Ο Sivert Hoyem έρχεται ξανά στην Ελλάδα για μία βραδιά στο Floyd, το Σάββατο 27 Απριλίου και μία βραδιά στο Principal Club Theater στην Θεσσαλονίκη την Κυριακή 28 Απριλίου.
Μετά την εμφάνισή του στη σκηνή του Ηρωδείου το 2016 και αφού τα προηγούμενα χρόνια χάρισε μαζί με τους Madrugada, συναυλιακές στιγμές σε δεκάδες χιλιάδες θεατές στο Tae Kwon Do, στο Καλλιμάρμαρο και σε μεγάλα φεστιβάλ της χώρας, θα βρεθεί, μαζί με την μπάντα του, στην Αθήνα για να δώσει ένα club show μετά από 8 ολόκληρα χρόνια – τόσα έχουν περάσει από την τελευταία του εμφάνιση τον Απρίλιο του ’16 στο Piraeus 117 Academy. Μία επανασύνδεση με τους λάτρεις της μουσικής του.
Μαζί του φέρνει τα τραγούδια που οι φίλοι του έχουν αγαπήσει όλα αυτά τα χρόνια, Sleepwalking Man, Thieving Heart, Moon Landing, Give it a Whirl, κομμάτια όπως τα Aim For The Heart, Two Green Feathers από τον τελευταίο του δίσκο, On an island, που κυκλοφόρησε στα τέλη του Ιανουαρίου και φυσικά πολλά τραγούδια των Madrugada.
Ο Sivert Hoyem περιγράφεται συνήθως ως ένας «μελαγχολικός» καλλιτέχνης κι ο ίδιος ήταν πάντα μελαγχολικός από τη φύση του. «Στην εποχή του Edvard Munh ήταν μία ασθένεια που είχε πλέον διαγνωστεί», επισημαίνει για τη μελαγχολία.
Με τον τελευταίο του δίσκο, ο Sivert Hoyem αποδεικνύει το σπάνιο καλλιτεχνικό του μέταλλο και όπως σε όλα τα άλμπουμ, τόσο του ίδιου όσο και των Madrugada, όλα συνδέονται με αυτό το απόκοσμο νορβηγικό τοπίο, που αστράφτει και φεγγοβολά ακόμα και στα πιο βαθιά σκοτάδια του.
Το Nyksund της Νορβηγίας βρίσκεται στις 68,59 μοίρες βόρεια (ίδιο γεωγραφικό πλάτος με αυτό της Βόρειας Σιβηρίας), με εννέα κατοίκους που ζουν εκεί όλο το χρόνο. Κάποτε, εκεί «ζούσε και βασίλευε» μια μεγάλη κοινότητα αλιέων, το μέρος όμως ερημώθηκε στη δεκαετία του 1960, επειδή το λιμάνι του ήταν πολύ ρηχό για τις σύγχρονες μηχανότρατες. Ο Sivert Høyem μεγάλωσε σε απόσταση 45 λεπτών με το αυτοκίνητο από εκεί. Σαν παιδί, πήγαινε στο Nyksund για να εξερευνά μια γνήσια πόλη-φάντασμα. Στη συνέχεια, με κάποιο τρόπο η κοινότητα ξαναπήρε ζωή, καλλιτέχνες και χίπις την κατοίκησαν για την «ατμόσφαιρα» του υπερβόρειου τοπίου της. Το Nyksund εμφανίστηκε σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Υπάρχει ακόμη και ένα καλό εστιατόριο. Το καλοκαίρι, το μέρος είναι αρκετά ζωντανό ακόμα και τώρα. Ο Σεπτέμβρης του, όμως, είναι μια άλλη ιστορία. Παγωμένη βροχή και άνεμοι σαρώνουν το νησί και τα π ρώτα βόρεια σέλας τρεμοπαίζουν στον ουρανό του.
