όλο και αραίωναν, αλλά το 2006 επαινέθηκε για το «Last Man Standing» (2006), ένα άλμπουμ με ντουέτα με μία πληθώρα θρύλων του ροκ, του μπλουζ και της κάντρι.

Προσωπική ζωή

Η ζωή του «The Killer», όπως τον αποκαλούσαν οι θαυμαστές του χαρακτηριζόταν από αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, προβλήματα με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, περιόδους κακής υγείας, φορολογικά χρέη και χρεοκοπίες, άγριες τρέλες, επτά γάμους και έξι παιδιά. Το ταλέντο του, η επιμονή του, η διάρκεια και μακροζωία του, καθώς και η τεράστια κληρονομιά των ηχογραφήσεών του, τον κατατάσσουν στις θρυλικές μορφές της ροκ μουσικής.

Ο Τζέρι Λι Λιούις πέθανε από πνευμονία στις 28 Οκτωβρίου 2022 στη φάρμα του στο Νέσμπιτ του Μισσισσιπή, σε ηλικία 87 ετών.

 

 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης