Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος εκφράζει τη βαθιά του θλίψη για την απώλεια του Θεόδωρου Αντωνίου, ενός από τους κορυφαίους Έλληνες συνθέτες και μαέστρους της γενιάς του, με διεθνή καριέρα που συνέβαλε με το έργο του στη διάδοση και στην προώθηση της σύγχρονης ελληνικής μουσικής παγκοσμίως.
Ο Θεόδωρος Αντωνίου, αρχιμουσικός και μουσικός παιδαγωγός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε βιολί, φωνητική και σύνθεση στο Εθνικό Ωδείο και στο Ελληνικό Ωδείο και συνέχισε τις σπουδές του για σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου και στο Διεθνές Μουσικό Κέντρο του Ντάρμστατ.
Δίδαξε μουσική στα Πανεπιστήμια του Στάνφορντ και της Γιούτα των Ηνωμένων Πολιτειών, στη Μουσική Ακαδημία της Φιλαδέλφειας και στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Από το 1974 έως το 1985 υπήρξε συνδιευθυντής όλων των δραστηριοτήτων σύγχρονης μουσικής στο Μουσικό Κέντρο του Τάνγκελγουντ.
Από το 1989 κατείχει τη θέση του προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.
Κατείχε επίσης τη θέση του καθηγητή σύνθεσης στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, πέραν της καριέρας του ως συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Ως μαέστρος, είχε συνεργαστεί με ορχήστρες, μικρές και σύνολα, σε όλο τον κόσμο. Ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 2004 τιμήθηκε με το Βραβείο Herder από το Alfred Toepfer Stiftung F. V. S.
Ο Θεόδωρος Αντωνίου εξελέγη τον Μάιο του 2014 τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον κλάδο της Μουσικής Σύνθεσης.
Η εργογραφία του αριθμεί περισσότερα από 450 έργα και περιλαμβάνει όπερες και χορωδιακά, καντάτες, έργα μουσικής δωματίου, έργα για σολίστ, συμφωνικά έργα και κοντσέρτα αλλά και δεκάδες συνθέσεις για το Θέατρο (εκ των οποίων οι 60 είναι για αρχαίες τραγωδίες) και τον Κινηματογράφο.
Συνεργάστηκε, ως συνθέτης, με το ΚΘΒΕ σε τέσσερις παραστάσεις:
«Ειρήνη» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κανέλλου Αποστόλου (1967)
«Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (1976)
«Ικέτιδες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη (1983)
«Κάιν» του Λορντ Μπάυρον-Τζωρτζ Γκόρντον σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (1987)