«Σήμερα θρηνούμε την απώλεια του κορυφαίου Έλληνα συνθέτη και σπουδαίου διανοούμενου και αγωνιστή Μίκη Θεοδωράκη. Αν και ο Μίκης έμοιαζε να έχει κερδίσει την αθανασία, εντούτοις η μέρα του φυσικού του θανάτου ξημέρωσε για να μας γεμίσει θλίψη και να σημάνει με τον πιο οδυνηρό τρόπο το οριστικό τέλος μιας εποχής» αναφέρει στην ανακοίνωση της ΕΛΣ ο καλλιτεχνικός διευθυντής της, Γιώργος Κουμεντάκης.

«Το σπουδαίο έργο του, συνώνυμο με τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, θα παραμείνει στην ψυχή και την καρδιά του καθενός από μας, χωρίς καμία φθορά από τον χρόνο. Είναι χρέος μας να το διαφυλάξουμε και να το μεταλαμπαδεύσουμε στις γενιές που θα έρθουν. Το έργο τού Μίκη ξεπερνάει τα όρια της μουσικής, του τραγουδιού, της τέχνης και αποτελεί μια ωδή στον αστείρευτο αγώνα για ζωή και ελευθερία» επισημαίνει ο κ. Κουμεντάκης και καταλήγει:

«Για όλους εμάς εδώ στην Εθνική Λυρική Σκηνή, που είχαμε σχεδιάσει μαζί του τον τριετή κύκλο αφιερωμένο στο έργο του (2021-2024), η σκέψη ότι θα τον πραγματοποιήσουμε χωρίς να τον έχουμε στο πλάι μας να μας συμβουλεύει και να μας καθοδηγεί όπως πάντα, αλλά ότι θα πρέπει να του τον αφιερώσουμε στη μνήμη του, αποτελεί μια ακόμα οδυνηρή συνειδητοποίηση».

Ακολουθεί ολόκληρη η ανακοίνωση της ΕΛΣ:

Με την Εθνική Λυρική Σκηνή ο Μίκης Θεοδωράκης πρωτοσυνεργάστηκε τα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, ενώ έργα του παρουσιάζονται τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια. Πρωτοπαρουσιάστηκε το μπαλέτο Καπετάν Ανδρέας Ζέππος (χορ. Γιάννη Μέτση, 1976/77-η καλλιτεχνική περίοδος της πρώτης παρουσίασης) στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, ενώ ακολούθησε ο Ζορμπάς (σε δύο διαφορετικές χορογραφίες του Λόρκα Μασσίν, 1978/79), μια διαχρονική επιτυχία που παρουσιάστηκε σε περιοδείες σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ακολούθησαν τα μπαλέτα Ηλέκτρα (χορ. Σερζ Καιτέν) και Μυθολογία (χορ. Χάρη Μανταφούνη) το 1979/80 στο Θέατρο Λυκαβηττού. Η πρώτη όπερά του με τίτλο Κώστας Καρυωτάκης παρουσιάστηκε στο Θέατρο Ολύμπια (1986/87), ακολούθησε η Λυσιστράτη (σε συνεργασία με τον ΟΜΜΑ, 2001/02), αλλά και το ορατόριο Κάντο Χενεράλ (χορ. Ρέυ Μπάρρα, 2004/05). Τον Ιανουάριο του 2021 η ΕΛΣ ανακοίνωσε τριετή κύκλο παρουσίασης του έργου του Μίκη Θεοδωράκη από το 2021 έως και το 2024.

O Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης σημειώνει: «Σήμερα θρηνούμε την απώλεια του κορυφαίου Έλληνα συνθέτη και σπουδαίου διανοούμενου και αγωνιστή Μίκη Θεοδωράκη. Αν και ο Μίκης έμοιαζε να έχει κερδίσει την αθανασία, εντούτοις η μέρα του φυσικού του θανάτου ξημέρωσε για να μας γεμίσει θλίψη και να σημάνει με τον πιο οδυνηρό τρόπο το οριστικό τέλος μιας εποχής.

Το σπουδαίο έργο του, συνώνυμο με τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, θα παραμείνει στην ψυχή και την καρδιά του καθενός από μας, χωρίς καμία φθορά από τον χρόνο. Είναι χρέος μας να το διαφυλάξουμε και να το μεταλαμπαδεύσουμε στις γενιές που θα έρθουν. Το έργο του Μίκη ξεπερνάει τα όρια της μουσικής, του τραγουδιού, της τέχνης και αποτελεί μια ωδή στον αστείρευτο αγώνα για ζωή και ελευθερία.

