Είναι ωραία η κουβέντα με έναν ένθερμο ακτιβιστή της τέχνης και της ζωής. Που δεν επαναπαύεται, δεν στρογγυλοκάθεται, δεν ησυχάζει. Που ψάχνεται, τρέχει, επενδύει αφειδώς ψυχικά αποθέματα, επειδή αξιώθηκε το χάρισμα να τα παράγει. Είναι ωραίος ένας τέτοιος άνθρωπος. Γιατί τα ΄χει βρει με τον εαυτό του. Έχει καθησυχασμένη τη συνείδησή του και παιχνιδίζει με τη δική σου συνείδηση. «Άντε να δω μέχρι πότε θα κουβαλάς την ενοχή σου!» σχολιάζει ένα μονότονα επαναλαμβανόμενο «συγγνώμη» μου, επειδή οι οδηγίες μου για το σημείο της συνάντησής μας ήταν ανακριβείς και τη μετέτρεψαν για ώρα πολλή σε σβούρα στο κέντρο της Αθήνας. Ο προσανατολισμός είναι το αδύνατο σημείο των γυναικών. Όσο κι αν η μία κλείνει συνωμοτικά το μάτι στην άλλη, όταν η αναζήτηση του προορισμού αγγίζει τα όρια της αγωνίας, ενοχλεί. Εκτός αν έσκαψες τόσο βαθιά μέσα σου, που κατάφερες να εντοπίσεις τον μηχανισμό να εξωραΐζεις τις οδύνες. Από τις μεγάλες έως τις μικρές στιγμιαίες. Η Μαρία Αλιφέρη είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Ένα «γιατί» καθοδήγησε τη ζωή της ίσαμε τώρα. Αυτό παραμένει και η αιχμή της μόνιμης ανησυχίας της.

«Έτσι θα πηγαίνω. Ψάχνοντας. Ως τα 100…» Γιατί συμπεριφερόμαστε έτσι; Γιατί αντιδρούμε έτσι; «Ξέρεις, αν αναζητήσεις τη ρίζα στη στάση ενός ανθρώπου, ή και στη δική σου στάση, ερμηνεύεις τα πάντα. Αμβλύνονται και οι οργές και οι πίκρες, αποδεσμεύεσαι και πας παρακάτω. Μέσα μας είναι η δύναμη. Μέσα μας και η γνώση. Εκεί, στο βάθος της ψυχής μας είναι όλα καταχωρημένα. Οι άνθρωποι δεν ανακαλύπτουν καινούργια πράγματα, λέει ο Πλάτωνας. Τα βίωσαν όλα στον κόσμο των ιδεών και τα ανακαλούν στη μνήμη τους».

 «Η τέχνη σού θυμίζει την ψυχή, που η ζωή σού συνθλίβει» συνήθιζε να λέει στους μαθητές της η Αμερικανίδα δασκάλα υποκριτικής των αρχών του 20ού αι., Στέλλα Άντλερ. Εκείνη εισήγαγε και ρίζωσε στις δραματικές σχολές της μακρινής ηπείρου τη διδασκαλία του ψυχοδράματος, με θεμελιώδες αξίωμα «τέχνη χωρίς ψυχή δεν υπάρχει. Άνθρωπος χωρίς ψυχή, που φιλοδοξεί να υπηρετήσει την τέχνη, δεν έχει την παραμικρή ελπίδα επιτυχίας». Το ψυχόδραμα είναι ένα είδος ομαδικής εξερεύνησης και ταυτοποίησης της ψυχής. Στην αρχαία Ελλάδα το δράμα κατείχε εξέχουσα θέση στη θεραπεία, επειδή απηχούσε τις δυσκολίες της ένταξης του ανθρώπου στην κοινωνία και την ανάγκη του να ταυτιστεί με φανταστικούς ήρωες. Η τέχνη ήταν εκείνη που βοηθούσε τον άνθρωπο να εκφραστεί, να απαλλαχθεί από τα αρνητικά συναισθήματα να γίνει ενεργός σε ένα περιβάλλον.

 Στη σύγχρονη Ελλάδα, το τόσο πολύτιμο -ως απεδείχθη- «φρούτο» άργησε πολύ να έρθει. Η γενιά της Μαρίας Αλιφέρη, όταν εκείνη σπούδαζε υποκριτική, αλλά και η επόμενη, δεν το διδάχθηκαν ως ειδικό μάθημα. Η ίδια όμως βάλθηκε να εκπαιδευτεί και να εκπαιδεύσει. Αυτή τη δύσκολη όσο και γοητευτική και εντέλει λυτρωτική και παραγωγική διαδρομή στα μύχια τής ανθρώπινης ψυχής, προσπαθεί χρόνια τώρα να φωτίσει στους μαθητές της, στα παιδιά της, όπως τους αποκαλεί με στοργή, στη Δραματική Σχολή του θεάτρου Αλλαγών, όπου διδάσκει ψυχόδραμα. «Η τέχνη. Η τέχνη είναι το μεγαλείο. Το κλειδί, που ξεκλειδώνει έναν άλλο κόσμο. Αλλά για να την υπηρετήσεις σωστά, πρέπει πρώτα να μάθεις τον εαυτό σου. Αυτό προσπαθώ να εμφυσήσω στα παιδιά μου. Να αναζητούν τις αξίες μέσα τους» λέει.