Τον Σεπτέμβριο του 2021, ο Sivert και οι «συν-συνωμότες» του μετακόμισαν στο Zoar (βιβλική πόλη από το βιβλίο της Γενέσεως, μετωνυμικά «καταφύγιο»), στο παλιό ενοριακό σπίτι του Nyksund, για να γράψουν τη μουσική τους. Το περιβάλλον είναι εντυπωσιακό. Πίσω απλώνεται η περίφημη πεδιάδα Queen Route. Στα νότια ένα δαντελωτό πανόραμα νησιών, που επάξια συναγωνίζεται το διάσημο αρχιπέλαγος Lofoten. Ευθεία στα βορειοδυτικά ο ανοιχτός Αρκτικός Ωκεανός – επόμενη στάση Γροιλανδία.
Ο Høyem και οι συνεργάτες του σκέφτηκαν να δημιουργήσουν κάτι «απλό και απογυμνωμένο», κάτι πιο κοντά σε live ή σε demo, και όχι σε «κανονικό» περιβάλλον ηχογράφησης και γι’ αυτό έψαχναν για μια μεγάλη, ενιαία αίθουσα ηχογράφησης, ένα μέρος με ξύλινους τοίχους και πάτωμα, κατά προτίμηση μια εκκλησία. Εκεί, στο παλιό σπίτι της ενορίας Zoar, στο Nyksund έστησαν ένα αυτοσχέδιο στούντιο – μαζί με τον ηχολήπτη, Bjarne Stensli – και τα τραγούδια του On an Island ζωντάνεψαν. Το παλιό αρμόνιο της εκκλησίας μπήκε και αυτό στο παιχνίδι. Τίποτα δεν προέρχεται από ένα ψηφιακό κουτί με προκαθορισμένους ήχους. Τα πάντα ηχογραφήθηκαν μέσα σε 14 πυρετώδεις ημέρες, και δούλεψαν κυρίως ως τρίο – o Sivert, o Christer Knutsen (σταθερός συνεργάτης του Sivert, που σε αυτό το άλμπουμ είναι και συμπαραγωγός) και o ντράμερ Børge Fjordheim. Η μίξη έγινε από τον «θρύλο», Tchad Blake, στο στούντιο του σπιτιού του, στην Ουαλία.
Όλη η δουλειά βγήκε αυθόρμητα και αβίαστα, στη μουσική έχουν συμπεριληφθεί όλα, ακόμα και οι τυχαίοι θόρυβοι, ο συριγμός των μικροφώνων, το τρίξιμο των ξύλων, το «θρόισμα των φαντασμάτων»… Διαχρονικό, άμεσο, διαισθητικό και ωμό, σαν να μεταφέρεσαι στο Vesterålen τον Σεπτέμβριο, όταν πλέον είναι μακριές και κρύες οι νύχτες, σαν ο άγριος, παγωμένος καιρός του Αρκτικού Κύκλου να επιβάλλεται στην ατμόσφαιρα.
Στο πρώτο άκουσμα το άλμπουμ αφήνει έντονη την αίσθηση του “northern gothic” να πλανιέται. Ένα οδοιπορικό σε ένα τοπίο που πρωταγωνιστούν τα σκουριασμένα ανθρώπινα ίχνη αλλά απουσιάζουν οι άνθρωποι. Μέταλλα που σαπίζουν, ξεφλουδισμένοι τοίχοι, σπασμένα παιδικά παιχνίδια, εγκαταλελειμμένα σπίτια, αυτός είναι ο κόσμος του The Rust ενώ στο Now You See Me, Now You Don’t, ένα νεαρό κορίτσι συναντιέται με έναν εραστή, που μπορεί να είναι ο Διάβολος αλλά μπορεί να είναι και ένας περιπλανώμενος ιεροκήρυκας. Στη Βόρεια Νορβηγία, τα μυαλά των ανθρώπων αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές και ο καταραμένος καιρός που λυσσομανά αφαιρεί πάρα πολλές ζωές στη θάλασσα.