Για όλους εμάς εδώ στην Εθνική Λυρική Σκηνή, που είχαμε σχεδιάσει μαζί του τον τριετή κύκλο αφιερωμένο στο έργο του (2021-2024), η σκέψη ότι θα τον πραγματοποιήσουμε χωρίς να τον έχουμε στο πλάι μας να μας συμβουλεύει και να μας καθοδηγεί όπως πάντα, αλλά ότι θα πρέπει να του τον αφιερώσουμε στη μνήμη του, αποτελεί μια ακόμα οδυνηρή συνειδητοποίηση».

Ο Μίκης Θεοδωράκης, με καταγωγή από την Κρήτη, γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου του 1925. Έζησε σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του πέρασε στην Αθήνα. Από το 1954 έως το 1960 εργάστηκε στο Παρίσι και στο Λονδίνο γράφοντας συμφωνική μουσική, μπαλέτα και μουσική για ταινίες. Στα 1960 τίθεται επικεφαλής του αναγεννητικού πολιτιστικού-πολιτικού κινήματος στην Ελλάδα με επίκεντρο τη σύζευξη ποίησης και μουσικής, συνθέτοντας δεκάδες κύκλους τραγουδιών, ορατόρια, επιθεωρήσεις, μουσική για το αρχαίο ελληνικό δράμα και άλλα. Το κίνημα αυτό συνδέεται με τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις της εποχής, που στόχευαν, πέρα απ’ τον εκδημοκρατισμό της κοινωνικής ζωής, σε μια βαθύτερη και ευρύτερη αναγέννηση του ελληνικού λαού. Το γεγονός αυτό τον φέρνει συχνά στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής με κορύφωση την ενεργό συμμετοχή του στο αντιστασιακό κίνημα κατά της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-74).

Ο Θεοδωράκης ασχολήθηκε με όλα τα είδη της μουσικής, το δε έργο του, πολύμορφο και πλούσιο, εκτείνεται πέραν της μουσικής σε τομείς όπως η ποίηση, η πεζογραφία, η φιλοσοφία, η μουσικολογία. Ακόμα και σε πολιτικά δοκίμια.

Η πρώτη περίοδος της μουσικής του δημιουργίας (1940-53) περιλαμβάνει τραγούδια, ορατόρια, μουσική δωματίου, μπαλέτα και συμφωνικά έργα. Κορυφαίο έργο η Πρώτη Συμφωνία. Η δεύτερη περίοδος, η παρισινή (1954-59), περιλαμβάνει έργα μουσικής δωματίου, μπαλέτα και συμφωνικά. Κορυφαίο έργο το μπαλέτο που ανέβηκε το 1959 στη Βασιλική Όπερα Λονδίνου (Κόβεντ Γκάρντεν), η Αντιγόνη. Η τρίτη περίοδος (1960-80) είναι αφιερωμένη στο κίνημα της έντεχνης λαϊκής μουσικής με κυριότερες συνθέσεις τα ορατόρια Άξιον Εστί και Κάντο Χενεράλ. Ακολουθεί η τέταρτη περίοδος από το 1981 έως το 1988, κατά την οποία, συνεχίζοντας πάντοτε να συνθέτει κύκλους τραγουδιών, επιστρέφει στη συμφωνική μουσική με κύρια έργα την Τρίτη Συμφωνία, την Εβδόμη Συμφωνία, την πρώτη του όπερα Κώστας Καρυωτάκης (Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου) και το μπαλέτο Ζορμπάς. Τέλος, κατά την πέμπτη περίοδο (1989-2021) συνθέτει συμφωνικά έργα, με πιο χαρακτηριστικά τις τέσσερις ραψωδίες του, κυρίως όμως συνθέτει τις όπερές του (λυρικές τραγωδίες, όπως τις ονομάζει) Μήδεια, Ηλέκτρα και Αντιγόνη. Την τριλογία αυτή συμπληρώνει η όπερα Λυσιστράτη. Με τα έργα αυτά ο Θεοδωράκης εγκαινιάζει την εποχή του λυρικού βίου, δηλαδή την ολοκληρωτική στροφή του προς τον λυρισμό και την τελειοποίηση της λυρικής μουσικής έκφρασης σε όλο το φάσμα της μουσικής του δημιουργίας.

Η Διοίκηση και το προσωπικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής εκφράζουν τα θερμά τους συλλυπητήρια στους οικείους του και τη βαθιά συγκίνησή τους για τον θάνατό του.