 Έφηβη κατάλαβε ότι γεννήθηκε για ψυχολόγος, αλλά σπούδασε δικηγόρος και κατέληξε ηθοποιός. Η απόλυτη ανισορροπία, θα σχολίαζε ο ανυποψίαστος παρατηρητής. Η Νομική είναι τόσο αιχμηρή επιστήμη που θα μπορούσε εύκολα να τραυματίσει την απόπειρα διερεύνησης μιας ψυχής. Πολλώ δε μάλλον για τη γυναίκα, που επέλεξε την υποκριτική αναζητώντας επικοινωνία με τους ανθρώπους! Κόντρα διακονία γι αυτήν η τετράγωνη Νομική, ή καλύτερα, κόντρα ρόλος. Στην πραγματικότητα, όλα συνδέονται μεταξύ τους με έναν μοιραίο τρόπο. «Ήμουν 16 όταν έπεσε στα χέρια μου ένα ογκώδες βιβλίο ψυχολογίας. Με συνεπήρε. Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου, είπα. Αλλά τότε δεν υπήρχε κλάδος ψυχολογίας ανεξάρτητος από την Ψυχιατρική και αυτό προϋπέθετε χρόνια σπουδών στην Ιατρική κι ύστερα αγροτικό και πάει λέγοντας. Μπήκα στη Νομική με την κεκτημένη ταχύτητα του νέου που θέλει να σπουδάσει. Εμείς ήμασταν και τρία αδέλφια, παιδιά αγροτικής οικογένειας, που θέλαμε το πανεπιστήμιο. Πήρα το πτυχίο μου, γνωρίζοντας από πολύ νωρίς ότι δεν θα ασκήσω δικηγορία. Φοιτήτρια ούσα ακόμα έκανα μια βόλτα στα δικαστήρια και τρομοκρατήθηκα. Είδα δικηγόρους να παθιάζονται επιχειρηματολογώντας υπέρ θυμάτων και θυτών… Τότε είπα, όχι. Δεν είναι για μένα αυτό».

 Δεν ήταν για εκείνη. Ουδείς εκ των οικείων της θα την καμάρωνε να αγορεύει από το έδρανο της Θέμιδος κι αυτό μάλλον λίγο ενδιέφερε την ίδια. Άλλωστε, στο μέλλον πολλές φορές θα τους έδινε την ευκαιρία να την καμαρώσουν στο σανίδι. «Πολύ πριν τελειώσω το πανεπιστήμιο, μαθαίνω για μια οντισιόν στο Εθνικό. Δεν είχα σκεφτεί να γίνω ηθοποιός. Δεν είχα δει ποτέ θέατρο στη ζωή μου. Ήμουν παιδί της επαρχίας, κλειστό. Όχι αντικοινωνικό. Μοναχικό. Αλλά, η ανάγκη μου να επικοινωνήσω ήταν τεράστια κι αφού δεν θα γινόμουν ψυχολόγος, είδα στην υποκριτική ένα πρόσφορο έδαφος να καλλιεργήσω τις ανησυχίες μου». Το κομμάτι με το οποίο εξετάστηκε από την επιτροπή του Εθνικού τής ήταν παντελώς άγνωστο. Το διάλεξε εκεί, επί τόπου, ένας εργαζόμενος στο θέατρο. «Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο φρικτή ήμουν σε κείνη την απόδοση! Αλλά με επέλεξαν!» λέει με νεανικό ενθουσιασμό.

-Μήπως επειδή ήσουν -και είσαι- όμορφη, ξανθή, γαλανή; Όσο να ΄ναι, η ανάγκη της παγκόσμιας δραματουργίας για μια αρχετυπική «πριγκίπισσα» είναι διαχρονική και μόνιμη…

   «Δεν ξέρω. Ίσως. Αν και δεν ήμουν ενζενί. Ντάμα ήμουν. Ωστόσο, εγώ νομίζω ότι οι εξεταστές κάμφθηκαν από το πάθος και το πείσμα μου! Ξέχασα τα λόγια μου, έκανα λάθη, μπερδεύτηκα, ζήτησα να το πάω από την αρχή. Δεν εγκατέλειψα στιγμή».

 Και μάλλον τότε ήταν που μπήκε στην… πρίζα και δεν βγήκε ποτέ ξανά! «Η αλήθεια είναι ότι μια εποχή έκανα πολλά πράγματα στην τηλεόραση. Σίριαλ, εκπομπές. Με μια κεκτημένη ταχύτητα. Εκδιώχθηκα εν μία νυκτί από την τηλεόραση, αλλά είχα το θέατρο. Ήμουν εκεί. Δεν έλειψα από το θέατρο. Είναι έρωτας το θέατρο. Θέλει πάθος και δύναμη. Συμφωνώ με αυτούς που λένε πως είναι πολεμική τέχνη».

