Ο Γιάννης Μαρής έβγαλε το αστυνομικό μυθιστόρημα της δεκαετίας του 1950 από το περιθώριο και την αφάνεια και το έφερε σε επαφή με το μεγάλο κοινό, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μεταπολιτευτική άνθιση της αστυνομικής λογοτεχνίας η οποία συνεχίζεται ανυποχώρητη μέχρι τις ημέρες μας. Ο κατά κόσμον Γιάννης Τσιριμώκος (με αυτό το όνομα δημοσιεύτηκε το «Έγκλημα στο Κολωνάκι» στο περιοδικό «Οικογένεια») ήταν δεύτερος ξάδελφος του Ηλία Τσιριμώκου και μετείχε μαζί με τον τελευταίο και τον Αλέξανδρο Σβώλο στην ίδρυση της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), για να ενταχθεί αργότερα, όπως και η ΕΛΔ, στο ΕΑΜ και να εκλεγεί εθνοσύμβουλος. Συνεχίζοντας την πολιτική του διαδρομή, ο Μαρής φυλακίστηκε μετά τον πόλεμο επειδή η «Μάχη», η εφημερίδα στην οποία εκτελούσε χρέη αρχισυντάκτη, έκανε συνταρακτικές αποκαλύψεις για τα κρατικά έκτροπα με τους εκτοπισμένους της Μακρονήσου.
Παρά τον αριστερό του προσανατολισμό, ο Μαρής, όταν θα καταπιαστεί με τη λογοτεχνία, θα παρακάμψει τον κοινωνικό αναβρασμό του σκληροπυρηνικού αμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος (του λεγόμενου hard boiled), αναζητώντας καταφύγιο στην πατροπαράδοτη (και πιο ευρωπαϊκή) ιστορία μυστηρίου, όπου το κυρίαρχο στοιχείο είναι πρώτα ο συνωστισμός των υπόπτων για το έγκλημα και ύστερα ο βαθμιαίος αποκλεισμός τους (μέχρι να φτάσουμε στον πραγματικό δολοφόνο) με τη μέθοδο της λογικής συνεπαγωγής.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, o Μαρής θα σταθεί εξαρχής μακριά από οιοδήποτε πολιτικό γεγονός είτε της εποχής του είτε του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όσο για τις επανειλημμένες αναφορές του στους μαυραγορίτες και τους δωσιλόγους της Κατοχής, λειτουργούν πρωτίστως ως διάκοσμος για το ξετύλιγμα της ίντριγκας. Πέρα από την πολιτική του αποχή, ο Μαρής θα στεγάσει στα μυθιστορήματά του όλα τα κοινωνικά στερεότυπα των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Από τις σελίδες του θα παρελάσουν ξανά και ξανά, με μεγαλύτερη ή μικρότερη συχνότητα, ο δημιουργικός επιστήμονας, ο διεφθαρμένος εκατομμυριούχος, ο τίμιος εργάτης, ο υπεράνω πάσης υποψίας υπάλληλος, ο άχρηστος αιώνιος φοιτητής, αλλά και (πρωτίστως αυτοί) ο αηδιαστικός ζιγκολό και η καταστροφική για αρσενικά και θηλυκά μοιραία γυναίκα.
Κεντρικός ήρωας του Μαρή είναι (ποιος δεν τον ξέρει;) ο αστυνόμος Μπέκας: ένας επαρχιώτης που ζει μιαν απολύτως ισορροπημένη και ακύμαντη ιδιωτική ζωή και αρνείται να κατανοήσει τα πρωτευουσιάνικα ήθη προστατευμένος πίσω από τις ηθικολογικές του κορώνες. Ο Μπέκας πρωταγωνιστεί και στο μυθιστόρημα «Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα (η Άγρα έχει αναλάβει τη συστηματική επανέκδοση των έργων του Μαρή) με κατατοπιστική εισαγωγή του Ανδρέα Αποστολίδη, αστυνομικού μυθιστοριογράφου και συστηματικού μελετητή τόσο της αστυνομικής λογοτεχνίας όσο και του ίδιου του Μαρή. «Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν» δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στη συντηρητική εφημερίδα «Απογευματινή» το 1956, επανεκδόθηκε από την «Ατλαντίδα», έγινε ταινία το 1985 από τον Ντίμη Δαδήρα με τον Δημήτρη Μυράτ και τη Χαριτίνη Καρόλου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, προβλήθηκε ως διπλό επεισόδιο το 2007 στην τηλεοπτική σειρά «Ιστορίες του αστυνόμου Μπέκα» με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και τον Γιάννη Στάνκογλου και επανέρχεται τώρα, σε μια ιδιαιτέρως φροντισμένη έκδοση, για να μας θυμίσει την Αθήνα του 1950 και τον κόσμο της μέσα από μια τυπική ιστορία μυστηρίου, που αργεί δελεαστικά να αποκαλύψει τον γρίφο της.
