«Μιλώντας για το έργο μου, πρέπει να πω ότι αισθάνομαι πως αντιπροσωπεύω μιαν ευρύτερη ομάδα ανθρώπων: εκείνων που προώθησαν τις νεοελληνικές σπουδές στην Ελλάδα και την Ιταλία. Και πρέπει επίσης να πω πως χαίρομαι για την αποψινή εκδήλωση, που τιμά τα ενενήντα μου χρόνια και γίνεται όσο είμαι εν ζωή και όχι μετά τον θάνατό μου». Έτσι απάντησε το απόγευμα της 16ης Δεκεμβρίου 2016, στο κεντρικό κτήριο του Μουσείου Μπενάκη, ο Μάριο Βίττι στην προσφώνηση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, ο οποίος εξήρε την επιστημονική προσωπικότητα ενός ερευνητή που δίδαξε και επηρέασε πολλές γενιές νεοελληνιστών. Όντας Ιταλός ληξιαρχικά, ο Βίττι μπορεί να υπήρξε δίγλωσσος (με Ελληνίδα μητέρα), αλλά όχι και διχασμένος, αφού σε όλη την πορεία του έγερνε περισσότερο προς την ελληνική πλευρά. Το μελετητικό, ερευνητικό και κριτικό του έργο επικεντρώθηκε σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων της νεοελληνικής λογοτεχνίας: από τις «Πηγές για τη βιογραφία του Κάλβου» (1963), το «Η γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή» (1977) και την «Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας» (1978) μέχρι τις μελέτες του για τον Γιώργο Σεφέρη (1978) και τον Οδυσσέα Ελύτη (1984). Μετέφρασε επίσης ο Βίττι στα ιταλικά Σεφέρη, Ελύτη και Νίκο Καζαντζάκη.

Η «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» συνιστά σε κάθε περίπτωση το κορυφαίο του έργο. Δημοσιευμένη για πρώτη φορά στα ιταλικά το 1971, μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1978. Το 2001 ο Βίττι τύπωσε στη Ρώμη μια διαφορετική εκδοχή του βιβλίου του και εν συνεχεία το ξαναέγραψε στα ελληνικά, για να επανακυκλοφορήσει στην Ελλάδα το 2003 (να σημειωθεί ότι το 2016 τυπώθηκε στη Βενετία η τρίτη συμπληρωμένη ιταλική έκδοση). Πρόκειται για μια κίνηση εν προόδω, για μια δουλειά την οποία ο ερευνητής δεν ενημέρωσε απλώς, μεταβαίνοντας από την παλαιότερη στην καινούργια έκδοση, αλλά ανανέωσε εκ βάθρων το σκεπτικό της, για να το προσαρμόσει στα νεότερα δεδομένα.

Η «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» παίρνει ως αφετηρία της τα βυζαντινά κληροδοτήματα, την Άλωση, τους Φαναριώτες και τον Διαφωτισμό, συνεχίζεται με τον Κοραή, τον Κάλβο και τον Σολωμό, σταθμεύει στην ηθογραφία της γενιάς του 1880 και στην προσωπικότητα του Παλαμά, προχωρεί στη γενιά του 1930 και στον μεταπολεμικό κόσμο και καταλήγει στη λογοτεχνία της Μεταπολίτευσης. Το κριτήριο του Βίττι, τοποθετώντας ερμηνευτικά μια τέτοια τροχιά, είναι διπλό: εσωτερικό και εξωτερικό. Αν η λογοτεχνία αποτυπώνει ένα αδιάκοπο γίγνεσθαι, άλλοτε σε μεγαλύτερη και άλλοτε σε μικρότερη κλίμακα, τότε οι μεταβολές τις οποίες παρουσιάζει αυτό το γίγνεσθαι συμβαίνουν στο επίπεδο δύο παραμέτρων. Η μια παράμετρος έχει να κάνει με τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρο και τον ιστορικό του χρόνο. Καμία λογοτεχνία δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από τα πραγματικά της συμφραζόμενα: άλλα είναι τα αιτούμενα και οι επιρροές του Κορνάρου και του Χορτάτση στην ενετοκρατούμενη Κρήτη, άλλες είναι οι επιδιώξεις του Σολωμού όταν ανοίγει διάλογο με τον γερμανικό ρομαντισμό στο πνεύμα του εθνικού ξεσηκωμού, άλλες καταστάσεις έχει κατά νουν ο Παλαμάς όταν μπαίνει μπροστάρης του έθνους με τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και άλλο φρόνημα εκφράζουν οι πεζογράφοι μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν αποκαθηλώνουν τους προκατόχους τους της γενιάς του 1930, όντας πλέον αντιμέτωποι με το βαθύ χάσμα της εμφύλιας σύγκρουσης και τον άγριο πολιτικό αναβρασμό της μετεμφυλιακής περιόδου. Η δεύτερη παράμετρος είναι οι εσωτερικές μεταλλαγές της λογοτεχνίας: ό,τι διαφοροπείται από γενιά σε γενιά και από εποχή σε εποχή ως προς τη γλώσσα, την τεχνοτροπία και τη μορφή των κειμένων, ό,τι μεταμορφώνεται υπό την πίεση των ποικίλων αιτημάτων αναθεώρησης ή ανανέωσης τα οποία προκύπτουν πάντοτε σε ένα ζωντανό σώμα.

