«Ο Γκλουκ κοίταξε κατευθείαν στην ουσία της ζωής» δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καταξιωμένος Γερμανός αρχιμουσικός και ακαδημαϊκός Μίχαελ Χόφστεττερ για τον μεγάλο οραματιστή συνθέτη του 18ου αιώνα, ο οποίος στην πρώτη συνεργασία του με την Εθνική Λυρική Σκηνή διευθύνει τις δύο διάσημες όπερες του Κρίστοφ Βίλλιμπαλντ Γκλουκ πάνω στον αρχαιοελληνικό μύθο της Ιφιγένειας.

Οι δύο όπερες -η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» – παρουσιάζονται για πρώτη φορά σε μία ενιαία παράσταση, σε σκηνοθεσία και σκηνικά τού κορυφαίου Ρώσου σκηνοθέτη Ντμίτρι Τσερνιακόφ. Η πολυαναμενόμενη διεθνής συμπαραγωγή της ΕΛΣ με το Φεστιβάλ του Αιξ αν Προβάνς και την Εθνική Όπερα του Παρισιού -η οποία τιμήθηκε με το βραβείο «Καλύτερη νέα παραγωγή της χρονιάς» στα International Opera Awards 2024- παρουσιάζεται στις 10, 13, 16, 19, 22, 27 και 30 Οκτωβρίου στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ.

Τον ρόλο της Ιφιγένειας και στις δύο όπερες ερμηνεύει η σπουδαία Αμερικανίδα σοπράνο Κορίν Γουίντερς, η οποία έλαβε διθυραμβικές κριτικές από τα μεγαλύτερα διεθνή ΜΜΕ.

Με το βλέμμα στραμμένο στην ανθρώπινη ψυχή

Με αυτές τις δύο σπουδαίες όπερες, τις οποίες συνέθεσε πάνω στην κατάρα του Οίκου των Ατρειδών, μελοποιώντας γαλλικά κείμενα του 18ου αιώνα που βασίζονται στις ομώνυμες τραγωδίες του Ευριπίδη, ο Γκλουκ αναδείχθηκε ο «μεταρρυθμιστής της όπερας».

«Αυτό που εισήγαγε ο Γκλουκ είναι απολύτως απαραίτητο και αποτελεί το σημείο καμπής τόσο για την όπερα όσο και για τις τέχνες γενικότερα», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μίχαελ Χόφστεττερ. «Σε μία στιγμή που η παραδοσιακή ιταλική “σοβαρή” όπερα είχε γίνει μία αδύναμη μουσική επανάληψη από κολορατούρες, εντελώς κενή από οποιοδήποτε βαθύτερο νόημα, με το μόνο που να έχει να επιδείξει να είναι απλή δεξιοτεχνία, και σε μία εποχή που ο Βιβάλντι δεν ζούσε πια και ο Χέντελ είχε ήδη γράψει από καιρό την τελευταία του όπερα, ο Γκλουκ εμφανίζεται στη σκηνή με αυτό που αργότερα ονομάστηκε “μεταρρυθμιστική όπερα” και στρέφει την προσοχή τού ερμηνευτή και το βλέμμα του θεατή στο πιο εσωτερικό έδαφος της ανθρώπινης ζωής, στην ανθρώπινη ψυχή. Αντί να περιγράφει μόνο ένα συγκεκριμένο συναίσθημα όπως “ευτυχία” ή “λύπη”, “μανία και μίσος” ή “αγάπη” που θα μπορούσε ακόμη και να εναλλάσσεται μεταξύ των διαφορετικών χαρακτήρων του έργου, ο Γκλουκ κοίταξε στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, κοίταξε μέσα στην ανθρώπινη καρδιά, κοίταξε κατευθείαν στην ουσία της ζωής» προσθέτει.

Σύμφωνα με τον διακεκριμένο Γερμανό αρχιμουσικό, εκατόν πενήντα χρόνια μετά, η ψυχανάλυση με τον Σίγμουντ Φρόυντ αλλά πολύ περισσότερο με τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ κάνει το ίδιο σε ένα επιστημονικό πλαίσιο. «Όπως συμβαίνει συχνά, οι μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν αυτά τα εξαιρετικά ραντάρ, με τα οποία μπορούν να αισθανθούν την αλήθεια και μπορούν να κοιτάξουν -και επίσης να μας βοηθήσουν να κοιτάξουμε- πιο βαθιά στο μυστικό της ζωής, που στην πραγματική ζωή καλύπτεται κυρίως πίσω από τον θόρυβο της καθημερινότητας. Με αυτήν τη θεμελιώδη αλλαγή του “τόπου” στην όπερα, με αυτήν τη βαθιά ματιά στην ανθρώπινη συνθήκη, ο Γκλουκ ανοίγει τον δρόμο στη ρομαντική όπερα του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ (“Der Freischütz”) και στη μυθολογική αφήγηση των Εκτόρ Μπερλιόζ, (“Les Troyans”), Ρίχαρντ Βάγκνερ και Ρίτσαρντ Στράους. Αυτό είναι που τον κάνει τον πιο επιδραστικό καλλιτέχνη της όπερας του 18ου αιώνα», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χόφστεττερ.

Από τον Ιανουάριο του 2020, ο Χόφστεττερ είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Γκλουκ στη Νυρεμβέργη, ενώ για περισσότερα από τριάντα χρόνια έχει συνεργαστεί με πολλά λυρικά θέατρα και φεστιβάλ, μεταξύ άλλων, σε Χιούστον, Λονδίνο, Κοπεγχάγη, Όσλο, Τορόντο, Αμβούργο, Αννόβερο, Στουτγάρδη, Μόναχο, Παρίσι, Φεστιβάλ Ζάλτσμπουργκ, Φεστιβάλ Χαίντελ Καρλσρούης κ.ά.