Ένας νεαρός οπερατέρ, ο Γιώργος Αγγελίδης, που δουλεύει σε μια εταιρεία παραγωγής εμπορικών ταινιών, βλέπει μια νύχτα από το βαγόνι του Ηλεκτρικού κάποιον ντυμένο με σμόκιν να πετά ένα περίεργο φορτίο από το αυτοκίνητό του. Την επόμενη ημέρα ο οπερατέρ υποπτεύεται στα σοβαρά πως εκείνο που ξεφορτώθηκε την προηγουμένη ο καλοντυμένος άνδρας ήταν το πτώμα μιας γυναίκας. Η αστυνομία, όμως, έχει κλείσει την υπόθεση ως αυτοκτονία και ουδείς είναι πρόθυμος να τον ακούσει. Εδώ αρχίζει η ιστορία «μυστηρίου και έρωτος», όπως διαφημιζόταν στην εποχή του το μυθιστόρημα σε συνέχειες του Μαρή, προσθέτοντας κάθε τόσο καινούργια στοιχεία προκειμένου να πυκνώσει το αίνιγμα.
Ο Αγγελίδης αναστατώνεται περισσότερο αντί να καθησυχαστεί από τις διαβεβαιώσεις των αστυνομικών. Για την ακρίβεια, παθιάζεται με την υπόθεση της Ζιζής Μενδρινού, που εργαζόταν ως μοντέλο και φέρεται πλέον ως αυτόχειρας. Και παθιάζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν προλαβαίνει να χαρεί καν τον νεογέννητο έρωτά του με τη φοιτήτρια Ιατρικής Κατερίνα Καρέζη (παραπομπή στην επίσης νεαρή τότε Τζένη Καρέζη). Ο Αγγελίδης προσπαθεί, κινούμενος ανάμεσα σε πολύ διαφορετικές γυναίκες, να ανακαλύψει τι έχει όντως συμβεί με τη Ζιζή Μενδρινού. Τα γυναικεία πορτραίτα του Μαρή, σε κάθετη αντίθεση με το εξιδανικευμένο στυλ ντυσίματος και συμπεριφοράς της Κατερίνας Καρέζη, περιλαμβάνουν από μητριές με βεβαρημένο παρελθόν και κορίτσια που λατρεύουν να ξοδεύουν τον καιρό τους με εύπορους άνδρες μέχρι κυρίες που ξέρουν πώς να λανσάρουν τη γοητεία, την ομορφιά και τη θηλυκότητά τους σε έμπειρους αρσενικούς και ανερχόμενες ηθοποιούς με μικρό μυαλό και τεράστια ματαιοδοξία. Κάπως έτσι, κι ενώ έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο, ο Αγγελίδης συναντιέται και με τον Μπέκα, που επίσης δεν έχει πειστεί με την εκδοχή της αυτοκτονίας, για αναλάβουν γρήγορα από κοινού την περαιτέρω διερεύνηση της σκοτεινής υπόθεσης.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας του διδύμου, η οποία θα τελεσφορήσει χάρη στην ευφυία, την πείρα, την επινοητικότητα, αλλά και την τόλμη του Μπέκα, που θα ρισκάρει το υπηρεσιακό του μέλλον με τις αντιδεοντολογικές του μπλόφες, ο Μαρής θα μας ξεναγήσει στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950 και στους κοντινούς της τόπους παραθερισμού: όχι τόσο στο αστικό Κολωνάκι, όπως σε άλλα μυθιστορήματά του, όσο στην Πλατεία Λαυρίου (το σπίτι του Αγγελίδη), στην Ακρόπολη (το σπίτι του Μπέκα), στον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Θησείο (όπου και το τελευταίο ίχνος της Ζιζής Μενδρινού), στα καφενεία και στα μπαρ του Ζωναρά (Ζόναρς για τους νεότερους) και του Φλόκα, στις Σπέτσες (με μια καθημερινή, μακριά από τον παραδεδομένο κοσμοπολιτισμό εικόνα τους) – κι επιπλέον, στους αθηναϊκούς, καθώς και στους πειραιώτικους κινηματογράφους (βλ. και τις σχετικές επισημάνσεις του Αποστολίδη στην εισαγωγή του).
Πρωτίστως, ωστόσο, ο Μαρής θα φιλοτεχνήσει με πιστότητα και χιούμορ το σύμπαν της αλλοτινής show biz: τα οικονομικά συμφέροντα, τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, τους ατομικούς χαρακτήρες και τα συλλογικά πρότυπα δικτύωσης, σε ένα ακατάπαυστο αλισβερίσι με ταχείς ρυθμούς και πλήθος κρυμμένα όνειρα και ανομολόγητες ελπίδες. Ο Μαρής αναδεικνύεται σε ανατόμο ψυχών, αλλά και σε δεξιοτέχνη εικονογράφο κοινωνικών φαινομένων, που μοιάζουν από τη μια πλευρά πολύ μακρινά και από την άλλη πολύ κοντινά με τον καιρό μας.