Ελάχιστα μπορεί να αμφιβάλει κάποιος, ακόμα και αν περιοριστεί να ξεφυλλίσει ή να κοιτάξει επιλεκτικά την αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, για τον θεμέλιο λίθο της, που δεν είναι άλλος από τη βιογράφηση όχι τόσο του ίδιου όσο της μουσικής του διαμόρφωσης και πορείας.
Όπως σημειώνει ο συνθέτης στις εισαγωγικές σελίδες των «Δρόμων του Αρχάγγελου», που κυκλοφόρησαν σε πέντε τόμους στην πρώτη τους έκδοση από τον Κέδρο, μεταξύ 1985 και 1995, και συγκεντρώθηκαν το 2009 σε ένα δίτομο εγχείρημα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης: «Για μένα η μουσική υπήρξε ένας τρόπος ζωής ευθύς εξαρχής τον οποίο θα έπρεπε να ανακαλύψω εντελώς μόνος χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά».
Είναι τέλη της δεκαετίας του 1930 στον Πύργο Ηλείας, όπου ο ανήσυχος έφηβος πιάνεται από τη μουσική και από το βιολί του για να ξορκίσει τη μοναξιά του, αλλά και για να αφιερώσει το υπόλοιπο του μακρού βίου του σε μια συνεχή και ασταμάτητη παραγωγή η οποία η οποία θα περιλάβει σχεδόν τα πάντα: από μουσική δωματίου και συμφωνική μέχρι ορατόρια, χορωδιακά, μπαλέτα, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, εκκλησιαστική μουσική, λίντερ, καθώς και λαϊκά ή παιδικά τραγούδια και όπερα.
Πρόκειται, όμως, μόνο για τη μουσική; Θα γινόταν να γράψει ο Θεοδωράκης για τον εαυτό του και την πολυετή παρουσία του στη δημόσια σφαίρα, χωρίς να αναφερθεί στις πολιτικές και τις κομματικές του περιπέτειες, που εκπροσωπούν, άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό, την οδυνηρή εμπειρία μιας ολόκληρης εποχής; Ασφαλώς και όχι. Οι «Δρόμοι του Αρχάγγελου» δεν μπορεί παρά να είναι και η βιογράφηση της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής λίγο πριν και λίγο μετά τα μέσα του 20ου αιώνα: από τη δικτατορία του Μεταξά, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι τις μετεμφυλιακές διώξεις της Αριστεράς, τον κρατικό αυταρχισμό της δεκαετίας του 1960 και τη σκληρή, ολόπικρη περίοδο της χούντας.
Βιογράφηση, λοιπόν, μιας πολιτικής και μουσικής διαδρομής και αυτοβιογράφηση ενός συνθέτη ο οποίος παρά την ισχυρή καλλιτεχνική του συνείδηση δεν δήλωσε ποτέ απών από το καυτό παιχνίδι της σύγχρονης Ιστορίας. Μουσική και πολιτική συνιστούν τον ξεχωριστό, διπλό άξονα των «Δρόμων του Αρχαγγέλου», που δοκιμάζουν όχι μόνο να αφηγηθούν, αλλά και να λογαριάσουν στο σωστό τους βάρος τη σημασία της μοιραίας συνεύρεσης.
