Μια σπάνια εκδοχή ενός διάσημου μπρούτζινου γλυπτού της Καμίλ Κλοντέλ, που είχε χαθεί για περισσότερο από έναν αιώνα, βγαίνει σε δημοπρασία αφού ανακαλύφθηκε σε ένα εγκαταλελειμμένο διαμέρισμα στο Παρίσι.
Το γλυπτό, πιστοποιημένο από τους Γάλλους εμπειρογνώμονες γλυπτικής Cabinet Lacroix-Jeannest, θα προσφερθεί μέσω του οίκου δημοπρασιών Philocale της Ορλεάνης στις 16 Φεβρουαρίου με εκτίμηση 1,5 έως 2 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα, γνωστό ως La Jeunesse et L’Age Mûr, ή απλά L’Age Mûr, («Η νεότητα και η ώριμη ηλικία»), το οποίο απεικονίζει έναν άνδρα και δύο γυναίκες, η μία ηλικιωμένη και ταλαιπωρημένη που τον τραβάει προς τα εμπρός, η άλλη νεαρή, γονατιστή πίσω του, που τον ικετεύει να γυρίσει πίσω.
Χαρακτηρίζεται από το γνώριμο εξπρεσιονιστικό ύφος της Κλοντέλ που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες: μια αλληγορία της πορείας της ζωής αλλά και της προσωπικής τραγωδίας της καλλιτέχνιδας. Σχεδιασμένο κατά τη διάρκεια του χωρισμού της με τον δάσκαλο και εραστή της, Ογκίστ Ροντέν, που οδήγησε στη συναισθηματική κατάρρευση και τον ψυχιατρικό εγκλεισμό της.
Όπως είναι γνωστό η Καμίλ Κλοντέλ υπήρξε, γλύπτρια, μούσα και σύντροφος του Ροντέν, αλλά και τραγικό πρόσωπο καθώς μετά το τέλος της σχέσης τους, βρέθηκε έγκλειστη κατά παραγγελία των γονιών της, σε ψυχιατρικές κλινικές, όπου και πέθανε το 1943, έπειτα από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού.
Στο γλυπτό που ήρθε στο φως , οι αυτοβιογραφικές αναφορές είναι ορατές. Το γονατιστό κορίτσι έχει τα χαρακτηριστικά της Κλοντέλ και η ανδρική φιγούρα θυμίζει τους «Αστούς του Καλαί», το διάσημο γλυπτό του Ροντέν, λέει ο Alexandre Lacroix, ειδικός στη γλυπτική της Κλοντέλ, ο οποίος υποστηρίζει ότι η μεγαλύτερη γυναίκα μπορεί να αντιπροσωπεύει τη Ροζ Μπερέ, την οικονόμο του Ροντέν και αργότερα σύζυγό του.
Μόνο τρία άλλα χάλκινα αντίγραφα του έργου είναι γνωστά: το ένα βρίσκεται στο Musée Camille Claudel στο Nogent-sur-Seine, ενώ δύο μεγαλύτερες συνθέσεις βρίσκονται στο Musée d’Orsay και στο Musée Rodin. Υπάρχουν και ανεξάρτητες εκδοχές του γονατιστού κοριτσιού.
Η Κλοντέλ παρουσίασε για πρώτη φορά μια μακέτα του γλυπτικού συμπλέγματος στο Σαλόνι του Παρισιού το 1895. Το γαλλικό κράτος παρήγγειλε μια γύψινη εκδοχή του που έκτοτε εξαφανίστηκε. Το μεγαλύτερο μπρούντζινο έργο στο Musée d’Orsay ήταν αποτέλεσμα μια ιδιωτικής παραγγελίας το 1902. Ένα δεύτερο σύμπλεγμα δημιουργήθηκε το 1913, τη χρονιά του εγκλεισμού της Κλοντέλ στο ψυχιατρείο, και σήμερα βρίσκεται στη συλλογή Ροντέν.
Το έργο που ανακαλύφθηκε πρόσφατα είναι το νούμερο ένα από μια περιορισμένη έκδοση των έξι, και είναι χυτό, σε κλίμακα ενός τρίτου, από τον ιδιοκτήτη χυτηρίου και έμπορο έργων τέχνης Eugène Blot το 1907. Το Μουσείο Κλοντέλ κατέχει το νούμερο τρία. Ο Lacroix λέει ότι τα άλλα αντίγραφα μπορεί να τα είχαν λιώσει για μέταλλο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας.
Το μπρούντζινο γλυπτό ανακαλύφθηκε από τον δημοπράτη και εκτιμητή της Philocale, Matthieu Semont, ενώ ετοίμαζε μια κατάσταση έργων τέχνης για τον κληρονόμο του διαμερίσματος, αλλά το πώς βρέθηκε εκεί είναι ένα μυστήριο. Όμως το χάσμα στην προέλευση δεν προκαλεί έκπληξη, λέει ο Lacroix, σημειώνοντας ότι η επανεμφάνιση της Κλοντέλ από την αφάνεια είναι σχετικά πρόσφατη. Οι γυναίκες που καταπιάνονταν με την τέχνη έχαιραν ελάχιστης εκτίμησης και τα προβλήματα ψυχικής υγείας θεωρούνταν ντροπή, και η Καμίλ Κλοντέλ είχε και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά.
Πηγή: artnewspaper