Καινοτόμος αυτοσχεδιαστής πιανίστας, πρωτεργάτης της σύγχρονης ελληνικής τζαζ μουσικής και εμβληματική μορφή της Θεσσαλονίκης, ο Σάκης Παπαδημητρίου επανέρχεται εφέτος διπλά: Με το «Piano Voices» που ηχογράφησε περίπου τριάντα χρόνια από το προηγούμενο σόλο πιάνο άλμπουμ του, αλλά και με δυο σόλο συναυλίες που θα δώσει για το αθηναϊκό κοινό την Παρασκευή 9 και Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018 στον χώρο του Beton7-Arts (Πύδνας 7, Βοτανικός) όπου και θα το παρουσιάσει.
Ο Σάκης Παπαδημητρίου είναι επίσης συγγραφέας -ήδη από τα τέλη του 1960 έχει αρχίσει να δημοσιεύει πεζογραφήματα και μελέτες για τη μουσική-, αλλά και γνωστός από το 1975 για τις ραδιοφωνικές του εκπομπές στην ΕΡΤ Θεσσαλονίκης και Αθηνών και από το 1989 για την ενασχόλησή του με τη σχέση βωβού κινηματογράφου και μουσικής επί σκηνής. Με την ευκαιρία της αθηναϊκής του εμφάνισης μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την καλλιτεχνική πορεία του, τη ζωντανή ηχογράφηση του ντουέτου με τον Φλώρο Φλωρίδη το 1979, η οποία γέννησε τον πρώτο δίσκο της σύγχρονης ελληνικής τζαζ δισκογραφίας, τις «φωνές» του πιάνου και τη γοητεία του αυτοσχεδιασμού, αλλά και για τον ρόλο που έπαιξε η λογοτεχνία στη ζωή του.
Το 1980 ηχογραφήσατε το «Αυτοσχεδιάζοντας στου Μπαράκου», τον πρώτο δίσκο της σύγχρονης ελληνικής τζαζ. Πόσο δύσκολο ή καινοτόμο ήταν αυτό για την εποχή όσον αφορά την ελληνική μουσική σκηνή;
Η έκδοση αυτού του άλμπουμ έγινε στο πρώτο σοβαρό και σημαντικό τζαζ κλαμπ της Αθήνας και της Ελλάδας που ήταν κάτω από την Ακρόπολη, το κλαμπ του «Μπαράκου». Εκεί μια βραδιά ηχογραφήθηκε αυτό που ονομάστηκε ο πρώτος δίσκος της σύγχρονης τζαζ. Γιατί δίσκοι τζαζ υπήρχαν και παλαιότερα, όπως ηχογραφήσεις του Πλέσσα, του Θεοδοσιάδη, του Χατζηνάσιου.
Τώρα, κατά τη διάρκεια της Χούντας με τη λογοκρισία τα πράγματα είχαν πιεστεί και καταπιεστεί. Φυσικά δεν μπορούσε να βγάλει κανείς εύκολα δίσκο οικονομικά, αλλά και λόγω της ελευθερίας που έχει αυτή η μουσική υπήρχε πάντοτε μια μορφή διώξεων, άλλοτε για το ηθικό της μέρος, νομίζοντας ότι η τζαζ παίζεται σε καμπαρέ και πορνεία, κυρίως όμως, αυτό που με στενοχωρούσε και μένα, ήταν η πλευρά του κομμουνισμού, του φασισμού και του ναζισμού. Αυτά τα μεγάλα τρία ιδεολογήματα είχαν καταλάβει εγκαίρως ότι αυτή η μουσική θα τους έκανε κακό είτε γιατί οι μουσικοί ήταν μαύροι άρα από πλευράς ρατσισμού απαράδεκτοι, είτε γιατί ήταν από την Αμερική άρα ήταν καπιταλισμός, είτε γιατί προερχόταν από ανθρώπους που ήταν ελεύθεροι.
Άρα, η ηχογράφησή του ήταν κάτι αρκετά καινοτόμο
Δεν θέλω να πω τη λέξη επαναστατικό, αλλά ανατρεπτικό ήταν. Η ελευθερία είναι το χαρακτηριστικό του αυτοσχεδιασμού. Η φαντασία και η εξέλιξη που γίνεται εκείνη τη στιγμή παρουσία των μουσικών και του κοινού, ήταν πράγματα που δεν είχε συνηθίσει η χώρα αυτή.
