Χρειάστηκε να περάσουν 112 χρόνια από τότε που ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της γενιάς του, ο Αιμίλιος Ριάδης, έγραψε μία όπερα και άλλα τρία χρόνια που αφιέρωσε ο Βλαδίμηρος Συμεωνίδης για να αποκαταστήσει τα χειρόγραφα του περασμένου αιώνα και να ολοκληρώσει την ενορχήστρωσή της. Σε λίγες μέρες, η όπερα αυτή θα παρουσιαστεί σε παγκόσμια πρεμιέρα στον τόπο καταγωγής του αείμνηστου συνθέτη, τη Θεσσαλονίκη.
Πρόκειται για τη «Γαλάτεια», μία τρίπρακτη όπερα την οποία -για άγνωστους λόγους, ο Αιμίλιος Ριάδης άφησε ανολοκλήρωτη. Η πρωτοβουλία του Βλαδίμηρου Συμεωνίδη να την καταστήσει ξανά εκτελέσιμη και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να παιχτεί για πρώτη φορά, αποτελεί σημαντική στιγμή και ταυτόχρονα παρακαταθήκη στον ελληνικό μουσικό πολιτισμό. Αυτό αποδεικνύεται και από τη σύμπραξη τριών κορυφαίων πολιτιστικών οργανισμών της χώρας για την παρουσίασή της, της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ), του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης (ΟΜΜΘ) και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ).
Η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας «Γαλάτεια» θα δοθεί στις 17 Μαΐου, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, με τον Βλαδίμηρο Συμεωνίδη να διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης στην κοντσερτάντε εκτέλεσή της, ενώ μαζί με την ΚΟΘ συμμετέχει και η Χορωδία της Όπερας της Φιλιππούπολης.
«Ελπίζω να την έκανα με έναν τρόπο που αν την έβλεπε ο Ριάδης, θα την ενέκρινε και ο ίδιος. Προσπάθησα όσο μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω τις δικές του προθέσεις και να ολοκληρώσω το έργο με ένα τρόπο ο οποίος θα είναι και έγκυρος», δηλώνει ο Βλαδίμηρος Συμεωνίδης στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο Αιμίλιος Ριάδης και η όπερα που δεν …ταίριαζε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα
Ο Αιμίλιος Ριάδης γεννήθηκε το 1880 στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε μουσική αρχικά στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, στη συνέχεια στη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου και τέλος πήγε στο Παρίσι, όπου μαθήτευσε δίπλα σε έναν από τους πιο διάσημους συνθέτες εκείνης της εποχής, τον Μορίς Ραβέλ. «Αφού κατόρθωσε να μπει στον κύκλο του Ραβέλ, σημείωνε μια αρκετά σημαντική επιτυχία, δεδομένου ότι άρχισαν να εκδίδονται κάποια έργα του και να δημιουργείται ένας μικρός …θόρυβος γύρω από το όνομά του. Ωστόσο, δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για το λόγο ή την αφορμή με την οποία ξεκίνησε να συνθέτει ένα τόσο μεγάλο έργο, αφού για να παιχτεί μια όπερα, χρειάζονται πάρα πολλές δυνάμεις, ανθρώπινο δυναμικό και χρήματα», αναφέρει ο κ. Συμεωνίδης. «Το βέβαιο είναι ότι η μεγάλη αυτή όπερα γράφτηκε στο σύνολό της σε μορφή σπαρτίτο -όπως λέμε εμείς οι μουσικοί, δηλαδή σε συνεπτυγμένη μορφή για πιάνο και φωνές, αλλά ενορχηστρώθηκε πλήρως μόνο η μία από τις τρεις πράξεις της», συμπληρώνει.
Μάλιστα, επειδή ο Ριάδης ήταν σαφώς επηρεασμένος από τη ζωή και την καριέρα του στη Γαλλία και σκοπός του ήταν η διεθνής καταξίωση, αυτό που είχε γράψει ήταν γαλλική και όχι ελληνική μουσική. Έχοντας πλήρη συνείδηση της αποστολής του ως Έλληνας συνθέτης όμως, στο τέλος της πρώτης πράξης σημείωσε πάνω στην παρτιτούρα «με την ελπίδα να κάμω κάτι καλλίτερο και Ελληνικό αργότερα». Η ιδιόχειρη σημείωση έγραφε επίσης «Σεπτ. 1912 Παρίσι» και το όνομά του.
Έπειτα από λίγο καιρό και συγκεκριμένα μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο συνθέτης -για άγνωστους και πάλι λόγους, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε καθήκοντα στο Κρατικό Ωδείο της πόλης. «Από τις συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη στην Ελλάδα, μπορούμε να δικαιολογήσουμε το γιατί δεν θα μπορούσε να είχε σκέψεις για να ολοκληρώσει αυτήν την όπερα και να την παρουσιάσει στη χώρα του και πόσο μάλλον στη Θεσσαλονίκη, που ήταν ένα μεγάλο στρατόπεδο των συμμαχικών δυνάμεων», εκτιμά ο κ. Συμεωνίδης.
«Ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή και ο ερχομός χιλιάδων προσφύγων από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, επικρατούσε φτώχεια και νομίζω ότι οι συνθήκες δεν επέτρεπαν καθόλου το να έχει κάποιος φιλοδοξία να παρουσιάσει μία όπερα, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή η όπερα είναι στα γαλλικά», προσθέτει.