Για τον ίδιο, όλες αυτές οι δομικές αλλαγές που σύστησε ο Γκλουκ, όπως η εισαγωγή της χορωδίας ως «συνομιλητή» επί σκηνής, η χρήση ρετσιτατίβων με τη συνοδεία πιο μεγάλης ορχήστρας αντί ενός μικρού μουσικού συνόλου για μία συνεχή αφήγηση της ιστορίας, η εισαγωγή σκηνών συνόλου αντί για προσθήκη αριών… είναι μόνο οι απαραίτητες και λογικές συνέπειες αυτού του νέου είδους όπερας.

«Τα χορωδιακά σύνολα στο έργο του Γκλουκ αντιπροσωπεύουν, κυρίως, αυτό που ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ αργότερα θα αποκαλούσε “συλλογική ασυνειδησία” και οι ιερείς και οι χρησμοί, οι δαίμονες και οι θεοί στο έργο του είναι οι δαίμονες μέσα μας και σχετίζονται βαθιά με αυτό που η ψυχανάλυση αργότερα περιγράφει ως “σκιά”. Νομίζω ότι είναι θαύμα, ότι όλη αυτή η σοφία έχει ήδη ειπωθεί και καταγραφεί στην Αρχαία Ελλάδα πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Τι διορατικότητα! Και τι ευκαιρία να το δούμε επί σκηνής ακριβώς εδώ, στην Αθήνα, τόσο κοντά στο σημείο που συνέβησαν όλα αυτά», επισημαίνει ο Χόφστεττερ.

«Η αγάπη είναι σοφή και το μίσος είναι ανόητο»

Η παράσταση, «που ακολουθεί τα ίχνη του αίματος, μέσα από το αποτύπωμα του πολέμου, τον φόρο σε νεκρούς, το βαθύ τραύμα, τον ακρωτηριασμό της σάρκας και το ξέσκισμα της ψυχής», όπως αναφέρει η εφημερίδα Le Monde, έκανε την εξαιρετικά επιτυχημένη πρεμιέρα της τον περασμένο Ιούλιο στο Φεστιβάλ του Αιξ αν Προβάνς στη νότια Γαλλία, ενθουσιάζοντας το κοινό, που την επιβράβευσε με ένα παρατεταμένο standing ovation.

Στο νέο φιλόδοξο εγχείρημά του, ο Ντμίτρι Τσερνιακόφ θέτει το ερώτημα: «Πώς μπορεί η Ιφιγένεια στην Αυλίδα να είναι το θύμα και μερικά χρόνια αργότερα το ίδιο πρόσωπο να γίνεται ο δήμιος στην Ταυρίδα;». Οι απαντήσεις αναζητούνται στην οικογενειακή εστία που στοιχειώνεται από τους νεκρούς της, μέσα από μία αδυσώπητα εξελισσόμενη διαδικασία απανθρωποποίησης, παρόμοια με αυτήν που ζει ο κόσμος σήμερα.

Για να εικονογραφήσει την τραγική μοίρα των Ατρειδών, που έχει καταστήσει την οικεία βία ένα παγκόσμιο βίωμα, ο Τσερνιακόφ δημιούργησε επί σκηνής ένα άχρονο σπίτι, ένα κουφάρι που άλλοτε μοιάζει αδιαφανές και άλλοτε απολύτως διάφανο. Σύμφωνα με την κριτική των New York Times, «η βαθιά μελαγχολική παραγωγή του Τσερνιακόφ αναδεικνύει τη νηφαλιότητα της μουσικής του Γκλουκ […] προάγοντας έναν ζοφερό αναστοχασμό πάνω στο μούδιασμα που προκαλεί η ατέρμονη σύγκρουση».

Αναφερόμενος στο ιδιαίτερο σύμπαν της σκηνοθεσίας του Τσερνιακόφ, ο Μίχαελ Χόφστεττερ υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Το σκηνοθετικό κάδρο του Ντμίτρι Τσερνιακόφ είναι ευλογία. Ο Ντμίτρι μας δείχνει -ανάμεσα σε ένα ευρύ πεδίο άλλων πτυχών, όπως η ματαιοδοξία, τα παιχνίδια εξουσίας, η ελπίδα, η μοναξιά και η απελπισία- πώς η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να παρασυρθεί στη διαστροφή του πολέμου και πώς η εσωτερική ζωή τού καθενός υποφέρει από αυτήν. Δεν είναι το ίδιο το τουφέκι που ξεκινά τη μάχη, είναι η ανθρώπινη ψυχή. Και αυτό κάνει τις όπερες του Γκλουκ καθώς και το σκηνικό του Ντμίτρι στη σκηνή τόσο απίστευτα επίκαιρο αλλά και τόσο απίστευτα λυπηρό, αν αναλογιστούμε την Ουκρανία, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη, το Ιράν… Θα ήθελα να πω και κάτι προσωπικό εδώ:

Ο κόσμος μας είναι τόσο βαθιά συνδεδεμένος, που μόνο αν βρούμε έναν τρόπο να ζήσουμε μαζί χωρίς χειραγώγηση, αλλά με αμοιβαίο σεβασμό και αποδοχή, ανεξάρτητα από τη θρησκεία, το φύλο ή το χρώμα του δέρματος που έχει ο οποιοσδήποτε άλλος, έχουμε ως ανθρωπότητα μία ευκαιρία να επιβιώσουμε τους επόμενους λίγους αιώνες σε αυτόν τον πλανήτη. Επομένως, η προσωπική μου ματιά στην ψυχή είναι πολύ απλή: Η αγάπη είναι σοφή και το μίσος είναι ανόητο».