Μιλήστε μας γι’ αυτήν τη μουσική;
Πρώτα απ’ όλα, τη δεκαετία του ’60 αναπτύχθηκε η free jazz, που λεγόταν ‘ελεύθερη τζαζ’ ακριβώς γιατί δεν ξεκινούσε μόνο από τα τραγούδια. Είχε πιο βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο, όπως η απελευθέρωση των μαύρων. Η Ευρώπη δεν είχε αυτή την ορολογία, γιατί δεν την απασχολούσε τόσο το θέμα του ρατσισμού όσο το θέμα της ελευθερίας της τέχνης και της έκφρασης, της ελευθερίας να χρησιμοποιείς ό,τι υλικό θέλεις. Και αυτό ονομάστηκε τότε improvised music, δηλαδή ‘αυτοσχεδιαζόμενη μουσική’ η οποία σε μια φάση ήταν πολύ κοντά με την τζαζ. Σήμερα είναι αρκετά χωριστά. Όποτε θέλουν συγκλίνουν όποτε θέλουν αποκλίνουν.
Και η δική σας μουσική;
Εκείνη την εποχή αυτό που κάναμε εμείς ήταν καθαρά αυτοσχεδιαστικό. Δηλαδή είχαμε μόνο κάποιες ιδέες, δεν είχαμε τίποτα γραμμένα, δεν είχαμε το πλήρες πρόγραμμα, πρώτα παίζαμε και μετά βάζαμε τίτλους. Εγώ δεν δέχομαι ούτε τη λέξη τζαζ. Η σύγχρονη μουσική είναι πιο πάνω από αυτά, μπορεί να έχει και σύνθεση και αυτοσχεδιασμό και στοιχεία της τζαζ, αλλά και στοιχεία της μινιμαλιστικής, της πειραματικής και της επεξεργασίας. Δηλαδή μπορεί να έχει πολύ περισσότερα τα οποία ως τώρα δεν τα είχε η τζαζ.
Βεβαίως η σύγχρονη τζαζ αρχίζει κι αυτή ως ανοικτή μουσική να πηγαίνει παντού, στις παραδόσεις άλλων πολιτισμών, στην τεχνολογία, να ξεπερνάει τα κοινωνικά και τα πολιτικά θέματα και να πηγαίνει σε μορφές τέχνης που θέλουν να πλησιάσουν ξανά τον πολύ κόσμο, σε ιδρύματα, πανεπιστήμια, έρευνες. Έχει ανοίξει πάρα πολύ. Μην βλέπετε στην Ελλάδα που δεν το έχουν καταλάβει αυτό. Ευτυχώς που έγινε το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και κάπου παίρνουν στα σοβαρά το ότι δεν είναι ούτε κάτι κλασικό, αλλά ούτε και τραγούδι για τον πολύ κόσμο.
Στο εξωτερικό είναι αλλιώς τα πράγματα;
Έξω το θέμα έχει κλείσει. Υπάρχουν κλαμπ που παίζουν αποκλειστικά μια τζαζ που λέγεται mainstream και υπάρχει κι ένα άλλο κλαμπ που θέλει να έχει alternative ή θέλει να έχει improvised ή θέλει να έχει mixed media κλπ.
Πόσο ρόλο έπαιξε στην πορεία σας το γεγονός ότι ζείτε στη Θεσσαλονίκη;
Νομίζω ότι η Θεσσαλονίκη, σε αυτό που με ενδιέφερε, ήταν απείρως πιο ανοικτή από την Αθήνα. Για δύο λόγους. Πρώτον γιατί η ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι πολύ πιο μεγάλη από πλευράς πολιτισμών. Εδώ εγώ ζω 12 χρόνια και ακριβώς μπροστά μας, στο μετρό που κατασκευάζεται, ήδη έχουν περάσει τρεις πολιτισμοί, ενώ στη γωνία που είναι η πλατεία με το άγαλμα του Βενιζέλου τέσσερις. Είναι πράγματα που όποιος έρχεται από το εξωτερικό τρελαίνεται. Το δεύτερο είναι ότι μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη, έμαθα τι θα πει λογοτεχνία. Γιατί έχω γνωρίσει τους πάντες μέσω της τέχνης και της «Διαγωνίου» (σσ. περιοδικό γραμμάτων και τεχνών που εκδιδόταν στη Θεσσαλονίκη από το 1958 ως το 1983, με ιδρυτή και διευθυντή του τον Ντίνο Χριστιανόπουλο). Στη «Διαγώνιο» ήταν ο Χριστιανόπουλος, ο Ιωάννου, ο Ασλάνογλου, ο Πετρόπουλος, άνθρωποι αξιόλογοι που σήμερα είναι ένα μουσείο προσωπικοτήτων. Από εκεί μπήκα στη λογοτεχνία. Από τη λογοτεχνία μπήκα στη μουσική. Γι’ αυτό με ενδιαφέρει πάντοτε αλλιώς η μουσική.