Περνώντας η «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» από τον Μεσοπόλεμο στη γενιά του 1930, βάζει στο κάδρο το στοίχημα όχι μόνο του Σεφέρη και του Ελύτη, αλλά και του Εμπειρίκου ή του Εγγονόπουλου με τον μοντερνισμό. Σε ανάλογη γραμμή γράφει για τους πρώτους μεταπολεμικούς ποιητές ενώ για τη γενιά του 1970 σημειώνει πως η ανάπτυξή της χωρίζεται σε δύο φάσεις: μια πρώιμη της εξέγερσης και της οργής και μιαν ωριμότερη του στοχασμού και της εσωτερικής περιπλάνησης. Προσεγγίζοντας την πεζογραφία της Μεταπολίτευσης, ο μελετητής καταγράφει ροπές και ονόματα, αναλύει εκ του σύνεγγυς θεμελιώδη παραδείγματα και προσφέρει μια σαφή εικόνα ενός ως εξ ορισμού δυσδιάκριτου τοπίου (λόγω της εξαιρετικά αναπτυγμένης πολυμορφίας και πολυτυπίας του).

Στον τόμο «Μικρό αφιέρωμα στον Mario Vitti» (επιμέλεια Δημήτρης Αρβανιτάκης, Μουσείο Μπενάκη, 2018) περιλαμβάνονται κείμενα νεότερων πανεπιστημιακών και ερευνητών τα οποία ακούστηκαν στην τιμητική εκδήλωση του 2016. Ο πανεπιστημιακός φιλόλογος και ποιητής Νάσος Βαγενάς επισημαίνει εκεί ότι εξετάζοντας το ιταλόφωνο ποιητικό έργο του Κάλβου, ο Βίττι φώτισε το περιβάλλον από το οποίο προήλθαν οι ελληνικές «Ωδές» ενώ σε άλλες (από τις προαναφερθείσες εισαγωγικά) μελέτες του επικεντρώθηκε στην ιστορία του ρεαλισμού στην ελληνική πεζογραφία. Ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Αλέξης Πολίτης γράφει στον ίδιο τόμο ότι ο Βίτι συσχέτισε στα έργα του τα κλέφτικα τραγούδια με τα μοιρολόγια αναφερόμενος και στο αναγεννησιακό επτανησιακό θέατρο. Τον ρόλο που ανέλαβε ο Βίττι ως γεφυροποιός ανάμεσα σε δύο λογοτεχνίες και σε δύο πολιτισμούς, υπογραμμίζει από τη μεριά του ο πανεπιστημιακός ερευνητής και δάσκαλος Ευριπίδης Γαραντούδης. Τέλος, η Paola Maria Minucci, καθηγήτρια Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, δέχεται πως ο Βίττι ήταν Έλληνας για τους Έλληνες και Ιταλός για τους Ιταλούς, υπενθυμίζοντας πως ξεκίνησε να μεταφράζει στα ιταλικά ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 πολλούς Έλληνες ποιητές ενόσω δημοσίευσε μεγάλο αριθμό από τα άρθρα και τις μελέτες του πρώτα στα ιταλικά, για να προετοιμάσει έτσι σε ιταλικό έδαφος την κατοπινή σύνθεση της «Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