Μπορεί να έχουν περάσει τριάντα και πλέον χρόνια από τον θάνατο του Γκράχαμ Γκρην (Graham Greene, 1904-1991), αλλά μέχρι και σήμερα παραμένει ένας από τους ισχυρότερους και τους πλέον διαβασμένους συγγραφείς ανά τον κόσμο. Κι αυτό όχι μόνο γιατί έχει ταυτιστεί με σημαντικές στιγμές του κατασκοπικού μυθιστορήματος (από την εμπειρία του ως πράκτορα της βρετανικής ΜΙ6 κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), αλλά και επειδή όλα τα μυθοπλαστικά του έργα (υπήρξε επίσης δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός) ξέρουν πώς να στήσουν έναν ιδιαιτέρως στέρεο σκελετό για τις πολυποίκιλες περιπέτειές τους, καθώς και πώς να διοργανώσουν μια συναρπαστική αφήγηση για τα πάντοτε απρόσμενα και ανατρεπτικά δρώμενά τους. Ο Γκρην εκδήλωνε έντονα τη δυσφορία του όταν τον ονόμαζαν καθολικό συγγραφέα, αποτελεί, όμως, γεγονός πως ένα μεγάλο (ίσως και το πιο ουσιαστικό) μέρος του έργου του καταγίνεται με ζητήματα του καθολικισμού και της θρησκείας.
Ο Γκρην, ωστόσο, δεν επιδιώκει να μεταδώσει την πίστη του ή να βγάλει με τη λογοτεχνία του διδακτικά συμπεράσματα για το καθολικό του δόγμα, αλλά να θέσει ερωτήματα και να ανακινήσει κρίσιμα ηθικά διλήμματα. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, από αυτή την άποψη, αποτελεί το μυθιστόρημά του «Καμένο χαρτί» (1960) το οποίο μόλις κυκλοφόρησε σε εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη από τις εκδόσεις Πόλις (αξιέπαινη η προσπάθειά τους να επαναφέρουν συστηματικά τον Γκρην στο εκδοτικό και το λογοτεχνικό προσκήνιο).
Η δράση ξετυλίγεται στο Βελγικό Κονγκό (αυτό που σήμερα ονομάζουμε Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) το 1960, όταν η χώρα συγκλονίζεται από εξεγέρσεις για την εθνική ανεξαρτησία ενώ μεγάλα εταιρικά συμφέροντα συγκρούονται για την εκμετάλλευση του πλούτου της, με τους καθολικούς και τους προτεστάντες στην απέναντι μεριά της πλάστιγγας να ανταγωνίζονται για τον θρησκευτικό έλεγχο του ντόπιου πληθυσμού. Ο Γκρην, εντούτοις, μοιάζει να μην ενδιαφέρεται για όλα αυτά (ή μάλλον να τα τοποθετεί σε ένα πολύ διακριτικό φόντο) αφού κεντρικός του ήρωας είναι ένα παρακμασμένο πρόσωπο, ο άλλοτε διάσημος αρχιτέκτονας Κερύ, ο οποίος καταφτάνει στην περιοχή μιας καθολικής ιεραποστολής που έχει ως σκοπό την περίθαλψη των λεπρών. Ο Κερύ δεν πιστεύει σε κανέναν και σε τίποτε, ούτε στη φροντίδα των λεπρών. Καταφεύγει στο καθολικό μοναστήρι επειδή τα πάντα έχουν προ πολλού καταρρεύσει εντός του (η πίστη του στον Θεό, στην αγάπη και στους ανθρώπους) κι επειδή το δάσος το οποίο περιβάλλει τη μονή είναι σαν να απορροφά τη μνήμη του, επιτρέποντάς του να σβήσει το απέραντο εσωτερικό του κενό.
Ένας λεπρός που είναι «καμένο χαρτί» (ακρωτηριασμένος από την ασθένεια πλην απαλλαγμένος από τον κίνδυνο του θανάτου) θα τραβήξει την προσοχή του ήρωα, που θα τον αναζητήσει στο δάσος και θα τον περιστοιχίσει με το ενδιαφέρον του. Και κάτι τέτοιο θα δώσει την αφορμή στον άμεσο περίγυρό του να ανατρέξει στο παρελθόν του και να ανασκαλέψει την παλαιά του δόξα, με τη διαφορά πως ο ίδιος δεν εννοεί να κάνει ούτε ένα βήμα πίσω από την παραίτησή του. Ένας ιδιοκτήτης φυτείας, ένας λαϊκιστής (όπως θα τον αποκαλούσαμε στις ημέρες μας) δημοσιογράφος, κάποιοι μοναχοί και η νεαρή γυναίκα του ιδιοκτήτη της φυτείας πιέζουν τον Κερύ (ο καθένας με τον τρόπο του, με την εξαίρεση του αποστασιοποιημένου ηγουμένου) να ανταποκριθεί στην κοσμική του εικόνα (θέλουν να την ανακτήσει σαν να μην έχει συμβεί το παραμικρό) και μολονότι η αντίστασή του παραμένει σταθερή, ο Γκρην βρίσκει την ευκαιρία, μέσα από δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένους διαλόγους, να επικεντρωθεί στα διλήμματα για τα οποία συζητούσαμε πρωτύτερα.
Πίστη σε έναν Θεό που αδυνατεί να δώσει απτά δείγματα του μεγαλείου του ή εμπιστοσύνη στον μοναχικό δρόμο μιας πορείας χωρίς ελπίδα; Συνδαύλιση της φλόγας για μιαν αγάπη που είναι αδύνατον να λάβει σάρκα και οστά ή επιμονή στο γλυφό νερό το οποίο καταναλώνει το ερειπωμένο εγώ; Ενόχληση για όσους εξακολουθούν να εναποθέτουν το μέλλον σε μια άφαντη μελλοντική σωτηρία ή άνοιγμα της καρδιάς σε κάποια, οποιαδήποτε έννοια του καλού; Φυσικά, τα ερωτήματα και τα διλήμματα δεν μπαίνουν για να λυθούν και για να απαντηθούν (αυτό δεν είναι δουλειά της λογοτεχνίας ούτε του Γκρην ούτε οποιουδήποτε άλλου).
Ο συγγραφέας προλαβαίνει, εντούτοις, να μιλήσει για το κακό που εμφωλεύει στις ψυχές δικαίων και αδίκων, για την αγάπη που δεν μπορεί να υπερβεί τις υπολογιστικές της βλέψεις (ακόμα κι όταν φοράει το ρούχο μιας άσπιλης αθωότητας), για τη δημοσιότητα που αφανίζει ηθικές εφεδρείες και σπιλώνει προσωπικότητες και, πριν και πάνω απ’ όλα, για όσους, όπως ο Κερύ, δεν θα πάψουν ποτέ να στροβιλίζονται πάνω από έναν τρομακτικό υπαρξιακό γκρεμό. Όποιο κι αν είναι το επιμύθιο, ο Γκρην θα κερδίσει το στοίχημα με το βάθος και με τη δύναμη της λογοτεχνίας του, από τη μια πλευρά προβάλλοντας σταθερά τις αναχωρητικές επιλογές του Κερύ και από την άλλη ρίχνοντας άπλετο φως στους χαρακτήρες με τους οποίους τον βάζει να συγκατοικήσει, χωρίς να ξεμπερδεύει εύκολα μαζί τους, κι ακόμα λιγότερο δίχως να απορρίπτει κανέναν. Δεν είναι ούτε απλό ούτε αυτονόητο.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