Το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ετοιμάζει μια μεγάλη έκθεση, αφιερωμένη στο εικαστικό έργο του Νίκου Κούνδουρου, σε χώρο που θα διαμορφωθεί ειδικά στην Προβλήτα Α΄ του Λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν στη διάρκεια της 60ής διοργάνωσης που θα λάβει χώρα από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 10 Νοεμβρίου 2019.
Μέσα από ζωγραφικά έργα του Νίκου Κούνδουρου (πολλά από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό) η έκθεση επιχειρεί μια χαρτογράφηση του εικαστικού κόσμου του σκηνοθέτη. Στην έκθεση περιλαμβάνονται, επίσης, ελαιογραφίες, σκίτσα, κοστούμια, μάσκες, επιστολές, ημερολόγια, σημειώσεις και προσωπικά αντικείμενα -ανάμεσά τους και η αγαπημένη του παλέτα με την αυτοπροσωπογραφία του.
Οι ταινίες του έχουν καθορίσει τον ελληνικό κινηματογράφο, όμως, ο Νίκος Κούνδουρος δεν σταματά να μας ξαφνιάζει: η έκθεση που το Φεστιβάλ έχει την τιμή να παρουσιάζει, αποκαλύπτει μικρά και μεγάλα μυστικά της τέχνης του. «Σε κάθε πλάνο των ταινιών του νιώθαμε πάντα το βλέμμα του ζωγράφου. Τώρα, σ’ αυτή την έκθεση, θα ανακαλύψουμε την καταγωγή αυτού του βλέμματος, το οποίο στην πραγματικότητα ορίζει τη γέννηση του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου» σημειώνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης.
Στα έργα συναντά κανείς το αχόρταγο, σαρωτικό βλέμμα του Νίκου Κούνδουρου και την ανάγκη του να αποτυπώσει τον κόσμο με τα δικά του χρώματα, τα βυζαντινά, τις αποχρώσεις της λαϊκής παράδοσης, της Ελλάδας, των σωμάτων και των αγίων της.
Ο Νίκος Κούνδουρος αγαπήθηκε κι αποθεώθηκε ως κινηματογραφιστής, μα ο ζωγράφος δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Γυναίκες, άγιοι, δαίμονες, μάσκες ως όργανα εξαπάτησης και λατρείας, ήρωες του πραγματικού κόσμου, γυμνά σώματα ανυψωμένα σε σύμβολα, μύθοι, σκιές και φως αναμετρήθηκαν με τον ζωγράφο Νίκο Κούνδουρο. Στα χρόνια της σχολής, στη Μακρόνησο (από όπου και μια προσωπογραφία τού επίσης εξόριστου, Θανάση Βέγγου), αλλά και μετά, στα διαλείμματα των ταινιών του, η ζωγραφική αποτέλεσε το καταφύγιό του. «Αν ο Μπάυρον δεν γίνει καλή ταινία –πιο καλή από καλή- θα τα παρατήσω και θα γίνω πάλι ζωγράφος, αθώος και ανυποψίαστος σαν τους πρωτόπλαστους πριν δαγκώσουν το πονηρεμένο μήλο» έγραφε στη σύζυγό του Σωτηρία Ματζίρη – Κούνδουρου από την Κριμαία όπου γύριζε το Μπάυρον.
Μαθήτευσε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στην οποία μπήκε με ψεύτικο πιστοποιητικό ηλικίας όταν ήταν μόλις 16 ετών. Δάσκαλός του ήταν ο Μιχάλης Τόμπρος και πρότυπό του ο Γιάννης Μόραλης. Το έργο του εμπνέεται από τον Φώτη Κόντογλου, στον οποίο, μάλιστα, αφιέρωσε μία σύνθεση που έφτιαξε στο ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου στην Κρήτη. Εκεί, ο Κούνδουρος τοποθετεί δίπλα στους Αποστόλους και τους ιερείς, χωρικούς και γυναικόπαιδα. Η ζωγραφική του εμπνέεται από τη λαϊκή τέχνη, την κρητική παράδοση και την εκκλησιαστική ζωγραφική –κυρίως τη μεταβυζαντινή τέχνη της Κρήτης, τον γενέθλιο τόπο του.
Η σχέση του με την εκκλησιαστική τέχνη ξεκίνησε, άλλωστε, από όταν ήταν πολύ μικρός, από τις θρησκευτικές εικόνες που συνέλεγε ο πατέρας του. Αργότερα, ο ασκητής ζωγράφος συνομίλησε με τον πληθωρικό σκηνοθέτη και οι δυο τους, ο εξής ένας, μετουσίωσε όσα έζησε, όσα τον όρισαν και τον έπλασαν, σε έναν μοναδικό κόσμο, κινηματογραφικό και εικαστικό. «Ήθελα να ’μαι ζωγράφος μοναχικός. Είχα μια πίστη καλογερίστικη για τη ζωγραφική, τον ασκητισμό, ονειρευόμουνα μια μοναξιά γεμάτη φως… Τα πρόδωσα όλα; Μου θόλωσε το νου η θριαμβευτική ζωγραφική της κινούμενης εικόνας. Κι έκανα ταινίες» έλεγε ο ίδιος.
Η έκθεση πραγματοποιείται με την πολύτιμη συμβολή και συνεργασία της Σωτηρίας Ματζίρη – Κούνδουρου, σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Γιώργου Μυλωνά. Επιστημονικός σύμβουλος της έκθεσης, η ανθρωπολόγος Μαρία Καραμητσοπούλου.