Στις 22 Απριλίου 1978 πραγματοποιήθηκε στην Τζαμάικα μια συναυλία για την καταλλαγή των πολιτικών παθών, στην οποία πήραν μέρος μεγάλα ονόματα της μουσικής ρέγκε, με επικεφαλής τον Μπομπ Μάρλεϊ. Η συναυλία έγινε στην πρωτεύουσα Κίνγκστον.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 το νησί της ρέγκε και των ρασταφάρι βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Την Τζαμάικα κυβερνούσε το αριστερό Λαϊκό Εθνικό Κόμμα του πρωθυπουργού Μάικ Μάνλεϊ. Οι αντικαπιταλιστικές κορώνες και ο κρατικισμός του εξόργιζαν την πλουτοκρατία της χώρας. Την Ουάσιγκτον ενοχλούσαν οι στενοί δεσμοί του με τον Φιντέλ Κάστρο και η υποστήριξή του στην ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο, ενός γειτονικού νησιού με ειδική σχέση με τις ΗΠΑ. Η οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και η ανεργία εκτοξευόταν στα ύψη. Η υψηλή εγκληματικότητα υπονόμευε την τουριστική εικόνα της χώρας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν τον συντηρητικό Έντουαρντ Σιάγκα, που ηγείτο του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος. Και οι δύο μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί του νησιού δεν έπαιζαν με καθαρούς όρους το πολιτικό παιγνίδι. Διατηρούσαν στρατούς οπλοφόρων από τα γκέτο των μαύρων για να λύνουν τις πολιτικές τους διαφορές. Κανένας πολίτης της χώρας δεν βρισκόταν στο απυρόβλητο, ούτε και ο Μπομπ Μάρλεϊ, η μεγαλύτερη προσωπικότητα που ανέδειξε το νησί αυτό της Καραϊβικής.

Στις 3 Δεκεμβρίου 1976 έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης, επειδή απλά θα συμμετείχε στη συναυλία «Smile Jamaica» που διοργάνωνε το Υπουργείο Πολιτισμού. Η περίοδος ήταν προεκλογική και οι οπλοφόροι του Εργατικού Κόμματος πίστεψαν ότι ο Μάρλεϊ υποστήριζε τους κυβερνητικούς και θεώρησαν καλό να του δώσουν ένα μάθημα. Ευτυχώς, τραυματίστηκε ελαφρά στον ώμο και το στήθος και δύο μέρες αργότερα, έδωσε κανονικά «το παρών» στη συναυλία. Στη συνέχεια, πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει στην Αγγλία, επειδή το κλίμα ήταν βαρύ γι’ αυτόν.

Οι πιστολάδες των δύο κομμάτων έγιναν οι κυρίαρχοι του πολιτικού παιγνιδιού. Όταν δεν αναλάμβαναν δράση με τα όπλα τους, μεσολαβούσαν στους πολιτικούς τους πάτρωνες για την ικανοποίηση των αιτημάτων των φτωχών μαύρων των γκέτο. Στις αρχές του 1978 η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο. Και την πρωτοβουλία για την έξοδο από την κρίση πήραν οι ίδιοι οι πιστολάδες, με όπλο τους αυτήν τη φορά τη μουσική.

Δύο από τα πρωτοπαλίκαρα του Μάνλεϊ, ο Μπάκυ Μάρσαλ και ο Κλόντι Μάσοπ, αποφάσισαν να διοργανώσουν μία συναυλία με διπλό σκοπό: αφενός, να μαζέψουν χρήματα για τη στέγαση των φτωχών και αφετέρου να στείλουν ένα μήνυμα για την εθνική συμφιλίωση. Η ρέγκε θα ήταν το καλύτερο μέσο για την επιτυχία των σκοπών τους. Ο Μάσοπ πέταξε στο Λονδίνο και έπεισε τον Μάρλεϊ να ηγηθεί της συναυλίας. Αυτός έθεσε έναν όρο: η συναυλία να γίνει στις 22 Απριλίου 1978, επέτειο των 12 χρόνων από την επίσκεψη του Χαϊλέ Σελασιέ στην Τζαμάικα. Ο Μπομπ Μάρλεϊ ανήκε στους Ρασταφάρι, ένα κίνημα των μαύρων της Τζαμάικα, που πρέσβευε την επιστροφή στην Αφρική και πίστευε ως αρχηγό του τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ.