Πώς δηλαδή μπήκατε στη μουσική από τη λογοτεχνία;
Πρώτα από όλα από τη διδασκαλία του Χριστιανόπουλου, που έλεγε ό,τι γράφουμε πρέπει να το διαβάζουμε φωναχτά. Όταν είναι ποίηση πρέπει να καταλαβαίνουμε τη μουσικότητα χωρίς να έχει ομοιοκαταληξίες και στιχάκια. Πρέπει λοιπόν να τα λέμε συνεχώς ώστε να αποκτήσουν μια ροή φυσιολογική. Αυτό το συνάντησα και αργότερα όταν γνώρισα τον Steve Lacy, τον περίφημο σαξοφωνίστα και μουσικό ο οποίος είχε συνδέσει τη λογοτεχνία με τη μουσική. Ο Lacy μου είπε πως έκανε ακριβώς αυτό. Έλεγε διαρκώς από μέσα του έναν αφορισμό του Κομφούκιο, του Λάο Τσε ή ποιήματα του Ζορζ Μπρακ ωσότου τα κάνει δίσκο με μουσική. Για παράδειγμα εφέτος με τη Γεωργία Συλλαίου παρουσιάσαμε δύο ποιήματα του Μπέκετ που τα είχα μεταφράσει, μαζί με μια ταινία που είχε κάνει για τον Μπάστερ Κήτον. Αυτό ήταν ενδεικτικό του συνδυασμού εικόνας ήχου και μουσικής.
Πέρασαν περίπου 30 χρόνια μετά το τελευταίο σόλο άλμπουμ σας και περίπου 10 χρόνια μετά την τελευταία σόλο συναυλία σας στην Αθήνα. Γιατί … αργήσατε τόσο;
Είχαν βγει πολλοί δίσκοι στη δεκαετία του ’80, πέντε από τους οποίους ήταν σόλο πιάνο. Στην Αθήνα έπαιξα σόλο πιάνο τον Δεκέμβριο του 1999 στο Παλλάς, συνοδεύοντας επί σκηνής την ταινία «Μετρόπολις», διάρκειας 2 ωρών και 15 λεπτών. Άλλες φορές εμφανιστήκαμε ντούο με τη Γεωργία Συλλαίου και τρίο με τον Χρήστο Γερμάνογλου, όπως το καλοκαίρι που παίξαμε στον Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σ. Νιάρχος για τον Demetrio Stratos.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να παίξω ούτε σε ηλεκτρικό πιάνο ούτε σε μικρό. Θέλω να είναι ένα πιάνο με ουρά, πώς παίζεις κλασική μουσική, για να μπορώ να ακούω όλες αυτές τις «μικρές φωνές» και τις «κραυγές» του πιάνου. Τα ηλεκτρικά δεν έχουν φωνή, είναι σαν τις λάμπες. Δηλαδή, όποιος και να παίξει το πλήκτρο του ηλεκτρικού ή του συνθεσάιζερ δεν μπορεί να το αλλάξει, ενώ το πιάνο αλλάζει με κάθε δάχτυλο. Αυτό είναι μια μεγάλη διαφορά από τα ηλεκτρικά όργανα. Βέβαια, μπορείς να κάνεις άλλα πράγματα με τα ηλεκτρικά.
Τι έχει σημασία για εσάς όταν αυτοσχεδιάζετε στη σκηνή;
Η σωματικότητα και η φωνή του πιάνου η οποία δεν βγαίνει μόνη της. Πρέπει να έρθει το ανθρώπινο στοιχείο που θα «αγκαλιάσει» το πιάνο, θα γίνει μια ερωτική πράξη για να βγάλει φωνή. Δεν γίνεται αλλιώς. Αυτό θα πει «φωνές του πιάνου» («piano voices»). Ο καθένας που παίζει είναι μια άλλη φωνή στο πιάνο. Ώσπου να βρεθεί ποια είναι η δική σου φωνή και ποια του οργάνου, ό,τι θα ταυτίζει και τους δυο, αυτή είναι η μεγάλη διαδρομή της τέχνης. Αυτή είναι και η ποιητική, θεατρική πλευρά του πιάνου, η performance. Παρακολουθείς ποια είναι η σχέση του σώματος, των ιδεών, του σώματος του πιάνου αλλά και των δυνατοτήτων που έχει να σου προσφέρει. Γιατί άλλο είναι ένα σκληρό πιάνο, άλλο είναι ένα πιο μεγάλο, άλλο η αισθητική του χώρου, όταν ο κόσμος παρακολουθεί προσεκτικά ή όχι. Όλα παίζουν έναν ρόλο. Γι’ αυτό ο αυτοσχεδιασμός πρέπει να συνδυαστεί με όλα αυτά για να είναι πετυχημένος.
Για κάθε κομμάτι έχω κάποιες ιδέες, άλλοτε τις παίζω άλλοτε παίζω άλλες. Έχω πάρει ιδέες από τον Ηράκλειτο, τον Αριστοτέλη, τον αρχαιοελληνικό ύμνο των μουσών, τον Επιτάφιο του Σείκιλου… Γι’ αυτό έλεγα καμιά φορά ότι στη μεν Ελλάδα μας λένε ότι παίζουμε τζαζ και αμερικάνικη και καπιταλιστική μουσική και ό,τι άλλο θέλουν, αλλά όταν πας έξω σου λένε ότι παίζεις ελληνική μουσική.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