«Δεν διαπραγματευόμαστε κανένα έργο της συλλογής μας, το σύνολο της οποίας έχει ασφαλή στοιχεία για την προέλευση και την πιστότητά του. Οι ισχυρισμοί του Μουσείου Ροστόβσκι Κρεμλ δεν στηρίζονται σε σοβαρή επιχειρηματολογία καθώς πρόκειται για “όμοια” αλλά όχι ταυτόσημα έργα (έχουν διαφορετικές “γραμμές” και διαστάσεις αλλά και τίτλο). Το έργο της Λιουμπόβ Ποπόβα «Ζωγραφικό αρχιτεκτόνημα» 1918 ανήκει στη συλλογή Κωστάκη που αποκτήσαμε νόμιμα- με την αγορά της συλλογής Κωστάκη από το ελληνικό δημόσιο. Έχουμε έρθει ήδη σε επικοινωνία με τους επιστήμονες του μουσείου ώστε να παράσχουμε κάθε δυνατή επιστημονική βοήθεια υπό τον όρο να μην υπάρξει ουδεμία διεκδίκηση».
Τα παραπάνω δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καλλιτεχνική διευθύντρια του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης (άρτι…MOMus μετά την πρόσφατη ψήφιση στη Βουλή του νόμου για συνένωση των μουσείων της πόλης), Μαρία Τσαντσάνογλου, όταν της ζητήθηκε να σχολιάσει την είδηση, σύμφωνα με την οποία «ρωσικό μουσείο διεκδικεί δύο κλεμμένους πίνακες, που βρίσκονται στα μουσεία σύγχρονης τέχνης της Νέας Υόρκης και της Θεσσαλονίκης».
Σε επίσημη ανακοίνωση που εξέδωσε σήμερα το μεσημέρι το Μουσείο MOMus – Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (πρώην Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης) τονίζεται:
«Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ενημερώθηκε προ τεσσάρων μηνών με επιστολή του ρωσικού μουσείου Ροστόβσκι Κρεμλ σχετικά με την τεχνική εμπειρογνωμοσύνη για έργα του ρωσικού μουσείου που διεξήγαγε το 2017 και από την οποία φέρεται να προέκυψε πως ένας πίνακας της συλλογής του που αποδίδεται στην καλλιτέχνιδα Λιουμπόβ Ποπόβα με τίτλο “Μη Aντικειμενική Σύνθεση” δεν είναι γνήσιος.
»Με αφορμή κάποιες ομοιότητες του συγκεκριμένου πίνακα της ρωσικής συλλογής με έναν ζωγραφικό πίνακα της Ποπόβα που ανήκει στη συλλογή Κωστάκη του ΚΜΣΤ, με τίτλο “Ζωγραφικό Αρχιτεκτόνημα”, το ρωσικό μουσείο συνήγαγε, χωρίς καμία απολύτως επιχειρηματολογία, ότι το έργο της συλλογής Κωστάκη αποτελεί το αντικατασταθέν με αντίγραφο, πρωτότυπο έργο που υποτίθεται πως βρισκόταν αρχικά στη δική τους συλλογή.
»Οι ισχυρισμοί του υποδιευθυντή του ρωσικού μουσείου κ. Σεργκέι Σαζόνοφ, που φιλοξενεί το πρακτορείο TASS και αναδημοσιεύθηκαν από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων μπορούν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον ως αυθαίρετα αβάσιμοι, καθώς η επιχειρηματολογία που τους συνοδεύει βρίθει κενών και δεν συνοδεύονται από τεκμηριωμένη εμπειρογνωμοσύνη.
»Το μουσείο μας συναντήθηκε δύο φορές στη Θεσσαλονίκη με τον κ. Σεργκέι Σαζόνοφ, ο οποίος ζήτησε την επιστημονική μας βοήθεια. Επισημάναμε ότι ως δημόσιος φορέας, το ΚΜΣΤ προσυπογράφει κάθε διεθνώς αποδεκτό κώδικα μουσειακής δεοντολογίας και είναι πάντα ανοικτό σε επιστημονικές και ερευνητικές συνεργασίες που διενεργούνται με καλή πίστη. Στο φιλικό πλαίσιο αυτής της συνάντησης, υπήρξε η κατ’ αρχήν συνεννόηση να ανταλλαγούν κάποιες βασικές πληροφορίες για κάθε επιστημονική συνεργασία που είναι απαραίτητη για το θέμα αυτό. Το ρωσικό μουσείο, μέχρι στιγμής δεν έχει αποστείλει έγκυρα στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό της αντικατάστασης του έργου τους με αυτό που βρίσκεται στη συλλογή Κωστάκη, ώστε να προσφέρουν οποιοδήποτε, προσωρινό έστω, συμπέρασμα.
»Το ΚΜΣΤ προφανώς θα συνεργαστεί επιστημονικά με το Μουσείο Ροστόβσκι Κρεμλ και θα συμβάλει στην διερεύνηση της υπόθεσης που το αφορά, αρκεί να πληρούνται οι όροι δεοντολογίας που αναφέραμε, δηλ. να αποποιηθεί κατά την επιστημονική συνεργασία το ρωσικό μουσείο της διεκδίκησης και να αποστείλει πλήρη και τεκμηριωμένα στοιχεία που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην διευκόλυνση της έρευνας για το θέμα που το απασχολεί.
Το μουσείο μας είναι απόλυτα βέβαιο για την ασφαλή και τεκμηριωμένη προέλευση του εν λόγω πίνακα, ο οποίος αποτελεί περιουσία του Ελληνικού Κράτους και από την πλευρά μας ως δημόσιος φορέας, θα την υπερασπιστούμε με κάθε νόμιμο μέσο εφ’ όσον αυτό κριθεί αναγκαίο».
Το διεκδικούμενο έργο (λάδι σε μουσαμά, μεσαίου μεγέθους) δεν θεωρείται από τα «ακριβότερα» έργα της συλλογής Κωστάκη του ΚΜΣΤ. Αξιολογείται, σύμφωνα με πληροφορίες, στο ποσό του περίπου ενός εκατομμυρίου ευρώ, όταν άλλοι πίνακες της ίδιας καλλιτέχνιδας της Ρωσικής Πρωτοπορίας (όπως το έργο, Λιουμπόβ Πόποβα «Γυναίκα που ταξιδεύει», 1915 Λάδι σε καμβά: 158,5Χ 123 cm) εκτιμούνται με «μυθικά» ποσά, που ξεπερνούν τα 10 εκατομμύρια ευρώ.
Τα 1277 έργα τέχνης της Ρωσικής Πρωτοπορίας, ανάμεσα στα οποία και το διεκδικούμενο έργο, αγοράστηκαν επίσημα από το ελληνικό δημόσιο στις 31 Μαρτίου 2000, αντί του ποσού των 13,9 δισεκατομμυρίων δραχμών (το «μεγαλύτερο ποσό που δόθηκε από ιδρύσεως ελληνικού κράτους για την αγορά έργων τέχνης») και αποτέλεσαν τη «μαγιά» για την ίδρυση του ΚΜΣΤ στη Θεσσαλονίκη, που πρόσφατα μετατράπηκε σε MOMus- Μητροπολιτικό Οργανισμό Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