«Και τώρα; Στα δύσκολα χρόνια του κορωνοϊού; Πώς συντηρείται το θέατρο μακρόθεν; Γίνεται θέατρο χωρίς “ζωντανό” κοινό;» είναι η ερώτηση και ξέρω πως πονάει κάθε ηθοποιό. Ένα νεύμα άρνησης είναι η απάντησή της. Και μισόλογα. «Δεν…Θλίψη».

 Η τελευταία της εμφάνιση στην τηλεόραση, πέρσι, στο σίριαλ του Alpha «Σπίτι είναι» αποκάλυψε μια Μαρία Αλιφέρη, διαφορετική από αυτή που γνώριζε το ευρύ κοινό. «Μήπως τελικά είσαι κωμίκα;» τη ρωτώ για να ελαφρύνω το κλίμα. «Να σου πω… τελευταία το σκέφτομαι πολύ έντονα. Νομίζω πως είμαι». Δεν θα ξάφνιαζε. Άλλωστε, οι περισσότεροι αγαπημένοι κωμικοί του ελληνικού σινεμά ήταν δύσκολοι άνθρωποι. Βαρείς και μοναχικοί. Λογοθετίδης, Κωνσταντάρας, Βέγγος, Χατζηχρήστος και τόσοι άλλοι.

Αγαπάει την ελληνική γλώσσα, τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, τη μελέτη, τα ζώα, το κάπνισμα, τους συμβολισμούς και αποσυμβολισμούς… Στα μάτια της αποτυπωμένα η υπομονή, η στωικότητα, η κατανόηση, η γλύκα και το πάθος. Τα μάτια δεν κρύβονται. Τα μάτια είναι κακοί μάρτυρες για ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές, έγραψε ο Ηράκλειτος. Και το ανάποδο. Αλήθεια, πώς καταφέρνει ένας άνθρωπος να μεγαλώνει κρατώντας φουντωμένη τη φλόγα στη ματιά του; «Νομίζω πως συντηρούμαι με αγάπη που δίνω και παίρνω. Έπειτα, ήμουν πάντα τόσο δραστήρια, τόσο πολυάσχολη, που δεν κατάλαβα πώς έφυγαν τα χρόνια. Το πιστεύεις; Ακόμη αναρωτιέμαι πότε βγήκα σε σύνταξη. Όχι ότι με νοιάζει. Έτσι κι αλλιώς, κάνω τόσα πράγματα τη μέρα και το μυαλό μου ταξιδεύει διαρκώς. Να, ας πούμε, τώρα που είμαι 70, σκέφτομαι ότι θέλω πολύ να παίξω μια Αλεσάντρα ντελ Λάγκο (την ηρωίδα του Τέννεση Ουίλιαμς στο “Γλυκό πουλί της νιότης”, διάσημη σταρ σε φθίνουσα πορεία, που καταφεύγει στη ζωογόνα αγκαλιά ενός επαγγελματία συνοδού και επίδοξου ηθοποιού) ή και μια Μπλανς (από το “Λεωφορείο ο Πόθος”). Γιατί όχι;»

 Οι όροι αυτής της ιδιότυπης πολύωρης συζήτησης, κατά τη διάρκεια της οποίας έχει καπνίσει ένα πακέτο τσιγάρα και έχω πιει αρκετό κρασί, αντιστρέφονται για λίγο. Καμιά φορά, η εναλλαγή των ρόλων είναι εξαιρετικά ανακουφιστική. Και στο θέατρο και στη ζωή… «Αναπολείς το παρελθόν;» με ρωτάει. «Πολύ συχνά» απαντώ. «Γιατί;». «Είναι οικείο. Μου δημιουργεί την αίσθηση της ασφάλειας. Με καθησυχάζει, όταν νιώθω φόβο. Βλέπω και τα λάθη μου. Και μετανιώνω. Εσύ;».

 

«Γενικά στη ζωή μου έκανα λάθη. Πολλά. Ασφαλώς και μετάνιωσα. Αυτή είναι η ζωή. Αλλά δέχθηκα και πολλά. Χυδαίες παρενοχλήσεις, επιθέσεις ανηλεείς, άδικους διωγμούς. Τα έζησα, πήραν τον χώρο και τον χρόνο τους, τα άφησα πίσω. Τα πράγματα τακτοποιήθηκαν μέσα μου. Δεν θέλω να επιστρέφω. Δεν έχω λόγο να αναπαράγω. Αργά ή γρήγορα, διαπιστώνεις πως δεν μπορείς να περνάς τον χρόνο σου αναπολώντας ή θρηνώντας. Μεγαλώνοντας αποθησαυρίζεις βιώματα. Τα εκλογικεύεις, τα αποσυνθέτεις. Γίνονται σοφία. Συνεχίζεις. Αν δεν το κάνεις, δεν έχεις πολλές επιλογές. Αναχωρείς. Κι εγώ αναχωρήτρια δεν είμαι».

 

 

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