Παραμονή της Πρωτοχρονιάς στη Μυτιλήνη και με το γύρισμα του χρόνου από όλες τις γωνιές της πόλης ξεκινούν παρέες με κατεύθυνση τη μικρή εκκλησιά της Παναγιάς της Φανερωμένης, στη βόρεια πλευρά της πόλης.

Οι βρύσες στο κέντρο της εκκλησιάς τρέχουν ασταμάτητα νερό, με το οποίο οι πιστοί αφού προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγιάς με το Χριστό στην αγκαλιά που παίζει σαν τόπι τη γη, «νίβονται», βρέχουν δηλαδή το πρόσωπο τους. Στη συνέχεια γεμίζουν με «αγίασμα» το νερό, δηλαδή από τις βρύσες, το σκεύος που έχουν μαζί τους (πήλινο παλιότερα) και με ένα λιόκλαδο μέσα ή ένα κλαδί από μυρτιά οδεύουν στο σπίτι τους για το «ποδαρικό».

Απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχει το «ποδαρικό» είναι αυτός που μεταφέρει το νερό να το κάνει χωρίς να μιλήσει. Να ‘ναι δηλαδή το νερό «αμίλητο».

Ακολουθεί το «ποδαρικό» στο σπίτι από το «αφεντικό» του ή το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της οικογένειας. Το λιόκλαδο ή το κλαδί της μυρτιάς στερεώνεται στην πόρτα. Το ρόδι σπάει με δύναμη στο κεφαλόσκαλο κι η πέτρα για να’ ναι όλοι γεροί «σαν την πέτρα» πετιέται μαζί με κέρματα μέσα στο σπίτι. Ακολουθεί το ράντισμα των χώρων του σπιτιού με το «αμίλητο» νερό.

Το έθιμο τηρείται και στις ημέρες μας, ενώ στη σημερινή του μορφή ακολουθείται μετά το 1922. Ως τότε το «αμίλητο» νερό το έπαιρναν από οιαδήποτε δημόσια βρύση της πόλης. Μετά το 1922 το Μυτιληνιό έθιμο ταυτίστηκε με το Αιβαλιώτικο, το οποίο έλεγε πως το νερό το έπαιρναν από το μεγάλο Αγίασμα της Μικρασιατικής πόλης, της Παναγίας της Φανερωμένης. Το χτίσιμο στα τέλη της δεκαετίας του 1920 της μικρής εκκλησίας της Παναγίας της Φανερωμένης ως θύμηση του Αιβαλιώτικου προσκυνήματος έκανε όλους τους Μυτιληνιούς, ντόπιους και πρόσφυγες να παίρνουν το νερό για το «ποδαρικό» του σπιτιού ή του μαγαζιού τους από το προσφυγικό προσκύνημα.