Σκηνοθέτης, φωτογράφος, επιμελητής εκδόσεων, δημοσιογράφος, διαφημιστής και πεζογράφος, ο Κώστας Βρεττάκος δημοσίευσε πριν από περίπου δύο χρόνια το αφήγημα «Ασκήσεις περιέργειας» (ο ίδιος το έχει χαρακτηρίσει «καταβύθιση στον βυθό της μνήμης»), το οποίο αποτελεί ένα είδος οικογενειακού χρονικού με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του, τη σύζυγο του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου.
Ένα ταξίδι στη μνήμη αποτελεί και η πρώτη πεζογραφική προσπάθεια του Κώστα Βρεττάκου, το μυθιστόρημα «Περαστικός από το Ρέικιαβικ», που κυκλοφόρησε το 2009 (και τα δύο βιβλία από τις εκδόσεις Ποταμός). Πριν από μερικές ημέρες έκανε την εμφάνισή του στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ακόμα ένα πόνημα, η ποιητική συλλογή «Προστιθέμενη αξία» (εκδόσεις Πόλις). Πρόκειται για τα ποιήματα που έγραψε ο Βρεττάκος σε νεανική ηλικία και τα οποία τώρα αντιμετωπίζει ως μέρος της βιογραφίας του.
Κλείνοντας τα ογδόντα χρόνια του, ο Βρεττάκος προχωράει σε ένα είδος απολογισμού του χρόνου και, όπως παρατηρεί στον περιεκτικό πρόλογό του, σκοπός του δεν είναι να προβάλει ως όψιμος ποιητής, αλλά να κοιτάξει εκ νέου τα ποιητικά κατάλοιπα της νεότητάς του και να ενεργήσει, για άλλη μία φορά, ως «συλλέκτης μνήμης».
Αναμετρώντας, λοιπόν, τον βίο του, ο Βρεττάκος τον σκέφτεται σαν μία κατάσταση διαρκούς προσωρινότητας. Έχοντας κατά καιρούς αλλάξει πολλά επαγγέλματα, και έχοντας επίσης δοκιμαστεί στις πιο διαφορετικές δημιουργικές δράσεις, ο Βρεττάκος δεν επαναπαύτηκε ποτέ σε καμία δάφνη. Αντίθετα, έσπευσε συχνά να αφήσει πίσω τις επιτυχίες που σημείωσε σε κάποιο στάδιο της πορείας του για να περάσει αμέσως στο επόμενο. Ανάλογα, περαστικό νιώθει τον εαυτό του και από την ποίηση, την οποία έχει παρακολουθήσει κυρίως ως αναγνώστης.
Μα, τότε, γιατί η επιστροφή στην ποίηση και μάλιστα σε ώριμη ηλικία; Στα ποιήματα που διασώζει από την παραγωγή του μεταξύ 1960 και 1967, ο Βρεττάκος βλέπει σήμερα στοιχεία της ατομικής ταυτότητάς του, όχι μόνο ό,τι έκανε, αλλά και ό,τι δεν έκανε. Και αποτελεί αυτή η επιλογή έναν «τρόπο άφεσης αμαρτιών», μία δημόσια εξομολόγηση για κάποιον, του οποίου η παρουσία στον «χώρο του δημόσιου λόγου υπήρξε, με μικρές αναλαμπές, αθόρυβη για ολόκληρες δεκαετίες». Τι ακριβώς, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μία τέτοια ποιητική κατάθεση; Με λόγο χαμηλόφωνο και αδιακόσμητο (τίποτε δεν περισσεύει, τίποτε δεν ανεβαίνει ούτε μισή κλίμακα παραπάνω), ο νεαρός ποιητής μιλάει για την απουσία και το κενό, για την αδυναμία του να σταθεροποιηθεί σε μία προγραμματική γραμμή και να καταλήξει σε έναν καταφατικό κόσμο. Όλα μοιάζουν τυχαία και σκόρπια, καμιά πίστη δεν μπορεί να αρθρωθεί, κανένας στόχος δεν είναι σε θέση να τροφοδοτηθεί σε μόνιμη βάση. Κι ύστερα είναι και κάτι άλλο: Η έλλειψη επικοινωνίας και η τάση για συνεχείς αναχωρήσεις, η οποία, εντέλει, οδηγεί μόνο σε ερήμους και ναυάγια, σε έναν κόσμο γεμάτο αιχμαλωσίες και μάταιες κινήσεις, που αρνείται την οποιαδήποτε εξιδανίκευση και ωραιοποίηση.
Όπως παραστατικά το λέει ο Βρεττάκος: «Φτάνει πια εκείνο το σύρε κι έλα – με τους στρατολόγους ναυτικών. – Τα πλαστά φυλλάδια, τα πολυπόθητα εισιτήρια – της εταιρείας για το Άμστερνταμ ή το Κόμπε. – Αυτή η ανόητη μυθολογία της γοργόνας και του Μεγαλέξαντρου πρέπει να τελειώνει».
Σίγουρα, ένας λόγος που δεν έχει χάσει το βάρος του.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