Προχωρώντας στα καθέκαστα, στην πλευρά της μουσικής, θα χρειαστεί να βάλουμε όλα τα γεγονότα τα οποία διαπλάθουν και καθορίζουν την ταυτότητα του σύνθετη από τα νιάτα του ως τα χρόνια της πρώτης αναγνώρισης και ωριμότητας που έρχονται με τον «Επιτάφιο» του 1960 και όσα τον ακολουθούν, όταν τα συμφωνικά έργα μένουν πίσω για να ξεκινήσει η επαφή κι η επικοινωνία με το μεγάλο κοινό στο οποίο θα απευθυνθούν, μεταξύ άλλων, το «Άξιον Εστί», η «Φαίδρα», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», οι «Μικρές Κυκλάδες», ο «Ζορμπάς», το «Μαουτχάουζεν» και η «Ρωμιοσύνη». Ποια είναι, όμως, τα γεγονότα: Θα τα μοίραζε κανείς σε δύο κατηγορίες. Από τη μια πλευρά είναι οι καθαρές δράσεις, που προκύπτουν από την είσοδο στο Ωδείο Αθηνών, την ίδρυση της χορωδίας της ΕΠΟΝ και τις κατοχικές συναυλίες με τον Αργύρη Κουνάδη, τον Γιώργο Σισιλιάνο, τον Τάτση Αποστολίδη και τον Γιάννη Βατικιώτη, τα τραγούδια και τις χοροεσπερίδες της εξορίας στην Ικαρία, τον Μότσαρτ τραγουδισμένο στο κελί της απομόνωσης και τις σπουδές στο Παρίσι. Από την άλλη πλευρά είναι τα στάδια τα οποία διατρέχει ο καλλιτεχνικός αναστοχασμός, που εκκινούν από την έννοια της αναζήτησης του θείου διαμέσου της μουσικής και φτάνουν ως τον μοντερνισμό του Στραβίνσκι, τον εξπρεσιονισμό του Σαίνμπεργκ, τον ρεαλισμό και τον ανθρωποκεντρισμό του Σοστακόβιτς, αλλά και την αποθέωση της αρμονίας και της μελωδίας από τον Ντεμπυσσύ.
Πηγαίνοντας προς την πλευρά της πολιτικής, οφείλουμε να διακρίνουμε μιαν άλλη τάξη γεγονότων, που δείχνουν τη σωματική (αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι) εμπλοκή του Θεοδωράκη στα αριστερά μεταπολεμικά δεινά: καταδίκη μετά τη Βάρκιζα με βάση το ιδιώνυμο του Βενιζέλου, λευκή τρομοκρατία στους σπουδαστικούς χώρους, η βαριά σκιά της Ασφάλειας απλωμένη παντού, καθώς και ξύλο, αγγαρείες και πείνα στη Μακρόνησο (αλλά και σύντροφοι που βάζουν στο μάτι άλλους συντρόφους με κάθε σχετικό επακόλουθο). Κι αν ο συνθέτης θα ηγηθεί, λίγο μετά απ’ όλα αυτά, της Νεολαίας Λαμπράκη, για να εκλεγεί σύντομα και βουλευτής της ΕΔΑ, ο ρους των πραγμάτων δεν θα αλλάξει. Η έκκλησή του μετά την επιβολή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου για καθολική αντίσταση στο καθεστώς, θα τον μετατρέψει για μιαν ακόμα φορά σε πολιτικό δεσμώτη, ενόσω θα έχει ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από το αλάθητο της πολιτικής του πίστης, θίγοντας σιγά-σιγά την ανάγκη για την έλευση μιας δημοκρατικής Αριστεράς τόσο στο κόμμα όσο και στην κοινωνία.
Η διάκριση της πολιτικής από τη μουσική προσωπικότητα προκειμένου να συλλάβουμε την εικόνα του αυτοβιογραφούμενου Θεοδωράκη στους «Δρόμους του Αρχάγγελου», είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της προσχηματική μια και στην πραγματικότητα ο Αρχάγγελος είναι ένας: ο Αρχάγγελος τον οποίο προσφυώς περιγράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στον πρόλογο της έκδοσης του 2009. Ο ανίκητος στρατηγός των ουρανίων δυνάμεων, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, που βάζει κάτω με νύχια και με δόντια εμπόδια, κακοτοπιές και παγίδες, προσηλωμένος σε μια διπλή ακεραιότητα: την ακεραιότητα της τέχνης και την ακεραιότητα του πολιτικού βίου – μιαν ακεραιότητα αντλημένη, αν θέλουμε να μιλήσουμε με γενεαλογικούς όρους, από δύο και πάλι πρότυπα: από τον γενάρχη των Θεοδωράκηδων, τον ξακουστό λυράρη και τραγουδιστή της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, Θεοδωρομανώλη, αλλά και από τον πατέρα του μουσικοσυνθέτη, που πήγε εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους και υπήρξε ορκισμένος Βενιζελικός.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