Ως έναν ακόμη λόγο που μία διεθνής όπερα δεν είχε καμία θέση σ’ αυτό το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο, αναφέρει τον «μουσικό εθνικισμό» που άρχισε να επικρατεί εκείνη την περίοδο σε όλη την Ευρώπη. «Όπως είχαν οι Τσέχοι ή οι Ρώσοι τις εθνικές τους μουσικές, έτσι και στην Ελλάδα, με επικεφαλής τον Μανώλη Καλομοίρη, υπήρξε το αίτημα οι Έλληνες συνθέτες να προσανατολιστούν σε μία ελληνική συμφωνική μουσική, αξιοποιώντας τα χαρακτηριστικά της ελληνικής παράδοσης», εξηγεί ο κ. Συμεωνίδης.
Η αποκατάσταση των χειρόγραφων με υπομονή …αρχαιολόγου
Ο Βλαδίμηρος Συμεωνίδης έβαλε μπρος το να καθαρογράψει τη «Γαλάτεια» και να ενορχηστρώσει τις άλλες δύο πράξεις, κατόπιν προτροπής του συναδέλφου του και μελετητή της ελληνικής μουσικής Βύρων Φιδετζή. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε τη μελέτη των χειρόγραφων, τα οποία φυλάσσονται με μέρος του αρχείου του Ριάδη στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Για το συγκεκριμένο εγχείρημα μάλιστα, συστάθηκε μία ερευνητική ομάδα αποτελούμενοι από τους: Χρίστο Ντόβα, Κωνσταντίνο Λυκουριώτη, Αλέξανδρο Ευκλείδη, Μιρέλα Σιμωτά και Θοδωρή Κίτσο.
Η περίοδος της πανδημίας ήταν ιδανική συνθήκη για το ξεκίνημα της απαιτητικής δουλειάς, αφού προσέφερε στον μαέστρο όσο χρόνο χρειαζόταν. «Αυτό που έκανα είναι να αποσαφηνίσω το χειρόγραφο, καθότι ο Ριάδης ήταν ένας πολύ ανασφαλής δημιουργός όπως λένε οι μελετητές του. Έσβηνε και ξανάγραφε διαρκώς, αφού ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένος, με αποτέλεσμα τα χειρόγραφά του να είναι πάρα πολύ δύσκολο να τα αποκρυπτογραφήσει κάποιος. Ακόμη κι αν για τον ίδιο ήταν ξεκάθαρα, καθώς είχε καταγράψει τις σκέψεις του, το έκανε με ένα τρόπο που θέλει πραγματικά υπομονή αρχαιολόγου», λέει χαρακτηριστικά. Αναφέροντας κάποια από τα προβλήματα και τα αδιέξοδα που συνάντησε στην πορεία των τριών χρόνων που ασχολείται με αυτή τη δουλειά, αναφέρει: «Η γραφή του δεν ήταν πάντα καθαρή. Επίσης υπήρχαν διαγραφές, που δεν ήμουν σίγουρος αν εννοεί ότι διαγράφεται αυτό το μέτρο ή δεν διαγράφεται, ισχύει ή δεν ισχύει, οι νότες είναι αυτές ή κάποιες άλλες; Επίσης σε κάποιες περιπτώσεις εν τη ρύμη της …γραφής, παρέλειπε κάποιες λεπτομέρειες οι οποίες ίσως ήταν προφανείς γι’ αυτόν, αλλά για εμάς τους μελετητές δεν είναι πάντοτε εκατό τοις εκατό σίγουρες».
Αφού κατάφερε να καθαρογράψει την παρτιτούρα, ανέλαβε να ενορχηστρώσει την πρώτη και τρίτη πράξη, που ήταν γραμμένες για φωνές και πιάνο, αλλά όχι για ορχήστρα. «Στο δικό του υλικό είχε κάποιες ενδείξεις ενορχήστρωσης, αλλά οι ενδείξεις είναι μία σταγόνα στον ωκεανό. Δεν αρκεί κάποιος να σου πει “εδώ θέλω έγχορδα” ή “εδώ θέλω πνευστά”, γιατί το να γίνει η πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας είναι μία αρκετά δύσκολη και δημιουργική εργασία», εξηγεί ο μαέστρος.
Όπως εξομολογείται ο Βλαδίμηρος Συμεωνίδης, η ενασχόλησή του με το συγκεκριμένο έργο τον κράτησε ανεπηρέαστο από όσα τραγικά συνέβησαν στην πανδημία, καθώς ζούσε σε έναν δικό του φαντασιακό κόσμο, απόλυτα απορροφημένος με το έργο που είχε στα χέρια του. Επίσης τονίζει πως δεν είχε καμία βεβαιότητα ότι αυτό που κάνει θα παρουσιαστεί. «Θεωρούσα ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρεθούν όλοι αυτοί οι πόροι που απαιτούνται για την παρουσίαση μιας όπερας, αλλά …συνωμότησε το σύμπαν, η ιδέα φάνηκε ενδιαφέρουσα και υλοποιείται», καταλήγει.
Η «Γαλάτεια» αναμένεται να πάρει πνοή 112 χρόνια μετά τη γέννησή της, την Παρασκευή 17 Μαΐου, στις 21:00, στην Αίθουσα Φίλων Μουσικής του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, με τη χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού της Ελλάδας, στο πλαίσιο του προγράμματος «Θεσσαλονίκη-Σόφια Βαλκανική Γέφυρα Πολιτισμού».