Στις 22 Απριλίου, 32.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο των Ηρώων του Κίνγκστον για να παρακολουθήσουν τη συναυλία, που είχε ως τίτλο «One Love Peace Concert». Όλοι ανυπομονούσαν να δουν και να ακούσουν τον Μάρλεϊ, που έλειπε αυτοεξόριστος από το νησί για 18 μήνες. Στην πρώτη σειρά των καθισμάτων κάθονταν οι δύο ορκισμένοι αντίπαλοι: ο πρωθυπουργός Μάικλ Μάνλεϊ και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Έντουαρντ Σιάγκα. Τη συναυλία άνοιξαν σπουδαία ονόματα της ρέγκε, όπως οι Ντίλινγκερ (Dillinger), Ντένις Μπράουν (Dennis Brown), Ίνερ Σερκλ (Inner Circle) και Μπιγκ Γιαθ (Big Youth).

Προτελευταίος ανέβηκε στη σκηνή ο Πίτερ Τος (Peter Tosh), παλιός συνεργάτης του Μάρλεϊ, που ήταν εμφανώς εκτός κλίματος. Απευθύνθηκε με οξείς χαρακτηρισμούς στους δύο πολιτικούς ηγέτες και προκάλεσε την αστυνομία, καπνίζοντας δημοσίως μαριχουάνα, ενέργεια που επιδοκιμάστηκε από το πλήθος. Μήνες αργότερα, η αστυνομία θα πάρει την εκδίκησή της από τον Τος. Θα τον συλλάβει και θα τον ξυλοκοπήσει σ’ ένα ανήλιαγο κελί.

Αντίθετα, ο Μάρλεϊ ήταν ήρεμος και συμφιλιωτικός. Βρισκόταν σε διαρκή έκσταση, χορεύοντας και τραγουδώντας για την ειρήνη, την αγάπη, την ενότητα. Κατά τη διάρκεια της ερμηνείας του τραγουδιού Jammin’, ζήτησε από τους δύο ηγέτες να ανέβουν στη σκηνή. Αυτοί το έπραξαν απρόθυμα, αλλά με την προτροπή του Μάρλεϊ έδωσαν τα χέρια ενώπιον 32.000 συμπατριωτών. Ήταν μια κίνηση συμβολική, γεμάτη ουσία για το μέλλον.

Η βία που κυριαρχούσε στο πολιτικό σκηνικό και τους δρόμους του Κίνγκστον άρχισε να υποχωρεί σταδιακά. Η κατάσταση καλυτέρεψε, όταν ο Σιάγκα κέρδισε τις εκλογές το 1980 κι έγινε πρωθυπουργός. Όμως, η προσωπική κόντρα μεταξύ των δύο πολιτικών συνεχιζόταν. Συναντήθηκαν ξανά το 1981 πάνω από το φέρετρο του Μπομπ Μάρλεϊ. Ο άνθρωπος, που έκανε τη ρέγκε παγκόσμια μουσική γλώσσα, έστω και νεκρός, κατόρθωσε να τους φέρει και πάλι μαζί.

Ο διεθνής τύπος της εποχής ασχολήθηκε εκτενώς με τη συναυλία, η οποία αποκλήθηκε με μια δόση ειρωνείας «Γούνστοκ του Τρίτου Κόσμου». Πριν από λίγα χρόνια, όμως, σε μια δημοσκόπηση ειδικών, που διενήργησε το βρετανικό κανάλι « Channel 4», το «One Love Peace Concert» κατετάγη στην 6η θέση της λίστας με τις καλύτερες ροκ συναυλίες όλων των εποχών.
Δισκογραφία

Πηγή: sansimera.gr