Ρεπορτάζ: Σωτήρης Σκουλούδης, Σπυριδωνία Κρανιώτη

Στο σπίτι που έζησε και μεγαλούργησε για ένα σημαντικό μέρος της ζωής του ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης, στην περιοχή Άσπρα Χώματα της Νίκαιας, βρέθηκε ο φακός του zougla.gr.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο μεγάλος Μάρκος ζούσε σε ένα υπόγειο στη φτωχογειτονιά τότε, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να μεγαλουργήσει και να γίνει ο θρύλος που είναι μέχρι και στις μέρες μας. Το υπόγειο αυτό έχει μετατραπεί σε έναν πολύ όμορφο καφενέ, στη συμβολή των οδών Κρήνης και Οφρυνίου, αφιερωμένο βεβαίως στον Μάρκο, όπου συχνά οι παλαιότεροι βρίσκονται με τους νεότερους και μοιράζονται τις αναμνήσεις τους από μια άλλη, αξεπέραστη, κατά πολλούς, εποχή.

Ωστόσο, μας προκάλεσε αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι για ένα καλλιτέχνη αυτού του βεληνεκούς, κάποιος αρμόδιος φορέας, ο Δήμος ή και το υπουργείο Πολιτισμού, θα έπρεπε να έχουν φροντίσει να αναδείξουν αναλόγως τον «θρύλο» του ρεμπέτικου, καθώς η ενθύμηση της ιστορικότητας του χώρου για την ελληνική μουσική, παραμένει ζωντανή μόνο χάρη στους παλιούς φίλους και θαυμαστές του…

Δείτε το βίντεο και τις φωτογραφίες του zougla.gr:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 

Το σπίτι του Μάρκου Βαμβακάρη, όπως είναι σήμερα εξωτερικά:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η ταμπέλα είναι "ανεπίσημη"... Κανένας δρόμος της περιοχής δεν έχει πάρει το όνομα του θρύλου του ρεμπέτικου

Φωτογραφίες από το εσωτερικό:

Ποιος ήταν ο σπουδαίος μουσικός

Ο Μάρκος Βαμβακάρης άφησε μια τεράστια μουσική παρακαταθήκη και χαρακτηρίστηκε ως ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου. Ο σπουδαίος καλλιτέχνης καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών και πέρασε στην ιστορία δικαιώνοντας τον τίτλο του και την καλλιτεχνική του αξία.

Ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού είχε μια δύσκολη ζωή γεμάτη αγώνα αλλά και τεράστια καλλιτεχνική δημιουργία. Τα τραγούδια του μιλούν για τoν έρωτα, την αγάπη, την αδικία, τη φτώχεια και αντικατόπτριζαν τα συναισθήματα και τα βιώματα του μέσου Έλληνα τα δύσκολα χρόνια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.

Τα τραγούδια του μετέφεραν την ομορφιά  της ψυχής του και ο κόσμος γρήγορα τα αγάπησε και έβαλε στην καρδιά του μαζί με τον Μάρκο και το ρεμπέτικο τραγούδι. 

Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια

Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών και ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια.

Πριν καλά – καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά.

Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.

Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει περισσότερα από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).

Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ’ ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.

Η περίοδος λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.

Με την έναρξη του πολέμου, ο Βοτανικός έκλεισε και ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα. Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών. Τα δύο πρώτα παιδιά τους χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε τον Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949.

Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει εκ νέου δίσκους σε διάφορες εταιρείες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.

Η κατάσταση άλλαξε ριζικά το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους. Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.

Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, ο Μάρκος Βαμβακάρης έφυγε από τη ζωή.

Ακούστε το τραγούδι:

 

Δείτε ακόμη:

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης